πτώση
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
Greek Monolingual
η / πτῶσις, -ώσεως, ΝΜΑ
1. το να πέφτει κανείς ή κάτι, το πέσιμο (α. «πτώση χαλαζιού» β. «καὶ ἔπεσε [ἡ οἰκία] καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη», ΚΔ.
γ. «τὰ περὶ Φαέθοντα καὶ τὴν ἐκείνου πτῶσιν», Πολ.
δ. «ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων», Πλάτ.)
2. μτφ. ταπείνωση, κατάπτωση, ύφεση (α. «σημειώθηκε καταφανής πτώση του ηθικού» β. «πτῶσιν τῆς ψυχῆς», Ζήν.)
3. γραμμ. κατηγορία τών κλιτών λέξεων και, ειδικότερα, τών ονομάτων, που δηλώνει τον συντακτικό ρόλο τών λέξεων αυτών μέσα στην πρόταση («η αρχαία Ελληνική έχει πέντε πτώσεις»)
νεοελλ.
1. (για πόλη, οχυρό κ.λπ.) άλωση, εκπόρθηση («η πτώση της Βαρσοβίας»)
2. απώλεια της υψηλής θέσης που κατείχε κάποιος, παραίτηση ή καθαίρεση από αξίωμα, έκπτωση (α. «η πτώση της κυβέρνησης είναι βέβαιη» β. «η πτώση τών Αμβούργων»)
3. μείωση, ελάττωση, κάθοδος (α. «πτώση τών τιμών» β. «πτώση της θερμοκρασίας» γ. «πτώση του δολαρίου» δ. «πτώση τών ενοικίων»)
4. αστρον. η μετατόπιση ενός διαστημοπλοίου στο μεσοαστρικό διάστημα με σταθερή ταχύτητα, όταν οι προωθητικοί πύραυλοι έχουν παύσει να λειτουργούν
5. ιατρ. μετατόπιση προς τα κάτω, κάθοδος ενός οργάνου από τη φυσιολογική του θέση λόγω χαλαρώσεως τών μυοσυνδεσμικών στοιχείων που το συγκρατούν (α. «πτώση νεφρού» β. «πτώση της μήτρας»)
6. φυσ. η κίνηση που εκτελεί ένα σώμα υπό την επίδραση του βάρους του
7. μουσ. καταληκτική μορφή αρμονικών διαδοχών που σηματοδοτεί το τέλος ολόκληρης ή μισής μουσικής φράσης, τμήματος ή ολόκληρης μουσικής σύνθεσης
8. φρ. α) «ελεύθερη πτώση» i) φυσ. φαινόμενο της μηχανικής σύμφωνα με το οποίο ένα σώμα κινείται ελεύθερα κατά ορισμένο τρόπο λόγω της επίδρασης της βαρύτητας
ii) (αερον.) η φάση της πτώσης ενός αλεξιπτωτιστή, η οποία αρχίζει τη στιγμή που αυτός εγκαταλείπει το αεροπλάνο και τελειώνει τη στιγμή που ανοίγει το αλεξίπτωτο
β) «πτώση τάσης»
(ηλεκτρολ.) η διαφορά δυναμικού η οποία παρατηρείται στα άκρα ενός αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πτω- του πίπτω (με μηδενισμένο το πρώτο και ετεροιωμένο το δεύτερο φωνήεν της δισύλλαβης ρίζας πετᾱ-, βλ, λ. πίπτω, πέτομαι) + κατάλ. -σις].