σοσιαλισμός
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
Greek Monolingual
ο, Ν
1. σύστημα κοινωνικής οργάνωσης στο οποίο η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η κατανομή του εισοδήματος υπόκεινται στον κοινωνικό έλεγχο και εξαρτώνται λιγότερο από τη θέληση τών ατόμων, που αποσκοπούν στα δικά τους συμφέροντα, ή από τις δυνάμεις της καπιταλιστικής αγοράς
2. οι θεωρητικές αντιλήψεις και τα πολιτικά κινήματα που επιδιώκουν την εγκαθίδρυση και εφαρμογή του παραπάνω συστήματος
3. (κατά τη μαρξιστ. κοινων.) κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός θεμελιωμένος στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία τών μέσων παραγωγής, στην κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και στην κατανομή τών αγαθών ανάλογα με την ποσότητα, την ποιότητα και κοινωνική σημασία της καταβαλλόμενης εργασίας με βάση την αρχή από τον καθέναν ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθέναν ανάλογα με την εργασία του, σχηματισμός που αποτελεί την πρώτη, κατώτερη βαθμίδα της κομμουνιστικής κοινωνίας
4. φρ. α) «ουτοπικός σοσιαλισμός»
(σε αντιδιαστολή με τον επιστημονικό σοσιαλισμό) το σύνολο τών αντιλήψεων και θεωριών, που, εμπνεόμενες από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας και της αδελφοσύνης, κήρυτταν την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής συγκρότησης θεμελιωμένης στις αρχές αυτές, και πιο συγκεκριμένα της αντικατάστασης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αφ' ενός, με την υπαγωγή τών μέσων παραγωγής στο έθνος, στο κράτος ή στην κοινότητα και, αφ' ετέρου, στη δίκαιη κατανομή του εισοδήματος
β) «επιστημονικός σοσιαλισμός» — όρος που χρησιμοποίησαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς για να χαρακτηρίσουν, σε αντιδιαστολή με τον ουτοπικό σοσιαλισμό, το σύνολο τών δικών τους σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών αντιλήψεων, βασικές συνιστώσες τών οποίων είναι ο διαλεκτικός υλισμός, ο ιστορικός υλισμός και η μαρξιστική πολιτική οικονομία
γ) «συντεχνιακός σοσιαλισμός» — σοσιαλιστική κίνηση στην Αγγλία κατά την πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο περίοδο, της οποίας οι οπαδοί, αντλώντας τα πρότυπά τους από τις συντεχνίες του Μεσαίωνα, επέκριναν το καπιταλιστικό σύστημα, διακήρυσσαν την ανάγκη άσκησης του ελέγχου από τους παραγωγούς, επιδίωκαν την αυτοδιοίκηση στη βιομηχανία και διεκδικούσαν την παραχώρηση αυτονομίας στις βιομηχανικές οργανώσεις, στις Εκκλησίες, στα συνδικάτα, στους συνεταιρισμούς και στους δήμους, υποστηρίζοντας ότι καθεμία από τις λειτουργικές αυτές ομάδες έπρεπε να ασκεί τις ιδιαίτερες λειτουργίες της χωρίς έλεγχο εκ τών άνω και ότι η συνεργασία ανάμεσά τους θα αντικαθιστούσε την κρατική διεύθυνση, ενώ το κράτος θα ήταν μια λειτουργική ομάδα σαν όλες τις άλλες και δεν θα ασκούσε συνολική κυριαρχία
δ) «φαβιανός σοσιαλισμός» — οι αντιλήψεις και η κίνηση της λεγόμενης Φαβιανής Εταιρείας που συγκροτήθηκε το 1880 στην Αγγλία από νεαρούς ριζοσπάστες διανοουμένους, μεταξύ τών οποίων ήταν και ο διάσημος συγγραφέας Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω, οι οποίοι διαμόρφωσαν μια εξελικτική και μετριοπαθή μορφή σοσιαλισμού, πιστεύοντας στο αναπόφευκτο της μετάβασης σ' αυτήν, χωρίς όμως να αναπτύξουν κανένα μαζικό κίνημα και περιοριζόμενοι στην παροχή συμβουλών στους φορείς της εξουσίας για τον μετασχηματισμό της κοινωνίας
ε) «σοσιαλισμός της αγοράς»
(κοινων.-οικον.) οικονομικο-πολιτικό σύστημα το οποίο αποτελεί συμβιβασμό μεταξύ σοσιαλιστικού κεντρικού κυβερνητικού σχεδιασμού και ελεύθερης οικονομίας και κατά το οποίο οι επιχειρήσεις είναι μεν κρατικές αλλά η παραγωγή και η κατανάλωση καθοδηγούνται από τους κανόνες και τις δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς και όχι από τον κυβερνητικό σχεδιασμό, αλλ. φιλελεύθερος σοσιαλισμός
στ) «σοσιαλισμός του τρίτου κόσμου» ή «τριτοκοσμικός σοσιαλισμός» — καθεμία από τις μορφές εφαρμογής σοσιαλιστικού πειράματος σε χώρες της Αμερικής, της Αφρικής και της Ασίας
ζ) «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(πολ.) το κοινωνικο-οικονομικό και πολιτικό σύστημα που υπήρχε στη Σοβιετική Ένωση και στις ανατολικο-ευρωπαϊκές χώρες πριν από τη διάλυση της ΕΣΣΔ, καθώς και το σύνολο τών χωρών αυτών, όπου υπήρχε το σύστημα αυτό ώς την κατάργησή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. socialisme < social «κοινωνικός» (< λατ. socialis < socius «σύντροφος») + κατάλ. -isme (βλ. -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στην Εφημερίδα του λαού].