φωλεός
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ὁ, Ep. gen.
A φωλειοῖο Opp.H.2.249, heterocl. pl. φωλεά Nic.Fr.83, Ep. dat. φωλειοῖς Id.Th.79, Opp.C.2.578, al.:—den, lair, esp. of the caves of bears, in which they hibernate, Plu.2.169e; of lions, Babr.106.2; of molluscs, Arist.HA622b4; of a serpent, Luc. Philops.11; of foxes, Ev.Matt.8.20, Ev.Luc.9.58; of animals in general, Sor.2.29; of cave-dwellers, Str.11.5.7, cf. Luc.VH1.37, etc. II schoolhouse, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1321] ὁ, Nic. auch φωλειός, bei Dichtern mit dem heterogenen plur. τὰ φωλεά, Schlupfwinkel, Lager, Höhle, bes. wilder Thiere, in welchen sie ihren Winterschlaf halten; Plut. de superst. 8; N. T.; – überh. ein Loch, ein verborgener Winkel. – Bei den Ioniern ein Schulhaus, Poll. 4, 19. 9, 41; überh. ein Versammlungsort.
Greek (Liddell-Scott)
φωλεός: ὁ, μετὰ ἑτερογενοῦς πληθ. φωλεά, Νικ. παρ’ Ἀθην. 92D, Ἐπικ. δοτ. φωλειοῖς, ὁ αὐτ. ἐν Θηρ. 69 ― ὀπή, σπήλαιον, κατοικία ζῴου, μάλιστα δὲ σπήλαιον χρησιμεῦον ὡς κατοικία τῆς ἄρκτου, ἐν ᾧ διαμένει ἐν νάρκῃ κατὰ τὸν χειμῶνα, Πυθαγ. παρὰ Πλουτ. 2. 169Ε· ἐπὶ λεόντων, Βαβρ. 106. 3· ἐπὶ τῆς φωλεᾶς τοῦ ποντικοῦ, Πυθαγ. 108. 2· τῶν μαλακίων ἐν τῇ θαλάσσῃ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 28· τῶν ὄφεων, Λουκ. Φιλοψ. 11· τῶν ἀλωπέκων, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. η΄, 20, κατὰ Λουκ. Θ΄, 58· τῶν Τρωγλοδυτῶν, Στράβ. 506. πρβλ. Λουκ. περὶ Ἀληθοῦς Ἱστ. 1. 37, κλπ.· ― πρβλ. Wyttenb. εἰς Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ ἴδε φωλάς, φωλεύω. ΙΙ. Ἰων. λέξ. σημαίνουσα διδασκαλεῖον, Ἡσύχ. ― Παρὰ Βυζ. ὡσαύτως φώλευμα, τό.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
trou, tanière, terrier, caverne où séjournent les animaux sauvages ; p. ext. gîte sauvage pour les hommes.
Étymologie: DELG rien de plausible.
English (Strong)
of uncertain derivative; a burrow or lurking-place: hole.
English (Thayer)
φωλεου, ὁ, a lurking-hole, burrow; a lair: of animals, Aristotle, Aelian, Plutarch, Geoponica, others.)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, και επικ. τ. φωλειός και ετερκλ. τ. πληθ. φωλεά, τά, Α
οπή ή κρύπτη που χρησιμεύει ως κατάλυμα διαφόρων ζώων και, κυρίως, ο τόπος όπου αυτά διέρχονται τη χειμέρια νάρκη
αρχ.
κατοικία τρωγλοδυτών, σπήλαιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ. η οποία, κατά μία —όχι ιδιαίτερα πιθανή— άποψη, μπορεί να συνδεθεί με το αρχ. νορβ. bōl «κοίτη, φωλιά» και το σουηδ. bole «καλύβα κάστορα» και να αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας bhew- του ρ. φύω / φύομαι (για τον σχηματισμό με -λ- πρβλ. φῦλον / φυλή). Επομένως, η λ. φωλ-εός θα πρέπει να έχει προέλθει από τ. φωυλ-εός (< bhōw- l-) με επίθημα -εός (πρβλ. και το συγγενές μορφολογικά και σημασιολογικά γωλ-εός)].