θρόμβος

From LSJ
Revision as of 12:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit

Sophocles, Antigone, 1056
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρόμβος Medium diacritics: θρόμβος Low diacritics: θρόμβος Capitals: ΘΡΟΜΒΟΣ
Transliteration A: thrómbos Transliteration B: thrombos Transliteration C: thromvos Beta Code: qro/mbos

English (LSJ)

ὁ, (τρέφω, τέτροφα)

   A lump, Hdt.1.179; clot of blood, A. Ch.533, al., Pl.Criti.120a, etc.; χολῆς Hp.Morb.2.75; of milk, curd, αἰγῶν ἀπόρρους θ. Antiph.52.8; θρόμβοι ἁλῶν coarse salt, Suid.    b drop, θρόμβοι αἵματος καταβαίνοντες . . Ev.Luc.22.44.    2 nipple, PLond.1821.42.    II θ.· ὑψηλὸς τόπος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1219] ὁ (τρέφω), eigtl. eine geronnene Blutmasse, αἵματος, φόνου, Aesch. Ch. 526 Eum. 175; sp. D., wie Diosc. 13 (VII, 430); auch Plat. Critia. 120 a. Von geronnener Milch, Antiphan. bei Ath. X, 449 c; Nic. Al. 373. Vom Salz, das aus kleinen Theilchen zu einer Masse krystallisirt ist, Diosc.; vom Asphalt, Her. 1, 179.

Greek (Liddell-Scott)

θρόμβος: ὁ, (τρέφω, τέτροφα) ὄγκος, τεμάχιον, Λατ. grumus, οἷον ἐπὶ ἀσφάλτου, Ἡρόδ. 1. 179· βῶλος, ὄγκος πεπηγότος αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 533, 546, Εὐμ. 184 (πρβλ. 164), Πλάτ. Κριτί. 120 Α, κτλ.· ἐπὶ γάλακτος πηκτοῦ, αἰγῶν ἀπόρρους θρ. Ἀντιφ. Ἀφροδ. 1. 8· θρόμβοι ἁλῶν, ὡς τὸ χόνδροι ἁλ., χόνδρον ἅλας, ἄτριπτον, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 caillot de sang;
2 grain de bitume.
Étymologie: τρέφω.

English (Strong)

perhaps from τρέφω (in the sense of thickening); a clot: great drop.

English (Thayer)

θρομβου, ὁ (allied with τρέφω in the sense to thicken; Vanicek, p. 307), a large thick drop, especially of clotted blood (Aeschylus Eum. 184); with αἵματος added (Aeschylus choeph. 533,546; Plato, Critias, p. 120a.), L brackets WH reject the passage (see WH's Appendix at the passage)).

Greek Monolingual

ο (ΑΜ θρόμβος)
1. πήγμα αίματος που σχηματίζεται εν ζωή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο ή στο εσωτερικό της καρδιάς
2. σταγόνα, στάλα
αρχ.
1. (για στερεά που αποτελούνται από πολλά μόρια σε βώλους, όπως είναι η άσφαλτος ή το άτριφτο αλάτι) όγκος, κομμάτι
2. θηλή, ρώγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο που ανάγεται σε ΙE dhrombhos και συνδέεται με το τρέφω < ΙE dhrebh-, το οποίο αρχικά σήμαινε «κάνω ή αφήνω κάτι να αναπτυχθεί, να μεγαλώσει», πράγμα που ταιριάζει στο θρόμβος με σημ. «μάζα που έχει αυξηθεί». Στη ρίζα dhrombh- (< θρόμβος) έχει συμβεί αποδάσυνοη λόγω της υπάρξεως του εκφραστικού έρρινου -m- (πρβλ. θάμβος - ταφείν, στρόμβος -στρέφειν). Η σύνδεση της λ. με άλλους ΙΕ τύπους (πρβλ. ισλ. drambr «κλάδοι μέσα στο δάσος», αρχ. νορβ. dramb «υπερηφάνεια» κ.ά.) είναι αμφίβολη.
ΠΑΡ. θρομβούμαι
αρχ.
θρομβείον, θρομβίον
νεοελλ.
θρομβάση, θρομβίνη, θρομβώδης.
ΣΥΝΘ. θρομβοειδής
νεοελλ.
θρομβαγγειίτιδα, θρομβογόνο, θρομβοκινάση, θρομβοφλεβίτιδα].

Greek Monotonic

θρόμβος: ὁ (τρέφω), όγκος, τεμάχιο, Λατ. grumus, όπως για την άσφαλτο, σε Ηρόδ.· σβώλος ή όγκος πηγμένου αίματος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

θρόμβος:1) глыба, кусок, ком (ἀσφάλτου Her.);
2) сгусток: θ. αἳματος или φόνου Aesch., Plat., Anth. запекшаяся кровь, но θρόμβοι αἵματος NT капли крови.