γλήνη

From LSJ
Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλήνη Medium diacritics: γλήνη Low diacritics: γλήνη Capitals: ΓΛΗΝΗ
Transliteration A: glḗnē Transliteration B: glēnē Transliteration C: glini Beta Code: glh/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT1277; Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18.    II ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, perh. doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη).    III socket of a joint, distd. from κοτύλη as being not so deep, Gal.2.736.    IV honeycomb, AB233, Hsch.    V = γλίνη (q. v.), Hdn. Gr.1.330.

Greek (Liddell-Scott)

γλήνη: ἡ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. ἐπειδὴ αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν εἴδωλον ἑτέρου μεγάλου πράγματος, πλαγγών, «κοῦκλα», ὡς τὸ κόρη, Λατ. pupilla, pupula· ἐπίπληξιςὕβρις παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ γλήνη, κρημνίσου, δειλὴ κόρη, Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ κοιλότης ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ γελάω, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 prunelle de l’œil, pupille;
2 à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille figurine, poupée ; ironiq. ἔρρε κακὴ γλήνη IL sauve-toi, poltronne petite fille !.
Étymologie: R. Γαλ > Γλη, briller ; cf. γελάω.

English (Autenrieth)

pupil of the eye, Od. 9.390; as term of reproach, κακὴ γλήνη, ‘doll,’ ‘girl,’ coward, Il. 8.164.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): dór. γλήνα Cerc.4.20
I 1globo ocular, ojo τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo, Il.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης Od.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.OT 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403
fig. ὀξέη γ. vista aguda Babr.77.4.
2 niña o pupila ocular, o bien imagen reflejada en la misma, de donde despect. niña o muñeca en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, γλήνην τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.Onom.24, cf. Orph.L.673, Poll.2.70, Hsch.
II anat. cavidad en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.
III 1panal de abejas Hsch., Eust.1344.54, AB 233.5, EM 234.13G.
2 v. γλίνη.

• Etimología: De la r. *gelH3- ‘brillar’ en grado ø/P y ē analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado γέλως, γέλας, arm. gału, etc.

Greek Monolingual

η (Α γλήνη)
1. αβαθής κοιλότητα άρθρωσης
2. η κόρη του ματιού
αρχ.
1. το μάτι
2. το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού
3. κούκλα, παιδικό παιχνίδι φρ., «ἔρρε, κακὴ γλήνη» — χάσου, παλιοκόριτσο).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα γλήνη, γλήνος αποτελούν λέξεις αβέβαιης ετυμολογίας. Αν ως αφετηρία τών ποικίλων χρήσεων τών λέξεων εκληφθεί η έννοια «λάμπω, λαμποκοπώ», τότε μπορούν να συσχετιστούν με τα γαλήνη, γέλως χωρίς να είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η αρχική δισύλλαβη ρίζα (γλη- ή γλα- ή ακόμη και γλασ-). Η αναγωγή της λ. γλήνη «κούκλα» σε αιγαιακό υπόστρωμα, καθώς και ο συσχετισμός της με το σλαβ. zrěnica «κόρη οφθαλμού» είναι μάλλον επισφαλείς. Παρόμοια προς το γλήνος (με επίθημα - n- + -es-) σχηματίζονται λέξεις που δηλώνουν κοινωνική ή θρησκευτική αξία (πρβλ. άφενος «πλούτος, περιουσία», τέμενος κ.λπ. Αξιόλογη, από πλευράς σημασιολογικής εξελίξεως, είναι η ήδη ομηρική λέξη γλήνη, που εμφανίζει τις σημασίες «κόρη του ματιού», «μάτι», (συνεκδοχικά) «το μικρό είδωλο που σχηματίζεται στην κόρη του ματιού», απ' όπου «κούκλα, παιδικό παιγνίδι» (πρβλ. φρ. ἔρρε, κακή «γλήνη»), επειδή οι διάφορες εικόνες αντικαθρεφτίζονται μικροσκοπικές στα μάτια (πρβλ. αντίστροφη σημασιολογική εξέλιξη στο κόρη «κορίτσι, κοπέλα» απ' όπου «κόρη ματιού»). Τέλος, οι σημασίες «αβαθής κοιλότητα αρθρώσεως» (μικρότερη από την κοτύλη «οτιδήποτε κοίλο, κοιλότητα») και «κερήθρα» αποτελούν μεταφορικές χρήσεις που έχουν ως αφετηρία πιθ. τη σημασία τη σχετική με το μάτι].

Greek Monotonic

γλήνη: ἡ, κόρη ματιού, βολβός ματιού, οφθαλμός, σε Όμηρ., Σοφ.· επειδή οι εικόνες των αντικειμένων σχηματίζονται μικρές πάνω στην κόρη του οφθαλμού, κατάντησε να σημαίνει το μικρό είδωλο ενός άλλου μεγαλύτερου πράγματος, τη μαριονέτα, την κούκλα· ως χλευαστική έκφραση ή επίπληξη, ἔρρε, κακὴ γλήνη, φύγε, γκρεμίσου δειλή, ασήμαντη κόρη, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

γλήνη:1) зрачок (γλῆναι ὑπ᾽ ὀφρύσιν ἀστράπουσαι Anth.);
2) глазное яблоко Hom., Soph.;
3) презр. человечишко, ничтожество (κακὴ γ. Hom.).