διίστημι

From LSJ
Revision as of 13:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source

German (Pape)

[Seite 625] (s. ἵστημι), auseinanderstellen, gesondert aufstellen; τοὺς λόχους Thuc. 4, 74; trennen, unterscheiden, κατ' εἴδη, ἐν τάξει, Plat. Phil. 23 d Rep. X, 617 d; εἰς μέρη, Dem. 18, 61, u. Sp; neben διακόπτω, Plut. Pomp. 19; τὶ ἀπό τινος, dem χωρίζειν entsprechend, Symp. 4, 1, 3, vgl. D. Hal. 9, 17; ἡμᾶς ἀλλήλων, Anton. 84; τίτινος, davon unterscheiden, Ath. VII, 803 d. Auch im med. praes. u. aor., γένη Plat. Tim. 63 c; τόν τε δικαιότατον καὶ τὸν ἀδικώτατον Rep. II, 360 e. – Dah. τὸν δῆμον, veruneinigen, Ar. Vesp. 41; vgl. τὴν Ἑλλάδα Her. 9, 2; Xen. Hell. 2, 2, 35; Thuc. 6, 77, τινά τινος; Luc. D. Mort. 14, 2. – Häufiger im med. u. perf. nebst aor. II. act., sich auseinanderstellen, trennen, Ggstz von συνάγεσθαι, Plat. Tim. Locr. 101 a; θάλασσα διίστατο Il. 13, 29; vgl. 17, 391. 24, 718; διαστὰν γᾶς βάθρον, auseinander klaffend, Soph. O. C. 1653; τὰ διεστεῶτα ὑπὸ σεισμοῦ Her. 7, 129; – bes. feindlich, διαστήτην ἐρίσαντε Il. 1, 6; τίη δὴ νῶι διέσταμεν Iliad. 21, 436; – διέστησαν χωρίς Her. 8, 16, sie trennten sich; nach dem Kampfe auseinander gehen, 1, 76; vgl. Isocr. 5, 38; πλούτου ἀρετὴ διέστηκεν Plat. Rep. VIII, 550 e; κατὰ πόλεις διέσταμεν, sind getrennt, Thuc. 4, 61; διέστησαν κατὰ διακοσίους, sie stellten sich abgesondert in Haufen von zweihundert Mann auf, 4, 32; vgl. Xen. An. 1, 5, 2; πολὺ διεστώσας τάς τε – καὶ τὰς – γνώμας εὑρήσομεν Isocr. 1, 1; ἡ Πελοπόννησος διειστήκει Dem. 18, 18, hatte sich in Parteien getrennt, wie εἰς δύο 10, 4; ἐς συμμαχίαν ἑκατέρων Thnc. 1, 15; πόλεως διεστώσης Plut. Num. 17; πρὸς ἄλληλα Arist. Pol. 1, 8, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διίστημι: μέλλ. διαστήσω, στήνω χωριστά, τοποθετῶ χωρίς, διαχωρίζω, τοὺς λόχους Θουκ. 4. 71· κατ’ εἴδη Πλάτ. Φιλ. 23D· διέστησεν [αὐτοὺς] εἰς πολλὰ μέρη Δημ. 245. 23· δ. τί τινος ἢ τι ἀπό τινος Πλούτ. Ἀντων. 84, κτλ. 2) χωρίζω τινὰ ἀπό τινος, κάμνω τινὰ νὰ διαφωνῇ πρός τινα, τινά τινος Ἀριστοφ. Σφηξ. 41, Θουκ. 6. 77· δ. τὴν Ἑλλάδα, ἐνσπείρω διχόνοιαν, διαιρῶ εἰς φατρίας, Ἡρόδ. 9. 2. 3) διαστήσας ἡμέρας δύο, ἀφήσας διάστημαδιάλειμμα δύο ἡμερῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 996. 7. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ διέστην, πρκμ. διέστηκα καὶ ὑπερσυντ. διειστήκη καὶ διειστήκειν· ― ἵσταμαι χωριστά, διαιροῦμαι, διαχωρίζομαι, Ἰλ., τὸ πλεῖστον κατ’ ἀόρ. β΄, ὡς Ω. 718· κατὰ παρατατ. θάλασσα διίστατο, ἠνοίγετο, Ν. 29· διαστὰν γῆς βάθρον, ἀνοιχθὲν μεγάλως, Σοφ. Ο. Κ. 1662· τὰ διεστεῶτα, τὰ χάσματα, Ἡρόδ. 7. 129. 2) ἐπὶ προσώπων, ἵσταμαι χωριστά, ἐρίζω, φιλονικῶ, διαστήτην ἐρίσαντε Ἰλ. Α. 6· εἴ τινές που διασταῖεν Θουκ. 1. 18. διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων, ἔλαβον τὸ μέρος τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης μερίδος, αὐτόθι 15· κατὰ πόλεις διέσταμεν 4. 61· διεστηκότες εἰς δύο Δημ. 132. 12, πρβλ. 231. 5· ἐρίζειν καὶ διεστάναι ὁ αὐτ. 26. 20·― ἁπλῶς, διαφέρω, εἶμαι διάφορος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 19· πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Πολ. 1. 5, 8· ― οὖρα διεστηκότα, θολά, Ἱππ. Ἀφ. 1259. 3) ὡσαύτως χωρίζομαι μετὰ μάχην, Ἡρόδ. 1. 76., 8. 16, 18, Ἰσοκρ. 89Ε. 4) ἵσταμαι κατ’ ἀποστάσεις ἢ διαστήματα, Ἡρόδ. 2. 66· ἐπὶ δένδρων ἐν δενδροστοιχίᾳ ἢ ἐν γραμμῇ, 3. 72· ἐπὶ ταχυδρομικῶν σταθμῶν, 8. 98· ἐπὶ στρατιωτῶν, δ. κατὰ διακόσιους Θουκ. 4. 32. ΙΙ. τὸ μέσ. εἶναι ἐνίοτε ἐν χρήσει μεταβατ., διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, γεώδη γένη διιστάμενοι Πλάτ. Τιμ. 63C· ἀλλὰ τοῦτο πρὸ πάντων κατ’ ἀόρ. α΄, ὡς Πλάτ. Πολ. 360Ε, κτλ., Θεόκρ. 16. 97.

English (Autenrieth)

only intr., aor. 2 διαστήτην, διέστησαν, part. διαστάντες, perf. διέσταμεν, mid. ipf. διίστατο: stand apart, separate; met., διαστήτην ἐρίσαντε, Il. 1.6.

Middle Liddell

fut. -στήσω
I. to set apart, to place separately, separate, Thuc., Dem.
2. to set one at variance with another, τινά τινος Ar., Thuc.; δ. τὴν Ἑλλάδα to divide it into fractions, Hdt.
II. Mid. and Pass., with aor2, perf., and plup. act., to stand apart, to be divided, Il.; θάλασσα διΐστατο the sea made way, opened, Il.; τὰ διεστεῶτα chasms, Hdt.
2. of persons, to stand apart, be at variance, Il., Thuc.; διέστη ἐς ξυμμαχίαν ἑκατέρων sided with one or the other party, Thuc.:—simply to differ, be different, Xen.
3. to part after fighting, Hdt.
4. to stand at certain distances or intervals, Hdt.; of soldiers, δ. κατὰ διακοσίους Thuc.
III. aor1 mid. is trans. to separate, Plat., Theocr.