παλάσσω
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
English (LSJ)
pf. Pass. πεπάλαγμαι, Ep. Verb,
A besprinkle, defile, αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν . . οὖδας Od.13.395:—mostly in Pass., παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ Il.5.100; αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Od.22.402, cf. Call.Lav.Pall.7; πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν Od.22.406; αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος Hes.Op.733; νιφετῷ π. ὕδωρ Q.S.12.410:—in Med., παλάσσετο χεῖρας he bespattered his hands, Il.11.169. 2 Pass., to be scattered abroad, ἐγκέφαλος πεπάλακτο ib.98, 12.186. II Ἀσωπὸς . . πεπάλακτο κεραυνῷ was smitten, for ἐπέπληκτο, Call.Del.78. III in pf. Med., shake, i. e. draw lots from an urn, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερές determine your fate by lot, Il.7.171; τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθάχθαι ἄνωγον Od.9.331; πεπάλαχθε κατὰ κληῗδας ἐρετμά A.R.1.358.—Aristarch. read πεπάλασθε, πεπαλάσθαι in Hom. (cf. πάλλω).
German (Pape)
[Seite 447] 1) besprengen, bespritzen, u. dah. besudeln, verunreinigen (vgl. παλύνω); καί τιν' ὀΐω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν οὖδας, Od. 13, 395; häufiger im pass., παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ Il. 3, 100, λύθρῳ δ' ἐπαλάσσετο χεῖρας ἀάπ τους 11, 169, αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένος Od. 22, 402; μηδ' αἰδοῖα γονῇ πεπαλαγμένος, Hes. O. 735; auch ἐγκέφαλος πεπάλακτο, das Gehirn war umhergespritzt, Il. 11, 98. 12, 186; sp. D., wie Ap. Rh. 3, 1046; Callim. Lav. Pall. 7 u. A. in allgemeinerer Bdtg, benetzen, bestreichen; sogar πεπάλακτο κεραυνῷ, = ἐπέπληκτο, Callim. Del. 78. – 2) mit πάλλω zusammenhangend, loofen, nur im perf. pass. mit akt. Bdta, κλήρῳ πεπάλαχθε Il. 7, 171, αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάχθαι ἄνωγον Od. 9, 331 (Bekk. πεπάλασθε, πεπαλάσθαι, nach Scholl. u. E. M. 661, 4); danach sagt Ap. Rh. 1, 358 πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμά. – (Die Grundbdtg ist also wohl schwingen, πάλλω, welche Bewegung auch beim Sprengen, Spritzen angewendet wird.)
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλάσσω: μέλλ. -ξω: παθ. πρκμ. πεπάλαγμαι. Ἐπικ. ῥῆμα, ῥαντίζω, φύρω, μολύνω, μιαίνω, αἵματι τ’ ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν.. οὖδας Ὀδ. Ν. 395· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., παλάσσετο δ’ αἵματι θώρηξ Ἰλ. Ε. 100· αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον Ὀδ. Χ. 402· πεπάλακτο πόδας χεῖρας καὶ ὕπερθεν αὐτόθι 406· καὶ ἐν τῷ μέσῳ, παλάσσετο χεῖρας, ἐμόλυνε τὰς χεῖράς του, Ἰλ. Λ. 169· παρ’ Ὁμ. ἡ μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. πεπαλαγμένος εἶναι συνηθεστάτη, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ κ. Ἡμ. 731· νιφετῷ πεπ. ὕδωρ Κόϊντ. Σμ. 12. 410. 2) Παθ., ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ πράγματος, διασκορπίζομαι, ἐγκέφαλος πεπάλακτο Ἰλ. Λ. 98, Μ. 186· ἀλλά, Ἀσωπὸς .. πεπάλακτο κεραυνῷ, ἀντὶ ἐπέπληκτο, Καλλ. εἰς Δῆλ. 78. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. πρκμ. ἐπὶ ἀνθρώπων ἐξαγόντων κλήρους, οὓς ἔπαλλον ἐντὸς περικεφαλαίας, κλήρῳ νῦν πεπάλαχθε διαμπερές, ὁρίσατε τὴν τύχην σας διὰ κλήρου, Ἰλ. Η. 171· τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον Ὀδ. Ι. 331· πεπάλαχθε κατὰ κληῖδας ἐρετμὰ Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 358. (Ἀμφότεραι αἱ σημασίαι προκύπτουσιν ἐκ τῆς κοινῆς ῥίζης τοῦ ῥήμ. πάλλω, σεὶω· -διότι α΄) πρᾶγμά τι ῥαντίζεται ἢ σκορπίζεται σειόμενον ἢ τῇδε κἀκεῖσε αἰωρούμενον, πρβλ. πάλη (pollen), παλύνω· καὶ β΄) οἱ Ὁμηρικοὶ κλῆροι ἀείποτε ἐπάλλοντο ἐντὸς περικεφαλαίας, πρβλ. πάλλω 1. 3, πάλος, παλαχή).
French (Bailly abrégé)
f. παλάξω;
agiter, mêler, d’où
I. éclabousser, souiller d’éclaboussures ; Pass.
1 être éclaboussé, souillé d’éclaboussures;
2 être projeté avec éclaboussures, jaillir;
II. remuer pêle-mêle ; tirer au sort ; Pass. être tiré au sort.
Étymologie: R. Παλ, > Παλκ, Παλακ secouer, agiter.
English (Autenrieth)
(cf. πάλλω), fut. inf. παλαξέμεν, pass. perf. part. πεπαλαγμένος, plup. πεπάλακτο, also mid., perf. imp. πεπάλαχθε, inf. πεπαλάχθαι (or -ασθε, -άσθαι): sprinkle, hence stain, defile; αἵματι, ἱδρῷ, ν 3, Od. 22.402, 184; mid. (perf. w. pres. signif.), ‘select among themselves by lot,’ the lots being shaken in a helmet, Il. 7.171 and Od. 9.331.
Greek Monolingual
(I)
παλάσσω (Α)
καθιστώ κάτι μιαρό, ακάθαρτο με ραντισμό («παλάσσετο δ' αἵματι θώρηξ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό ρ., άγνωστης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα -άσσω (πρβλ. αιμ-άσσω, λαιμ-άσσω, σταλ-άσσω). Η σύνδεση του ρ. παλάσσω (Ι) τόσο με τις λ. πάλη (II) «αλεύρι», παλύνω «πασπαλίζω» όσο και με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πάλκος
πηλός και με το λιθουαν. pelke «έλος, τέλμα» δεν θεωρείται πιθανή].
(II)
παλάσσω (Α)
(κυρίως στο μέσ. και παθ.) παλάσσομαι
α) (για πράγματα) i) διασκορπίζομαι μακριά, διασπείρομαι («ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο», Ομ. Ιλ.)
ii) σχίζομαι
β) (ιδίως στον μέσ. παρακμ.) πεπάλαγμαι
(για πρόσ. που τραβούσαν λαχνούς, κλήρους) πάλλω, κουνώ («τοὺς ἄλλους κλήρῳ πεπαλάσθαι ἄνωγον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του πάλλω (πρβλ. αιμάσσω). Εκτός από τον παρακμ. πεπάλαγμαι, μαρτυρείται και τ. πεπάλαχθε (πρβλ. παλαχή.
Greek Monotonic
πᾰλάσσω: μέλ. -ξω, Παθ. παρακ. πεπάλαγμαι· Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. πεπάλακτο· (πάλλω),
I. 1. ραντίζω, λερώνω, μολύνω, σε Ομήρ. Οδ.· κυρίως στην Παθ., σε Όμηρ. — Μέσ., παλάσσετο χεῖρας, μόλυνε τα χέρια του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. Παθ., επίσης λέγεται για πράγματα, διασκορπίζομαι, στο ίδ.
II. Παθ. παρακ., λέγεται για τους κλήρους που τραβούσαν μέσα από υδρία, κλήρῳ πεπαλάχθαι, αποφασίζω με κλήρο για την τύχη κάποιου, σε Όμηρ.· πρβλ. πάλος.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλάσσω: I πηλός (fut. παλάξω; эп. inf. fut. παλαξέμεν; pf. pass. πεπάλαγμαι; эп. 3 л. sing. ppf. pass. πεπάλακτο) обрызгивать, забрызгивать (οὖδας αἵματι τ᾽ ἐγκεφάλῳ τε Hom.).
II πάλλω (о жребии) встряхивать: κλήρῳ πεπαλάχθαι Hom. бросить жребий.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλάσσω, ep. imperf. med.-pass. παλασσόμην; inf. aor. παλάξαι; perf. med.-pass. πεπάλαγμαι, ep. plqperf. med.-pass. 3 sing. πεπάλακτο; ep. inf. fut. παλαξέμεν, bespatten, bezoedelen:; π. οὖδας de vloer bespatten Od. 13.395; παλάσσετο δ ’ αἵματι θώρηξ het harnas werd met bloed bezoedeld Il. 5.100; anal.: ἐγκέφαλος δὲ ἔνδον ἅπας πεπάλακτο zijn hele herseninhoud was pulp in zijn schedel Il. 11.98.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to besprinkle, to stain, to taint (Il.)
Other forms: Fut. inf. παλαξέμεν, perf. ptc. πεπαλαγμένος, plqupf. πεπάλακτο.
Compounds: ἐμ-παλάσσομαι to be tampered, to be entangled, Fr. sembour-ber (Hdt., Th.), ἐμπαλάξαι ἐμπλέξαι H., with ἐμπαλάγματα pl. entanglements, embracements (A. Supp. 296).
Derivatives: πάλαξις f. sprinkling = prime coat (Epid. IIIa);
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: By Curtius 288 with παλύνω connected with πάλη fine flour, which in spite of Bechtel Lex. s.v. seems semantically without problem; formation after σταλάσσω, αἱμάσσω a.o.; on anal. -άσσω Schwyzer 733. After Fick 1, 478 however to πάλκος πηλός H., to which belong further Lith. pélkė marsh, peat-moor a.o.; diff. on πάλκος Schulze BerlAkSb. 1910, 788 (Kl. Schr. 112): to Lith. pálšas sallow. Further hypothet. combinations by Bq., WP. 2, 65 f., W.-Hofmann s. 2. palūs, with rich lit.; s. also Krahe Beitr. z. Namenforsch. 3, 232 f. (on the Span. riv.name Palantia, supp. "marsh-river"). So no good etym.
Middle Liddell
πᾰλάσσω, πάλλω
I. to besprinkle, sully, defile, Od.; mostly in Pass., Hom.:—Mid., παλάσσετο χεῖρας he defiled his hands, Il.
2. Pass. also of things, to be scattered abroad, Il.
II. perf. pass. of lots shaken in an urn, κλήρῳ πεπαλάχθαι to determine one's fate by lot, Hom.; cf. πάλος.