εὐχέρεια

From LSJ
Revision as of 23:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχέρεια Medium diacritics: εὐχέρεια Low diacritics: ευχέρεια Capitals: ΕΥΧΕΡΕΙΑ
Transliteration A: euchéreia Transliteration B: euchereia Transliteration C: efchereia Beta Code: eu)xe/reia

English (LSJ)

ἡ,

   A tolerance of or indifference to evil, μὴ ἡμῖν πολλὴν εὐχέρειαν ἐντίκτωσι τοῖς νέοις πονηρίας Pl.R.392a; licentiousness, A. Eu.494 (lyr.); ἡ τῆς πράξεως εὐ. Aeschin.1.124; unscrupulous conduct, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐ. Plu. Demetr.11; looseness, περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους, Id.Lyc.15, Lys.8; recklessness, πρὸς τὸν ὅρκον εὐ. καὶ ταχύτης Id.2.271c; hastiness, Ph.2.276; πρὸς ὀργήν Luc. Prom.9; of a historian, irresponsibility, εὐ. καὶ τόλμα καὶ ῥᾳδιουργία Plb.12.25e.2, cf. 16.18.3; εἰκαιότης καὶ εὐ. Ph.1.193; of an artist, uncritical facility, ἐν τῷ ποιεῖν εὐ. καὶ ταχύτης Plu.Per.13.    II indifference to danger or hardship: hence, coolness, fortitude, ἀνδρεία καὶ εὐ. (ironical) Pl.R.426d; εὐκολία καὶ εὐ. Id.Lg.942d, cf. Alc.1.122c; περὶ τὰς κυνηγίας εὐ. καὶ τόλμα Plb.22.3.8; cf. εὐχειρία.    III ease, agreeableness, κατὰ τὴν προφοράν Phld.Po.994.; comfort, ὁδὸς πρὸς εὐχέρειαν ὡδοποιημένη OGI175.9 (Egypt, ii B.C.); περὶ τὰς δυστοκίας τῶν γυναικῶν τῇ εὐχερείᾳ . . βοηθεῖν to minister to the comfort (or promote the fortitude) of women... Arist. HA587a11 (cf. εὐχερής 11).    IV dexterity, skill, εὐ. Πραξιτέλους Luc. Am.11 (nisi leg. εὐχειρία).

German (Pape)

[Seite 1108] ἡ, Leichtigkeit in der Handhabung, in der Behandlung einer Person od. Sache, Arist. H. A. 7, 10; ἡ ἐν τῷ ποιεῖν εὐχ. Plut. Pericl. 13, mit ταχυτής verbunden; τοῦ Πραξιτέλους, kunstgeübte Hand, Luc. amor. 11; Beweglichkeit des Körpers, καὶ εὐκολία Plat. Legg. XII, 942 b, u. in derselben Vrbdg = Umgänglichkeit Alc. I, 122 c. – Geneigtheit, Bereitwilligkeit, Plat. Rep. IV, 426 d; im schlimmen Sinne, τῆς πονηρίας, Hang zur Schlechtigkeit, III, 391 e; πρὸς ὀργήν Luc. Prom. 9; dah. neben βωμολοχία, Plut. Nic. 3; Leichtsinn, Nachlässigkeit, περὶ τοὺς ὅρκους Lyc. 8; περὶ τὰς γυναῖκας, zu große Nachgiebigkeit, 15; εὐχέρεια πρὸς τὸν δῆμον Demetr. 11, von einem Geschichtschreiber, der unzuverlässige u. falsche Berichte giebt, Pol. 16, 18, 3; a. Sp.; Muthwille, Frevel, Aesch. Eum. 471; – die Leichtigkeit, mit der sich Etwas behandeln läßt, τῆς πράξεως Aesch. 1, 124; καὶ κουφότης Plut. Alex. 71.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχέρεια: ἡ, = εὐχειρία, δεξιότης, Πλάτ. Πολ. 426D, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 1· εὐκολία καὶ εὐχ. Πλάτ. Νόμ. 942D. πρβλ. Ἀλκ. 1. 122C· ἐπὶ τεχνίτου, Πλουτ. Περικλ. 13· εὐχ. Πραξιτέλους Λουκ. Ἔρωτ. 11· πρβλ. εὔχειρ. ΙΙ. ἑτοιμότης, κλίσις, διάθεσις πρός τι, εὐχ. πονηρίας, ῥοπὴ εἰς τὸ κακόν, ἠθικὴ παράλυσις, Πλάτ. Πολ. 391Ε· πρὸς ὀργὴν Λουκ. Προμ. 9, πρβλ. Πλούτ. 2. 271Β. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, θρασύτης, ὑβριστικὸς τρόπος, ἰταμότης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 495· ἡ τῆς πράξεως εὐχ. Αἰσχίν. 17. 33· ἐπὶ ἱστοριογράφου εὐχερῶς γράφοντος ψευδῆ καὶ τερατώδη πράγματα, Πολύβ. 16. 18, 3· ἀκόλαστοςἀτάσθαλος διαγωγή, ἡ πρὸς τὸν δῆμον εὐχ. Πλουτ. Δημήτρ. 11· περὶ τὰς γυναῖκας, περὶ τοὺς ὅρκους ὁ αὐτ. ἐν Λυκ. 15, ἐν Λυσ. 8. πρβλ. ῥᾳδιουργία. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐχέρεια· κουφότης».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. 1 facilité de main, dextérité;
2 tendance, inclination particul. en mauv. part, avec πρός ou περί et l’acc. ; laisser-aller, relâchement, avec περί et l’acc. ; abs. indifférence (pour le crime);
II. facilité qu’offre un objet à se laisser manier, facilité pour faire qch.
Étymologie: εὐχερής.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐχέρεια) ευχερής
ευκολία, ικανότητα, δυνατότητα, άνεση στη χρησιμοποίηση ανθρώπων, πραγμάτων ή καταστάσεων
μσν.
ευκαιρία
αρχ.
1. (για την τέχνη) άνεση, ευκολία κινήσεων
2. κλίση, διάθεση, ροπή για κάτι
3. προθυμία για κάτι
4. (με κακή σημ.) επιπόλαιη συμπεριφορά, ελαφρότητα στους τρόπους
5. κουφότητα, ελαφρότητα
6. θρασύτητα, υβριστική διαγωγή.

Greek Monotonic

εὐχέρεια: ἡ,
I. επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, σε Πλάτ. κ.λπ.
II. 1. ετοιμότητα, κλίση, ροπή, τάση, εὐχ. πονηρίας, κλίση, τάση προς το κακό, στον ίδ.
2. θρασύτητα, απερισκεψία, αποκοτιά, αψηφισιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐχέρεια:
1) ловкость, проворство (εὐκολία καὶ εὐ. Plat.; ἐν τῷ ποιεῖν Plut.);
2) искусство, мастерство (τοῦ Πραξιτέλους Luc.);
3) склонность, тяготение, влечение (τῆς πονηρίας Plat.; πρὸς ὀργήν Luc.);
4) распущенность, беззаботность, легкомысленное отношение (πρὸς τοὺς ἔρωτας и περὶ τὰς γυναῖκας Plut.);
5) легкомыслие, невнимательность, пренебрежение (περὶ τοὺς ὅρκους, πρὸς τὸν δῆμον Plut.);
6) подвижность, легкость (τῆς πράξεως Aeschin.; ἐν ταῖς μεταβολαῖς Plut.).

Middle Liddell

εὐχέρεια, ἡ,
I. dexterity, Plat., etc.
II. readiness, proneness, εὐχ. πονηρίας proclivity to evil, Plat.
2. licentiousness, recklessness, Aesch.