σωφρονίζω

From LSJ
Revision as of 01:40, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονίζω Medium diacritics: σωφρονίζω Low diacritics: σωφρονίζω Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΖΩ
Transliteration A: sōphronízō Transliteration B: sōphronizō Transliteration C: sofronizo Beta Code: swfroni/zw

English (LSJ)

   A recall a person to his senses, chasten, E.Fr.209, Pl.Grg.478d, X.Cyr. 8.6.16, etc.; ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανή ib.3.1.20; τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σ. D.25.93: folld. by inf., ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι κτλ. Ep.Tit.2.4:—Pass., to be chastened, learn self-control, Th.6.78, X.Cyr.3.1.19, etc.    2 of passions, things, etc., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Antipho 2.3.3; οὐ τὴν λαγνείαν λιμῷ σ. X.Mem.2.1.16; ἀμπνοὰς σ. to pant less violently, E.HF869 (troch.); τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ. to reduce the expenses of government at home, Th.8.1.

German (Pape)

[Seite 1062] zur Besonnenheit bringen, klug machen, witzigen, bessern, durch Ermahnungen od. Strafen; οὐδέ σ' αἱ τύχαι σεσωφρονίκασιν, Eur. Troad. 350; Antiph. 4 γ 2; Thuc. 6, 78; σωφρονίζει καὶ δικαιοτέρους ποιεῖ ἡ δίκη, Plat. Gorg. 478, l, u. öfter; dah. auch strafen, züchtigen, δι' ἀκολασίαν αὐτοὺς σεσωφρονίσθαι, Phaed. 69 a; im Zaum halten, τὴν λαγνείαν λιμῷ, Xen. Mem. 2, 1, 16, u. öfter, u. Sp., wie Luc. Alex. 21.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ· ― σώφρονα ποιῶ, κάμνω τινὰ νὰ ἔλθῃ εἰς ἑαυτόν, νὰ συνετισθῇ, νὰ γίνῃ φρόνιμος, νὰ βάλῃ γνῶσιν, παιδεύω, τιμωρῶ, Εὐρ. Τρῳ. 350, Ἀποσπ. 208, Ἀντιφῶν 118. 16, Πλάτ., κλπ.· ἡ τοιαύτη ἧττα σωφρονίζειν ἱκανὴ Ξεν. Κύρ. 3. 1, 20· τοὺς πονηροτάτους αἱ συμφοραὶ σωφρ. Δημ. 798. 7. ― Παθ., κολάζομαι, τιμωροῦμαι, γίνομαι σώφρων, ἔρχομαι εἰς ἐμαυτόν, Θουκ. 6. 78, Ξεν., κλπ. 2) ἐπὶ παθῶν, πραγμάτων, κλπ., σ. τὸ θυμούμενον τῆς γνώμης Ἀντιφῶν 118. 16· σ. τὴν λαγνείαν λιμῷ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 16· σ. ἀμπνοάς, ἀναπνέω μετ’ ἐλάσσονος σφοδρότητος, Εὐρ. Ἡσρ. Μαιν. 869· τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σ., περιορίζω τὰς δαπάνας τῆς κυβερνήσεως τῆς πόλεως, Θουκ. 8. 1. ΙΙ. ἀμεταβ. = σωφρονέω, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 2, 5. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 42.

French (Bailly abrégé)

I. rendre modéré, sensé, sage;
II. 1 donner une leçon, corriger ; châtier, acc.;
2 réprimer, contenir : ἐς εὐτέλειαν THC ramener (les dépenses) à la simplicité, réduire les dépenses.
Étymologie: σώφρων.

English (Strong)

from σώφρων; to make of sound mind, i.e. (figuratively) to discipline or correct: teach to be sober.

English (Thayer)

3rd person plural indicative σωφρονιζουσιν, L marginal reading T Tr, others, subjunctive σωφρονίζωσι; "to make one σώφρων, restore one to his senses; to moderate, control, curb, discipline; to hold one to his duty; so from Euripides, and Thucydides down; to admonish, to exhort earnestly (R. V. train"): τινα followed by an infinitive Titus 2:4.

Greek Monolingual

ΝΜΑ σώφρων, -ονος]
καθιστώ σώφρονα κάποιον, συνετίζω, τον κάνω να βάλει γνώση (α. «δεν μπόρεσε κανείς να τον σωφρονίσει» β. «τοὺς πονηροτάτους τὰς γε συμφορὰς σωφρονίζειν λέγουσι», Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
(για πάθη, ορμές) καθιστώ ηπιότερο, καταστέλλω («τὴν λαγνείαν αὐτών τῷ λιμῷ σωφρονίζουσιν», Ξεν.)
αρχ.
1. περιορίζω, μετριάζω
2. φρ. «σωφρονίζω ἀμπνοάς» — αναπνέω πιο ήρεμα (Ευρ.).

Greek Monotonic

σωφρονίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ (σώφρων
1. κάνω κάποιον σώφρονα, τον κάνω να έλθει στα λογικά του, να φρονιμευθεί, να συνετισθεί, παιδεύω, τιμωρώ, σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ. — Παθ., τιμωρούμαι, κολάζομαι, γίνομαι φρόνιμος, έρχομαι στα συγκαλά μου, σε Θουκ. κ.λπ.
2. λέγεται για πάθη, ορθώνω, μετριάζω, σε Ξεν.· ομοίως, σωφρονίζω ἀμπνοάς, αναπνέω με λιγότερη σφοδρότητα, σε Ευρ.· ἐς εὐτέλειαν σωφρονίζω, περιορίζω, περικόπτω δαπάνες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

σωφρονίζω: 1) вразумлять, наставлять, учить уму-разуму (τινά Eur., Xen., Plat., Dem.): σεσωφρονίσθαι Plat. образумиться;
2) умерять, сдерживать, ограничивать (τὴν λαγνείαν λιμῷ Xen.): τῶν κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι Thuc. несколько ограничить государственные расходы; ἀμπνοὰς οὐ σ. Eur. бурно дышать.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωφρονίζω [σώφρων] van personen tot bezinning brengen, fatsoen bijbrengen, bescheidenheid leren, met acc..; ὡς..., ἢν... τις ὑβρίζῃ, σωφρονίζῃ opdat hij, als iemand te ver gaat, die persoon weer in het gareel brengt Xen. Cyr. 8.6.16; met inf..; ἵνα σωφρονίζωσιν τὰς νέας φιλάνδρους εἶναι opdat ze de jonge vrouwen het fatsoen bijbrengen dat ze hun man trouw moeten zijn NT Tit. 2.4; pass. tot de orde geroepen worden, tot bezinning komen:. κακωθῆναι... ἵνα σωφρονισθῶμεν βούλεται hij wil dat we ellende ondervinden zodat we nederigheid leren Thuc. 6.78.2; ἐσωφρονίσθη ἰδὼν ὅσα... hij kwam bij zinnen toen hij had gezien hoeveel... Luc. 45.79. van zaken beheersen, in de hand houden, matigen, beteugelen:. τῶν... κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι de kosten in de stad enigszins terugdringen om te besparen Thuc. 8.1.3; τὴν μὲν λαγνείαν αὐτῶν τῷ λιμῷ σωφρονίζουσι ze (tirannen) beteugelen hun wellust (nl. van de burgers) door honger Xen. Mem. 2.1.16; ἀμπνοὰς... οὐ σωφρονίζει hij heeft zijn ademhaling niet in de hand Eur. HF 869.

Middle Liddell

σωφρονίζω, σώφρων
1. to recal a person to his senses, to chasten, Eur., Xen., etc.:—Pass. to be chastened, to learn self-control, Thuc., etc.
2. of passions, to correct, moderate, Xen.; so, ς. ἀμπνοάς to pant less violently, Eur.; ἐς εὐτέλειαν ς. to reduce expenses, Thuc.