χατέω

From LSJ
Revision as of 02:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰτέω Medium diacritics: χατέω Low diacritics: χατέω Capitals: ΧΑΤΕΩ
Transliteration A: chatéō Transliteration B: chateō Transliteration C: chateo Beta Code: xate/w

English (LSJ)

Ep. Verb, used by Hom. only in pres.: later, impf.

   A χατέεσκε Nonn.D.4.56.    I c. inf., crave, need, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Od.13.280; δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι 15.376: abs., χατέοντί περ ἔμπης Il.15.399, cf. 9.518; μάλα περ χατέουσα Od.2.249.    II c. gen., want, have need of, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ' ἄνθρωποι 3.48; μάλα περ χατέοντες ἀρωγῆς Epic.Oxy.422, cf. AP5.301.20 (Agath.), 7.583 (Id.), etc.    III rarely c. acc. οἷά τε πολλὰ ἄνθρωποι χ. A.R.4.1557.

German (Pape)

[Seite 1340] nur praes. u. imperf., eigtl. den Mund aufthun (χαίνω, χάω), dah. verlangen, begehren, heftig wünschen; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Od. 13, 280, wie δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι 15, 376; absolut, wo der inf. aus dem Vorigen zu ergänzen ist, Il. 9, 518 Od. 2, 249; auch c. gen., bedürfen, nöthig haben, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ' ἄνθρωποι Od. 3, 48, u. öfter bei sp. D., Λάϊδος οὐ χατέων Agath. 3 (V, 302).

Greek (Liddell-Scott)

χᾰτέω: (ἴδε χήρα)· - Ἐπικ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. (πρβλ. χατίζω)· Ι. μετ’ ἀπαρ., ποθῶ, ἐπιθυμῶ θερμῶς, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι Ὀδ. Ν. 280· δμῶες χατέουσιν ἀντία δεσποίνης φάσθαι Ο. 376· ὡσαύτως ἀπολ., χατέοντί περ ἔμπης Ἰλ. Ο. 399, πρβλ. Ι. 518· μάλα περ χατέουσα Ὀδ. Β. 249. ΙΙ. μετὰ γεν., ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ἔχω ἀνάγκην τινός, πάντες δὲ θεῶν χατέουσ’ ἄνθρωποι Γ. 48, πρβλ. Ἀνθ. Π. 5. 302, 20, 7. 583, κλπ. ΙΙΙ. σπανίως μετ’ αἰτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1557.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
1 désirer vivement, avoir envie de, inf.;
2 avoir besoin de, gén..
Étymologie: DELG rac. *ghe- exprimant l’idée de « vide, manque », cf. χήρα, χώρα.

English (Autenrieth)

(cf. χάσκω): have need of, desire, beg, demand.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) (σε χρήση μόνον ο ενεστ.)
1. (με απρμφ.) επιθυμώ διακαώς, ποθώ να κάνω κάτι
2. (με γεν. και σπαν. με αιτ.) έχω ανάγκη από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χᾰτέω ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ghē- η οποία εμφανίζει διπλή σημ.: «είμαι άδειος, λείπω, απουσιάζω» (πρβλ. χήρα, πιθ. χῶρος) και «αφήνω, φεύγω, πηγαίνω» (πρβλ. κιχάνω, χάζω) και έχει σχηματιστεί κατά τους ενεστώτες σε -τέω (πρβλ. μα-τέω, δα-τέομαι, πα-τέομαι)].

Greek Monotonic

χᾰτέω: μόνο σε ενεστ.·
I. με απαρ., επιθυμώ πολύ να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., χατέοντί περ ἔμπης, σε Ομήρ. Ιλ.· μάλα περ χατέουσα, σε Ομήρ. Οδ.
II. με γεν., επιθυμώ, έχω ανάγκη από, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰτέω: (только praes.) хотеть, желать (ποιεῖν τι Hom.): χ. τινος Hom., Anth. нуждаться в ком-л.

Middle Liddell

χᾰτέω, only in pres.]
I. c. inf. to crave, long to do a thing, Od.; absol., χατέοντί περ ἔμπης Il.; μάλα περ χατέουσα Od.
II. c. gen. to crave, have need of, Od.