περιαιρέω

From LSJ
Revision as of 11:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαιρέω Medium diacritics: περιαιρέω Low diacritics: περιαιρέω Capitals: ΠΕΡΙΑΙΡΕΩ
Transliteration A: periairéō Transliteration B: periaireō Transliteration C: periaireo Beta Code: periaire/w

English (LSJ)

aor.

   A περιεῖλον Hdt.3.159, etc.:—take away something that surrounds, strip off, remove, c. acc. rei, τεῖχος Hdt.l.c., cf. 6.46, Th.1.108, 4.51, 133; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.3.96; π. τὸν χιτῶνα Arist.HA557b20; δέρματα σωμάτων π. strip skins off from... Pl.Plt.288e; αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες Id.Sph.264e; π. τινὰ αὐτοῦ τῆς ἐξουσίας Hdn.3.11.3; simply, take away from, τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν X.Cyr.2.1.21, etc.:—Med., take off from oneself, π. τὴν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, take off one's helmet, one's signet-ring, Hdt.2.151, 3.41; τὰς ταινίας Pl.Smp.213a; βυβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover] off one's letter, i. e. opening it, Hdt.3.128; π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὑτοῦ Lycurg.35: but Med. is freq. used like Act., strip off, take away, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα X. Cyr.8.1.47; εἴ τις περιελοιτο τῆς ποιήσεως τὸ μέλος Pl.Grg.502c (v.l. for περιέλοι) τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται D.19.220 ; ἁπάντων τὴν ἐλευθερίαν περιείλετο Id.18.65; περιείλοντό μου ὑποζύγια δύο PCair.Zen.659.7(iii B. C.):—Pass., to be taken off, τοὐπίβλημ' ἐπεὶ περιῃρέθη Nicostr.Com.15; τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Th.3.11; περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Pl.Phdr.231b; τείχη περιῃρημένα D.19.65.    2 make void, cancel a vow, LXXNu.30.13.    3 strike off, cancel an item in an account, PCair.Zen.147 (iii B. C.):—Pass., Sammelb.5136.8 (iii A. D.).    II Pass., c. acc. rei, to be stripped of a thing, have a thing taken off or away from one, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους D.3.31; περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα Id.21.138; τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Id.26.5: with acc. understood, περιαιρεθήσεσθαι ἤμελλον Epicur.Nat.15.34.

German (Pape)

[Seite 568] (s. αἱρέω), etwas Rundherumgehendes weg- oder abnehmen, σφέων τὸ τεῖχος περιεῖλε, er riß die Mauern ringsum nieder, Her. 3, 154. 6, 46; vgl. Thuc. 4, 133; Lys. 13, 14 u. Sp., wie Pol. 19, 1, 1; ὅπλα τινός, Einem die Waffen abnehmen, ihn entwaffnen, u. übertr., περιελῶ σ' ἀλαζονείας, Ar. Equ. 290; δέρματα σωμάτων, Plat. Polit. 288 e; αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες, Soph. 264 e; περιαιρετέον, Arist. oec. 2, 1. – Med. Etwas von sich abnehmen, ablegen, σφρηγῖδα, einen Ring abziehen, Her. 3, 41; auch wie das act., βιβλίον ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος, 3, 128, einen jeden Brief von allen Seiten lösend, ihn entsiegelnd; περιαιρούμενον τὰς ταινίας, Plat. Conv. 213 a, u. öfter; περιαιρεῖσθαί τινος τὰ ὅπλα, Xen. Cyr. 8, 1, 47. – Pass., περιῃρημένων τοσούτων κακῶν, Plat. Phaedr. 231 b; περιῄρηνται τοὺς στεφάνους, Dem. 26, 5, wie περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα, wenn ihm sein Hab und Gut genommen ist, 21, 138; Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περιαιρέω: ἀόρ. περιεῖλον, ἀπαρ. περιελεῖν. Ἀφαιρῶ τι περιβάλλον ἕτερον, ἀφαιρῶ ἐξωτερικόν τι περίβλημα, ἀφαιρῶ· μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τὰ τείχη Ἡρόδ. 3. 159, πρβλ. 6. 46, Θουκ. 1. 108., 4. 51, 133· πλήσας γὲ τὸ ἄγγος περιαιρέει τὸν κέραμον, ἀφαιρεῖ τὸ πήλινον ἀγγεῖον εἰς ὃ ὁ χρυσὸς τακεῖς ἐχύθη, Ἡρόδ. 3. 96· π. τὸν χιτῶνα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 4· π. δέρματα σωμάτων Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· αὐτοῦ τὰ κοινὰ πάντα περιελόντες ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 264Ε· ἀκολούθως ἁπλῶς, ἀφαιρῶ, «παίρνω» τῶν πολεμικῶν τὸ μελετᾶν Ξεν. Κύρ. 2. 1. 21, κτλ. - Μέσ., ἀφαιρῶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ, περ. τῆν κυνέην, τὴν σφρηγῖδα, ἀφαιρῶ τὴν περικεφαλαίαν μου, τὴν σφραγῖδά μου, Ἡρόδ. 2. 151., 3. 41· τὰς ταινίας Πλάτ. Συμπ. 213Α· οὕτω, βιβλίον περιαιρεόμενος, ἀφαιρῶν τὸ κάλυμμα τῆς ἐπιστολῆς, δηλ. ἀνοίγων τὴν ἐπιστολήν, Ἡρόδ. 3. 128· π. τὴν ἐξουσίαν τῆς ἀπολογίας αὐτοῦ Λυκοῦργ. 152. 24· - ἀλλὰ τὸ μέσον κεῖται συχνάκις ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ., ἀφαιρῶ, τὸ περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα Ξεν. Κύρ. 8. 1. 47· εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως τὀ μέλος Πλάτ. Γοργ. 502C· τὴν Ἀττικὴν ὑμῶν περιῄρηνται Δημ. 409. 18· ἁπάντων .. ἐλευθερίαν περιείλετο ὁ αὐτ. 246. 23, κτλ. - Παθ., ἀφαιροῦμαι, τοὐπίβλημ’ ἐπεὶ περιῃρέθη Νικόστρ ἐν «Κλίνῃ» 1, 3· τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, ὅτε τὸ ὑπόλοιπον ἀφηρέθη, Θουκ. 3. 11· περιῃρημένων τοσούτων κακῶν Πλάτ. Φαῖδρ. 231Β. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀπογυμνοῦμαι ἀπό τινος, ἀποστεροῦμαί τινος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Δημ. 37. 4· περιαιρεθεὶς τὰ ὄντα ὁ αὐτ. 559. 29 τοὺς στεφάνους περιῄρηνται ὁ αὐτ. 802. 5. - Περὶ τοῦ: περιελῶ σ’ ἀλαζονείας ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 290, ἴδε ἐν λέξ. περιελαύνω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περιαιρήσω, ao.2 περιεῖλον;
enlever autour, d’où
1 retirer qch qui enveloppe ; Pass. περιῃρημένοι χρήματα DÉM dépouillés de leurs ressources;
2 enlever qch qui entoure : τείχη HDT renverser ou raser des murs tout autour ; fig. faire disparaître, supprimer, abroger, acc.;
3 réfuter successivement, à tour de rôle, acc.;
Moy. περιαιρέομαι-οῦμαι;
1 ôter d’autour (de son doigt, de sa tête, de son corps, etc.) acc.;
2 ôter tout autour pour soi : βιβλίον HDT défaire les cordons qui entourent une lettre, càd ouvrir ; p. suite τινός τι dépouiller qqn ou qch de qch qui entoure.
Étymologie: περί, αἱρέω.

English (Strong)

from περί and αἱρέομαι (including its alternate); to remove all around, i.e. unveil, cast off (anchor); figuratively, to expiate: take away (up).

English (Thayer)

(περιάπτω) 1st aorist participle περιαψας; (from Pindar down);
1. to bind or tie around, to put around (περί, III:1); to hang upon, attach to.
2. to kindle a fire around (or thoroughly; see περικρύπτω, περικαλύπτω, περικρατής, περίλυπος, etc.) (Phalaris, epistle 5, p. 28): T WH Tr text

Greek Monotonic

περιαιρέω: μέλ. -ήσω, παρατ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ περι-εῖλον, απαρ. -ελεῖν·
I. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει, αφαιρώ εξωτερικό περίβλημα, παίρνω μακριά, αφαιρώ από, τὰ τείχη, σε Ηρόδ., Θουκ.· περιαιρέω τὸν κέραμον, αφαιρώ το πήλινο αγγείο μέσα στο οποίο περιχύθηκε ο χρυσός, σε Ηρόδ. — Μέσ., αφαιρώ από τον εαυτό μου, περιαιρέω τὴν κυνέην, βγάζω την περικεφαλαία μου, σε Ηρόδ.· βιβλίον περιαιρεόμενος, αφαιρώ (το κάλυμμα) από μια επιστολή, δηλ. την ανοίγω, στον ίδ.· αλλά η Μέσ. συχνά όπως ακριβώς η Ενεργ., αφαιρώ από, παίρνω μακριά, σε Ξεν., Πλάτ. — Παθ., αφαιρούμαι, τοῦ ἄλλου περιῃρημένου, όταν το υπόλοιπο έχει αφαιρεθεί, σε Θουκ.
II. Παθ. επίσης με αιτ. πράγμ., στερούμαι κάποιου πράγματος, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους, σε Δημ.· τοὺς στεφάνους περιῄρηνται, στον ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-αιρέω rondom wegnemen, afnemen, verwijderen:; τὸ τεῖχος περιεῖλον zij braken de muur rondom af Thuc. 1.108.3; δέρματα σωμάτων περιαιροῦσα de huid van lichamen stropend Plat. Plt. 288e; med. (van zichzelf); περιελόμενος τὴν κυνέην zijn helm afzettend Hdt. 2.151.2; περιαιρούμενον... τὰς ταινίας de linten rond zijn hoofd losmakend Plat. Smp. 213a; de omslag verwijderen:; τῶν βυβλίων ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος zijn (eigen) brieven een voor een openmakend Hdt. 3.128.3; pass.: περιαιρεῖται τὸ κάλυμμα de sluier wordt verwijderd NT 2 Cor. 3.16. wegnemen, afschaffen:; τῶν πολεμικῶν περιελὼν τὸ τόξῳ μελετᾶν bij de militaire training schafte hij de training met de boog af Xen. Cyr. 2.1.21; τὰ ἄλλα περιῄρει hij liet de rest terzijde Xen. Mem. 3.2.4; περιελεῖν ἁμαρτίας de zonden wegnemen NT Hebr. 10.11; med. net als act.:; περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα hun de wapens ontnemen Xen. Cyr. 8.1.47; pass.: περιῃρημένοι χρήματα beroofd van jullie bezit Dem. 3.31.

Russian (Dvoretsky)

περιαιρέω: (aor. 2 περιεῖλον - inf. περιελεῖν) med. тж. в знач. act.
1) снимать, удалять (τὸν χιτῶνα Arst.; δέρματα σωμάτων Plat.; τὸ κάλυμμα NT): περιελόμενος τὴν κυνέην Her. сняв с себя шлем; τῶν βιβλίων ἓν ἕκαστον περιαιρεόμενος Her. распечатывая каждую из грамот;
2) разрушать, срывать (τὸ τεῖχος π. Her., Thuc.);
3) поднимать (τὰς ἀγκύρας NT);
4) отнимать, лишать (ἐλευθερίαν τινὸς περιελέσθαι Dem.; περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπίς NT): π. τινα τὸ μελετᾶν Xen. освобождать кого-л. от забот; τὸ περιελέσθαι τινὸς τὰ ὅπλα Xen. обезоружение кого-л.; περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Dem. лишенные денег и союзников.

Middle Liddell

fut. ήσω perf. -ῄρηκα aor2 περι-εῖλον inf. -ελεῖν
I. to take off something that surrounds, take off an outer coat, take away, strip off, τὰ τείχη Hdt., Thuc.; π. τὸν κέραμον taking off the earthen jar into which the gold had been run, Hdt.:—Mid. to take off from oneself, π. τὴν κυνέην to take off one's helmet, Hdt.; βιβλίον περιαιρεόμενος taking [the cover off the letter, i. e. opening it, Hdt.:—but Mid. often just like Act. to strip off, take away, Xen., Plat.:—Pass. to be taken off, τοῦ ἄλλου περιῃρημένου when the rest has been taken away, Thuc.
II. Pass. also c. acc. rei, to be stript of a thing, περιῃρημένοι χρήματα καὶ συμμάχους Dem.; τοὺς στεφάνους περιῄρηνται Dem.

Chinese

原文音譯:periairšw 胚里-埃雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:周圍-舉起 相當於: (סוּר‎ / סָר‎ / שׂוּר‎)
字義溯源:除去四圍一切,脫下,除去,絕了,砍斷;由(περί / περαιτέρω)=周圍)與(αἱρέομαι)*=取為己有)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊,經過),而 (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (αἴρω) (ἀναιρέω) (ἀπαίρω)同義字
出現次數:總共(4);徒(2);林後(1);來(1)
譯字彙編
1) 除去(1) 來10:11;
2) 就除去了(1) 林後3:16;
3) 砍斷(1) 徒27:40;
4) 絕了(1) 徒27:20