μείγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:21, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μείγνυμι Medium diacritics: μείγνυμι Low diacritics: μείγνυμι Capitals: ΜΕΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: meígnymi Transliteration B: meignymi Transliteration C: meignymi Beta Code: mei/gnumi

English (LSJ)

or μίγνυμι, μ<ε>ίγνυσι Pl.Lg.691e; imper. μ<ε>ίγνυ Id.Phlb.63e:—also μ<ε>ιγνύω, Damox.2.60, Arist.HA627a23, Thphr. Lap.53, etc.: impf. ἐμ<ε>ίγνυν, pl. ἐμ<ε>ίγνυσαν (συν-) X.Cyr.8.1.46; poet. μ<ε>ίγνυον Pi.N.4.21: fut. μ<ε>ίξω Od.22.221 (μετα-), S.OC 1047 (lyr.), Pl.Phlb.64b: aor. ἔμ<ε>ιξα Archil.86, Pi.I.7(6).25, etc.; inf. μ<ε>ῖξαι Il.15.510: pf. μέμῐχα (συμ-) Plb.16.10.1, 38.13.5: plpf. ἐμεμίχειν [ῐ] (συν-) D.C.47.45:—Med. and Pass., μ<ε>ίγνυμαι Pl. Phd.113c: impf. ἐμ<ε>ίγνυντο (ἐπ-) Th.2.1: fut. μ<ε>ίξομαι Od.6.136, 24.314, μεμ<ε>ίξομαι Hes.Op.179, μ<ε>ιχθήσομαι Aeschin.1.166 (ἀνα-), Palaeph.13; also

   A μῐγήσομαι Il.10.365: aor. 1 ἐμίχθη ib.457, ἐμ<ε>ίχθην A.Supp.295, Hdt.2.181, Ph.Bel.70.5, etc.; inf. μιχθήμεναι Il. 11.438; but in Hom. and Att. more commonly aor. 2 ἐμίγην [ῐ]; Ep. μίγην Il.21.143; inf. μιγήμεναι 15.409, μιγῆν Parm.12.5; both forms in Trag., μ<ε>ιχθῆναι A.l.c., al. (v. infr.), μιγῆναι Id.Pr.738: Ep. aor. Pass. ἔμικτο Od.1.433, μίκτο Il.11.354, 16.813, A.R.3.1223; part. μίγμενος in trans. sense, Nic. Al.574: aor. Med. ἐμ<ε>ιξάμην Thphr. CP3.22.3: pf. μέμιγμαι Il.10.424, etc.; 3pl. ἀνα-μεμ<ε>ίχαται Hdt.1.146: plpf. ἐμέμικτο Il.4.438.—For the pres. and impf. Hom. and Hdt. always use μίσγω, which occurs once in Trag., S.Fr.271 (anap.), never in Com., sts. in Att. Prose, Th.6.104 (προς-), Thphr.Sens.43; part. μίσγων Pl.Ti.41d; also impf. ἔμισγον Th.3.22 (προς-), Pl.Ti. l.c.; also in later Prose, Plb.9.8.9 (προς-), 18.32.2, 31.17.5 (συμ-), PTeb.12.7, 18, 26.3 (συμ-, ii B. C.), etc.: Ep. impf. ἐμισγέσκοντο Od. 20.7. (In codd. usu. μι- in all tenses and derivs.; in Inscrr. and Pap. freq. μει-, e.g. μειγνύς Phld.Mus.p.13 K., μειγνύμενος Limen.14 (128/7 B.C.), ὀν-εμείχνυτο Sapph.Supp.20c.2 ( = pp.21,78 Lobel, ὀνεμίγνυτο ib.20b.4): fut. inf. συν-μείσχι[ν] IG12.920 (vi B. C.): aor. συνέμειξα PPetr.2p.64 (iii B. C.); inf. συμ-μεῖξαι PEleph.29.11 (iii B. C.): pf. Pass. μέμειγμαι Phld.Vit.p.34 J.: aor. Pass. ἐμείχθην A.Fr.99.5 (Pap. of ii B. C.), E.Antiop.iv B 45 (Pap. of iii B. C.), Phld.Po.2.12; similarly μεῖξις Id.Mus.p.65 K.; σύμ-μεικτος freq. in Att. Inscrr., IG 22.1388.63 (iv B. C.), al.; μεικτός PCair.Zen.292.25, al. (iii B. C.): μι- is found in συνανα-μιγνύμενα Phld.D.3.9, μιγνύωσι Id.Ir.p.41 K.: aor. inf. συμ-μῖξαι SIG568.6 (Halasarna, late iii B. C.): pf. part. Pass. μεμιγμένος Wilcken Chr.198.12 (iii B. C.): aor. part. Pass. μιχθείς Pae.Erythr.5 (iv B. C. and ii A. D., v. l. μει- ii A. D.); similarly σύμ-μικτος AJA31.350 (vase, v B. C.); the oldest forms were prob. μίσγω μείξω ἔμειξα μέμιγμαι ἐμίχθην (μίκτο) μεῖγμα μίξις μικτός (cf. the forms of τεύχω, φεύγω, etc.); the μει- forms already in v B. C. had encroached, and after 150 B.C. were freq. written μι- (i. e. μῑ-)):—mix, strictly of liquids, οἶνον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ Od.1.110, etc.; also of a solid and liquid, θρόμβῳ δ' ἔμ<ε>ιξεν αἵματος φίλον γάλα A.Ch.546; of two solids, ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ Od.11.123; also μ. ἐκ γῆς καὶ πυρός Pl.Prt. 320d; μ<ε>ιγνὺς [ταῦτα] μετὰ τῆς οὐσιας Id.Ti.35b:—Med. for Act., AP7.44 (Ion), Nic.Th.603:—Pass., v. infr. B.    II generally, join, bring together, in various ways:    1 in hostile sense, μ<ε>ῖξαι χεῖράς τε μένος τε join battle hand to hand, Il.15.510; μ<ε>ίξαντες… Ἄρευα Alc.31; Κόλχοισι βίαν μ. Pi.P.4.213; χερσὶν ἐναντία χεῖρας ἔμ<ε>ιξεν A.R.2.78; Ἄρη μ<ε>ίξουσιν S.OC1047 (lyr.):—Pass., μ<ε>ιγνυμένου πολέμου Callin.1.11.    b in good sense, ἀλώπηξ καἰετὸς ξυνωνίην ἔμ<ε>ιξαν Archil.86.    2 bring into connection with, make acquainted with, ἄνδρας… μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι Od.20.203; Καδμεῖοί νιν… ἄνθεσι μ<ε>ίγνυον covered him with flowers, Pi.N.4.21; reversely, ᾧ πότμον… Ἄρης ἔμ<ε>ιξεν upon whom A. brought death, Id.l.7(6).25.    B Pass., with fut. Med. μείξομαι (v. sub init.):—to be mixed up with, mingled among, προμάχοισιν ἐμίχθη Il.5.134, etc.; ἐνὶ προμάχοισι μιγέντα Od.18.379; [σῆμα] οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ 8.196; ἐώλπει μ<ε>ίξεσθαι ξενίῃ hoped to hold intercourse in guest-friendship, 24.314; Τρώεσσιν ἐν ἀγρομένοισιν ἔμιχθεν Il.3.209, cf. 10.180; ἐν ταῖς κακαῖσιν ἁγαθαὶ μεμ<ε>ιγμέναι E.Ion399; hold intercourse with, live with, Od.7.247, etc.; ἐμίσγετο δαίμονι δαίμων Emp.59.1; αἷς οὐ μ<ε>ίγνυται θεῶν τις A.Eu.69: abs., hold intercourse, θάμ' ἐνθάδ' ἐόντες ἐμισγόμεθ' Od.4.178.    b to be mixed or compounded, μεμ<ε>ιγμένον μέλι σὺν γάλακτι Pi.N.3.77; Κύπριδος ἐλπὶς… μειγνυμένα Διονυσίοισι δώροις B.Scol.Oxy.1361 Fr.1.9; σύλλογος νέων καὶ πρεσβυτέρων μεμ<ε>ιγμένος Pl.Lg.951d, cf. E.Fr.997; μεμ<ε>ιγμένην πολιτείαν ἐκ κακοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ Pl.R.548c; ἔκ τε ταὐτοῦ καὶ θατέρου καὶ τῆς οὐσίας μ. Id.Ti. 35b.    2 to be brought into contact with, κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη his head wasrolled in the dust, Il.10.457, Od.22.329; ὅτ' ἐν κονίῃσι μιγείης Il.3.55; οὐδ' ἔτ' ἔασε [ἔγχος]… μιχθήμεναι ἔγκασι φωτός she let not the spear reach them, 11.438; κλισίῃσι μιγήμεναι 15.409; ἐς Ἀχαιοὺς μίσγετο went to join them, 18.216; ἔσω μίσγεσθαι to come among us in the house, Od.18.49; μίσγεσθαι ὑπὲρ ποταμοῖο to join the rest across the river, Il.23.73: freq. in Pi. in various senses, c. dat. (with or without ἐν), come to, ἔν τ' Ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν P.4.251; Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ib.257; ἐν αἱμακουρίαις μέμικται is present at that feast, O.1.91; φύλλοις ἐλαιᾶν μιχθέντα, στεφάνοις ἔμιχθεν (3pl.), come to, i.e. win, the crown of victory, N.1.18, 2.22; μ. εὐλογίαις I.3.3; μ. ἐν τιμαῖς ib.2.29; μ. θάμβει to be affected by amazement, N.1.56; also βροτοὶ ξὺν κακοῖς μεμ<ε>ιγμένοι S.El.1485.    3 in hostile sense, mix in fight, Il.4.456, cf. Od.5.317; ἐν δαΐ, ἐν παλάμῃσι μ., Il.13.286, 21.469.    4 in Hom. and Hes. most freq. of the sexes, have intercourse with, both of the man and the woman, sts. abs., Il.9.275, etc.: more freq. μιγῆναί τινι, of the man, 21.143, etc.; of the woman, Od.1.73; ἄρσενι θῆλυ μιγῆν Parm.12.5, cf. Pi.P.3.14, al.; but in Trag. only of the man, as μητρὶ μ<ε>ιχθῆναι, μιγῆναι, S.OT791, 995; but in Com. μ<ε>ιγνυμένας τοῖσιν ἀδελφοῖς Ar.Ra.1081 (anap.): in Prose pres. μίσγεσθαι in this sense, of the man, Hdt.2.64, etc.; of the woman, Id.1.5, 199, Od.22.445; in full, φιλότητί τινι μιγῆναι, of the man, Il.6.165; of the woman, ib.161, Hes.Th.927, 970, etc.; ἐμισγέσθην φ., of the two, Il.14.295; ἐν φιλότητι μίσγεσθαι (with or without τινι), of the man, 2.232, 24.131; of the woman, h.Hom.33.5; Διὸς φιλότητι μιγῆναι, Διὸς ἐν φ. μ., of the woman, Hes.Th.920, h.Merc.4; σῇ φ. μ., of the man, h.Ven.150; εὐνῇ μ., of the man, Od. 1.433; φιλότητι καὶ εὐνῇ, of the man, Il.3.445, cf. Od.15.420; of the woman, 5.126; but ἐν ἀγκοίνῃσι Διός 11.268: c. acc. cogn., φιλότης... ἣν ἐμίγης Il.15.33.—The aor. I is not used in this sense by Hom., but occurs in the Hymns, h.Ven.46, al.; the aor. I is more freq. in Hes. and Pi. (Cf. Lat. misceo, Skt. meksáyati 'stir', miśrás 'mixed'.)

English (Slater)

μείγνυμι (μειγνύντων (μίγ. codd. Plut.); μειγνύμεν (μιγ. codd. Plut.): impf. μείγνυον (μίγ. codd.): aor. ἔμειξεν (ἔμιξ. codd., Π); μεῖξαι (μῖξ. codd.): pass. μείγνυνται (μίγ. codd. Dion. Hal.); μειγνύμενον (μιγ. codd.): impf. ἐμείγνυτ (ἐμίγ. codd.), ἐμείγνυντο (ἐμίγ. codd. Plut.): aor. 1, μίχθη, ἔμιχθεν; μιχθείς, -έντα, -έντες, -εῖσα; aor. 2, μᾰγεν; μᾰγεῖς(α): pf. μέμικται; μεμιγμένον; μεμίχθαι: μι passim codd., Π: μει Schr.: it is uncertain whether μι or μει should be written in aor. 1 pass. and pf. pass.: also pass. μίσγονται; μισγομέναν.)
   1 mingle
   1 c. acc. and dat.,
   a mingle with ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται (Schr.: μίγνυται, μίγνυνται codd. Dion. Hal.) fr. 75. 17. met., ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν (sc. αὐλοῖς, simm., Wil.: μίγνυμεν codd. Plutarchi: corr. Stephanus, Schr.) *fr. 107b. 1.* pass., ἔχει συγγενὴς ὀφθαλμὸς αἰδοιότατον γέρας τεᾷ τοῦτο μειγνύμενον φρενὶ (Schr.: μιγν. codd.: i. e. with the addition of your wisdom ) (P. 5.19)
   b bring to, among ναόν· τὸν μὲν Ὑπερβορ[έοις] ἄνεμος ζαμενὴς ἔμειξ[ (Schr.: εμιξ[ Π: cf. Paus., 10. 5. 9, of the second Delphic temple of Apollo, πεμφθῆναι ἐς Ὑπερβορέους φασὶν ὑπὸ τοῦ Ἀπόλλωνος) Πα.… θύματα μειγνύντων πυρὶ τηλεφανεῖ (Schr.: μιγν. codd. Plutarchi) Θρ. 7. 9. met., inflict upon, Κόλχοισιν βίαν μεῖξαν (Schr.: μῖξαν codd.: “intellego de ludis dictum,” Schr.) (P. 4.213) μάτρωι χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄργς ἔμειξεν (I. 7.25) pass., καὶ Λακεδαιμονίων μιχθέντες ἀνδρῶν ἤθεσιν ἔν ποτε Καλλίσταν ἀπῴκησαν χρόνῳ νᾶσον being brought among the habitations of the Spartans (P. 4.257), cf. (P. 4.251)
   c
   I crown with λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα (N. 1.18) Κορινθίων ὑπὸ φωτῶν ἐν ἐσλοῦ Πέλοπος πτυχαῖς ὀκτὼ στεφάνοις ἔμιχθεν ἤδη (N. 2.22) Ἀμφιτρύωνος ἀγλαὸν παρὰ τύμβον Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον (Schr.: μίγνυον codd.) (N. 4.21) ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι (I. 3.3)
   II pass., be affected by ἔστα δὲ θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε μιχθείς (N. 1.56)
   d contract a marriage, for, between pers. ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος (v. l. μιχθέντι) (P. 9.13) καταίνησάν τε κοινὸν γάμον γλυκὺν ἐν ἀλλάλοισι μεῖξαι (μῖξαι, μίξειν codd.: corr. Schr.) (P. 4.223)
   2 c. ἐν + dat., pass., met., come into touch with ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (zeugma of senses 1. b and 4. b is intended) (P. 4.251) and so be endowed with νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις μέμικται (sc. Πέλοψ) (O. 1.91) (Ὀλυμπία) ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν (I. 2.29)
   3 c. σὺν + dat., pass., be mixed, combined with ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι (N. 3.77)
   4 pass. mingle together
   a abs. ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά (Stephanus: ἥρως ἐμίγνυτο codd. Plutarchi) fr. 187.
   b c. dat., be united with of sexual intercourse. (Πιτάνα). ἅ τοι Ποσειδάωνι μιχθεῖσα Κρονίῳ λέγεται παῖδα τεκέμεν (O. 6.29) Ῥόδῳ ποτὲ μιχθεὶς τέκεν ἑπτὰ παῖδας (O. 7.71) Ὀλύμπιος ἁγεμὼν θύγατρ' Ὀπόεντος ἀναρπάσαις ἕκαλος μίχθη (O. 9.59) Κένταυρον, ὃς ἵπποισι Μαγνητίδεσσιν ἐμείγνυτ (Schr.: ἐμίγνυτ codd.) (P. 2.45) πρόσθεν ἀκερσεκόμᾳ μιχθεῖσα Φοίβῳ (P. 3.14) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) τέκε οἱ καὶ Ζηνὶ μιγεῖσα δαίφρων ἐν μόναις ὠδῖσιν Ἀλκμήνα (P. 9.84) ποντίαν θεὸν Ζηνὶ μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (I. 8.35) ]μιγεῖσ' α[ Πα. 7. a. 1. τᾶςκράτιστος ἐράσσατο μιχθεὶς τοξοφόρον τελέσαι γόνον[ Πα. 7B. 51. ]κόρα μιγεῖσ' ὠκεανοῦ Μελία σέο, Πύθι[ε (λέχει supp. G-H.) Πα.… Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.

Spanish

mezclar, unir, juntar

Greek Monolingual

μείγνυμι (Α)
βλ. μιγνύω.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: mix, bring together, connect, midd. mix with each other, convene in battle (Il.).
Other forms: (-μιγ-, s. below; posthom.), -ύω (X., Arist.), μίσγω (Hom., IA. usw.), ὀνεμείχνυτο (Sapph.), aor. μεῖξαι, midd. (ep.) μίκτο (σ- or root aor., Schwyzer 751, Chantraine Gramm. hom. 1, 383), pass. μιγῆναι with fut. -ήσομαι, μ(ε)ιχθῆναι with -ήσομαι, fut. μείξω, -ομαι, perf. midd. μέμ(ε)ιγμαι; act. (hell.) μέμιχα.
Compounds: Very often with prefix, e.g συν-, ἐπι-, κατα-, ἀνα-. As 1. member in governing compp. μ(ε)ιξ(ο)-, e.g. μιξ-έλληνες pl. mixed-, halfhellenes (Hellanik., hell.), μ(ε)ιξό-θροος mixing the crying, with mixed crys (A.); also μισγ-, esp in μισγ-άγκεια f. place, where clefts meet (Δ 453), from *μισγ-αγκής, s. Schwyzer 442, Sommer Nominalkomp. 174 f., Chantraine Gramm. hom. 1, 15. As 2. member in παμ-, ἀνα-, συμ-μιγής etc. (IA.); from there μιγής (Nic-.; Schwyzer 426 a. 513), ἀνα-, ἐπι-μίξ adv. mixed (Il.).
Derivatives: Few derivv. 1. (σύμ-) μεῖξις (-ι-) mixing etc. (IA.; Holt Les noms d'action en -σις 100 A. 2); 2. μεῖγμα (-ί-) mixing (Emp., Anaxag., Arist.; μεῖχμ[α] Alc.); 3. ἐπιμ(ε)ιξία, -ίη mixing, intercourse (IA.); from ἐπίμ(ε)ικ-τος. 4. μιγάς, -άδος m. f. mixed, together (Att.). 5. Several adverbs: (σύμ-)μίγα, μιγά-δην, -δις, μίγ-δα, -δην (ep. poet.). 6. μιγάζομαι mix, unite (θ 271 : μίγα, μιγάς; Schwyzer 734).
Origin: IE [Indo-European] [714] *meiǵ\/ḱ- mix.
Etymology: Whether μίγνυμι, which is fequent in mss., is an original zero grade, is very doubtful. Prob. μείγνυμι, built after μεῖξαι, μείξω was early (Schwyzer 697 w. n. 5). Also for other, in principle zero grade forms (μίξις, (σύμ) -μικτος, μέμιγμαι) the full grade is often found, μεῖξις etc. For the media in μίσγω, if from *μίγ-σκ-ω (diff. Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718: from *μι-μσγ-ω to Lat. mergō etc.), μιγῆναι, μίγα all other languages have tenuis, IE *m(e)iḱ-: Skt. miś-rá- = Lith. mìš-ras mixed, Balt., e.g. Lith. miešiù, miẽšti mix, Slav. (caus.), e.g. OCS měšǫ, měšiti mix. An iranian maēz- (IE *meiǵ-) in the sense of mix, adopted by Smith Lang. 4, 178ff. because of Y. 44, 20, does not exist, s. Humbach Münch. Stud. 2, 7, where de form is connected from maēz- urinate. A sḱ-present is also well represented in the West: Lat. misceō, OIr.mesc(a)id mixes, dips in, confuses, Germ., e.g. OHG miscan, NHG mischen (if not Lat. LW [loanword]). The νυ-present however is limited to Greek (so prob. innovation). The nasalinfixed GAv. minaš-, mostly rendered as you shall mix (pres. myāsa-), is by Humbach l.c. also derived from maēz- urinate. Indian has a reduplicated s-formation in mí-mikṣ-ati mix (prob. prop. desiderative), with perf. mimikṣé, caus. mekṣayati. On themselves stand the full grade forms Skt. pres. myakṣati = Av. myāsa-; on the root analysis s. Kuiper Nasalpräs. 123. Also the aorist μεῖξαι is isolated as well as μιγῆναι and the other forms with γ, which is prob. due to assimilation. -- Details in WP. 2, 244f., Pok.714, W. -Hofmann and Ernout-Meillet s. misceō, Fraenkel s. miẽšti, Vasmer s. mesítь.

Frisk Etymology German

μείγνυμι: {meígnumi}
Forms: (-ί-, s. unten; nachhom.), -ύω (X., Arist. u. a.), μίσγω (Hom., ion. att. usw.), ὀνεμείχνυτο (Sapph.), Aor. μεῖξαι, Med. (ep.) μίκτο (σ- od. Wz. aor., Schwyzer 751, Chantraine Gramm. hom. 1, 383), Pass. μιγῆναι mit Fut. -ήσομαι, μ(ε)ιχθῆναι mit -ήσομαι, Fut. μείξω, -ομαι, Perf. Med. μέμ(ε)ιγμαι; Akt. (hell.) μέμιχα,
Grammar: v.
Meaning: ‘mischen, unter-, durcheinander bringen, verbinden’, Med. sich mischen, verkehren, im Kampfe zusammentreffen (seit Il.).
Composita : sehr oft mit Präfix, z.B. συν-, ἐπι-, κατα-, ἀνα-, Als Vorderglied in verbalen Rektionskompp. μ(ε)ιξ(ο)-, z.B. μιξέλληνες pl. ‘Misch-, Halbhellenen’ (Hellanik., hell.), μ(ε)ιξόθροος das Geschrei mischend, mit gemischtem Geschrei (A.); auch μισγ-, namentlich in μισγάγκεια f. Stelle, wo sich die Schluchten vermischen, Kesselschlucht (Δ 453), von *μισγαγκής, s. Schwyzer 442, Sommer Nominalkomp. 174 f. m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 15. Als Hinterglied in παμ-, ἀνα-, συμμιγής usw. (ion. att.); daraus μιγής (Nil-.; Schwyzer 426 u. 513), ἀνα-, ἐπιμίξ Adv. durcheinander (seit Il.).
Derivative: Wenige Ableitungen. 1. (σύμ- u. a.) μεῖξις (-ι-) Vermischung (ion. att.; Holt Les noms d’action en -σις 100 A. 2); 2. μεῖγμα (-ί-) Mischung (Emp., Anaxag., Arist. usw.; μεῖχμ[α] Alk.); 3. ἐπιμ(ε)ιξία, -ίη ‘Vermischung, Ver- kehr’ (ion. att.); von ἐπίμ(ε)ικτος. 4. μιγάς, -άδος m. f. gemischt, untereinander (att. usw.). 5. Mehrere Adverbia: (σύμ-)μίγα, μιγάδην, -δις, μίγδα, -δην (vorw. ep. poet.). 6. μιγάζομαι sich vermischen, vereinigen (θ 271 : μίγα, μιγάς; Schwyzer 734 m. Lit.).
Etymology : Ob in dem handschriftl. gewöhnlich gebotenen μίγνυμι sich eine ursprüngliche Schwundstufe erhalten hat, ist sehr fraglich. Wahrscheinlich war das nach μεῖξαι, μείξω gebildete μείγνυμι schon früher da (Schwyzer 697 m. A. 5 u. Lit.). Auch für andere, im Prinzip schwundstufige Formen (μίξις, (σύμ) -μικτος, μέμιγμαι) kommt wenigstens als alternative Schreibung die sekundäre Hochstufe μεῖξις usw. in Betracht. Der in μίσγω, wenn aus *μίγσκω (anders Wackernagel KZ 33, 39 = Kl. Schr. 1, 718: aus *μιμσγω zu lat. mergō usw.), μιγῆναι, μίγα erscheinenden Media steht in allen anderen Sprachen die entsprechende Tenuis, idg. m(e)iḱ- gegen-über: aind. miś-- = lit. mìš-ras vermischt, balt., z.B. lit. miešiù, miẽšti mischen, vermengen, slav. (Kaus.), z.B. aksl. měšǫ, měšiti mischen. Ein iranisches maēz- (idg. meiĝ-) im Sinn von mischen, von Smith Lang. 4, 178ff. wegen Y. 44, 20 angenommen, existiert nicht, s. Humbach Münch. Stud. 2, 7, wo die betreffende Form zu maēz- harnen gezogen wird. Ein sḱ-Präsens ist auch im Westen stark vertreten: lat. misceō, air. mesc(a)id mischt, taucht ein, verwirrt, germ., z.B. ahd. miscan, nhd. mischen (wenn nicht lat. LW). Dagegen ist das νυ-Präsens auf das Griech. beschränkt (mithin wohl Neubildung). Das nasalinfigierte g. aw. minaš-, gewöhnlich mit du sollst mischen wiedergegeben (Präs. myāsa-), wird von Humbach a.a.O. ebenfalls zu maēz- harnen gestellt. Das Indische bietet eine reduplizierte s-Bildung in -mikṣ-ati mischen (wohl eig. Desiderativ), wozu Perf. mimikṣé, Kaus. mekṣayati. Für sich stehen die hochstufigen Formen aind. Präs. myakṣati = aw. myāsa-; zu der daran anknüpfenden Wurzelanalyse s. Kuiper Nasalpräs. 123. Auch der Aorist μεῖξαι steht isoliert ebenso wie μιγῆναι und die übrigen Formen mit γ, das wahrscheinlich durch Assimilation mit einem folgenden tönenden Konsonanten entstand. — Einzelheiten m. reicher Lit. bei WP. 2, 244f., Pok.714, W. -Hofmann und Ernout-Meillet s. misceō, Fraenkel s. miẽšti, Vasmer s. mesítь.
Page 2,192-193

Chinese

原文音譯:m⋯gnumi 米格匿米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:混合 相當於: (רָקַח‎)
字義溯源:調混*,調和,混合,攙,攙雜。比較: (κεράννυμι)=混合
同源字:1) (ἕλιγμα / μίγμα / σμῆγμα / σμίγμα)混合物 2) (μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)調混 3) (συναναμείγνυμι)調合在一起
出現次數:總共(4);太(1);路(1);啓(2)
譯字彙編
1) 攙(2) 路13:1; 啓8:7;
2) 攙雜著(1) 啓15:2;
3) 調和的(1) 太27:34