Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερημερία

From LSJ
Revision as of 15:20, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερημερία Medium diacritics: ὑπερημερία Low diacritics: υπερημερία Capitals: ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ
Transliteration A: hyperēmería Transliteration B: hyperēmeria Transliteration C: yperimeria Beta Code: u(perhmeri/a

English (LSJ)

ἡ, Boeot. ὑπερᾱμερία (v. infr.), οὑπερᾱμερία IG7.3172.58, al. (Orchom., iii B. C.), ὁπερᾱμερία ib.3054.10,13 (Lebad.): —

   A a being over the day, i. e. as law-term, default caused by non-observance of the latest term for payment, μελλούσης μοι ἤδη ἐξήκειν τῆς ὑ. the term of my borrowing (my stay of execution) being about to expire, D.47.49; ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑ. defer it, ib.50:—hence,    2 forfeiture of recognizances, distress, εἰληφότες τῇ ὑπερημερίᾳ having seized it by virtue of this right, Id.33.6; κατὰ τὴν ὑ. Id.30.27; also, the amount so forfeited, ὑπερημερίαν πρᾶξαι Thphr.Char.10.10; and, a document declaring such forfeiture, τᾶν ὑπερᾱμεριάων (Boeot. gen. pl.) τᾶν ἰωσάων (i. e. οὐσῶν) κὰτ τᾶς πόλιος IG7.3172.115 (Orchom., iii B. C.); also, penalty for unpunctual delivery, ib.42(1).113.7 (Epid.), 103.74, al. (ibid., iv B. C.), καταστήσας τὸ σῶμα ἀφείσθω τῆς ὑ. PMich.Zen.70.9, cf. 14 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1195] ἡ, Uebertägigkeit, Verabsäumung eines gerichtlich festgesetzten Tages, bes. eines Zahlungstermins, auch die darauf folgende Auspfändung; κατὰ τὴν ὑπερημερίαν λαβεῖν ἀνδράποδον, Dem. 30, 27; τῇ ὑπερημερίᾳ εἰληφότες ναῦν 33, 6, und öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερημερία: ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν τὴν ἡμέραν, ὡς δικανικὸς ὅρος, ἡ ὑπέρβασις τῆς ἡμέρας τῆς ὡρισμένης διὰ πληρωμήν, ὑπέρβασις τῆς προθεσμίας, ἡ ὑπ. ἐξήκει, ἡ προθεσμία ἔχει παρέλθῃ. Δημ. 1154. 8· ἀναβάλλεσθαι τὴν ὑπ. αὐτόθι 17· - ὅθεν, 2) κατάσχεσις καὶ πώλησις τῶν ὑπαρχόντων ἕνεκα τῆς παρόδου τῆς πρὸς πληρωμὴν προθεσμίας, λαμβάνειν τι ὑπερημερίᾳ, παραλαμβάνειν τι τῷ δικαιώματι τῆς ὑπερημερίας, ὁ αὐτ. 894. 8· κατὰ τὴν ὑπ. ὁ αὐτ. 871. 11· ὑπερημερίαν πρᾶξαι Θεοφρ. Χαρ. 10.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. retard au delà du jour fixé pour le paiement d’une dette ou l’acquittement d’une obligation;
II. 1 action contre un débiteur en retard;
2 intérêts moratoires, dus par un débiteur en retard.
Étymologie: ὑπερήμερος.

Greek Monolingual

η / ὑπερημερία, ΝΑ, και βοιωτ. τ. ὑπεραμερία και οὑπεραμερία και όπεραμερία, Α
1. η εκπρόθεσμη εκπλήρωση υποχρέωσης
2. η κατάσχεση και πώληση τών υπαρχόντων ενός προσώπου ως συνέπεια της παρέλευσης της προθεσμίας για πληρωμή τών οφειλών του
νεοελλ.
1. (νομ.) υπαίτια καθυστέρηση καταβολής ή αποδοχής της παροχής
2. φρ. α) «υπερημερία οφειλέτη»
(νομ.) η παράνομη καθυστέρηση της παροχής από γεγονός για το οποίο ευθύνεται ο οφειλέτης
β) «υπεριμερία δανειστή»
(νομ.) η νομική κατάσταση που δημιουργεί ο δανειστής όταν αυθαίρετα αρνείται την προσήκουσα παροχή ή αρνείται να συμπράξει στην εκτέλεσή της όταν η σύμπραξη αυτή αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση εκπλήρωσης της οφειλής από τον οφειλέτη
αρχ.
1. πρόστιμο που επιβαλλόταν στην περίπτωση της μη εμπρόθεσμης παράδοσης ή διανομής αντικειμένων
2. καταπόνηση, εξάντληση
3. έγγραφο με το οποίο δηλωνόταν κατάσχεση
4. φρ. α) «λαμβάνω τι ὑπερημερίᾳ» — παραλαμβάνω κάτι με το δικαίωμα της κατάσχεσης (Δημοσθ.)
β) «ὑπερημερίαν πράττω» — ενεργώ κατάσχεση λόγω εκπρόθεσμης εκπλήρωσης υποχρέωσης (Θεόφρ.).

Greek Monotonic

ὑπερημερία: ἡ, υπέρβαση ημερομηνίας· ως δικανικός όρος, υπέρβαση προθεσμίας πληρωμής, σε Δημ.
2. στέρηση, δήμευση, κατάσχεση υπαρχόντων, κατάσχεση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερημερία: ἡ юр. просрочка (платежа), неуплата в срок Dem.

Middle Liddell

ὑπερημερία, ἡ,
1. a being over the day: as law-term, the latest day for payment, Dem.
2. forfeiture of recognisances, a distress, Dem. [from ὑπερήμερος