προεργάζομαι

From LSJ
Revision as of 17:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεργάζομαι Medium diacritics: προεργάζομαι Low diacritics: προεργάζομαι Capitals: ΠΡΟΕΡΓΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: proergázomai Transliteration B: proergazomai Transliteration C: proergazomai Beta Code: proerga/zomai

English (LSJ)

Med. with pf. Pass.,

   A work beforehand, τῷ βαρβάρῳ Hdt.2.158; work or till beforehand, τῷ σπόρῳ νεόν X.Oec.20.3:—pf. also in pass. sense, to be done before, τὰ προειργασμένα Antipho 2.2.12, Th.2.89, 8.65; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, X.An.6.1.21; τὸ ὀψώνιον… τοῦ -ειργασμένου χρόνου OGI266.8 (Pergam., iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 721] dep. med., vorher thun, bearbeiten, Her. 2, 158; γῆν, vorher das Land bestellen, Xen. Oec. 20, 3, zw. – Das perf. in pass. Bdtg, προειργασμένη δόξα, vorher erworben, Xen. An. 5, 9, 21; καταλαμβάνουσι τὰ πλεῖστα τοῖς ἑταίροις προειργασμένα, Thuc. 8, 65, vgl. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

προεργάζομαι: ἀποθ., μετὰ πρκμ., ποιῶ ἢ ἐργάζομαί τι πρότερον, τινί τι Ἡρόδ. 2. 158· ἐργάζομαι ἢ καλλιεργῶ προηγουμένως, Ξεν. Οἰκ. 20, 3· ― πρκμ. καὶ ἐπὶ παθ. σημασ., εἶμαι εἰργασμένος πρότερον, Ἀλκίφρων 117. 31· οὕτω, τὰ προειργασμένα προηγούμενα κατορθώματα, πρότερα ἔργα, Θουκ. 2. 89, πρβλ. 8. 65· ἡ προειργασμένη δόξα, δόξα κτηθεῖσα πρότερον, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 21.

French (Bailly abrégé)

1 travailler d’avance, préparer, acc.;
2 accomplir d’avance ou auparavant ; au sens Pass. τὰ προειργασμένα THC les hauts faits antérieurs ; δόξα προειργασμένη XÉN gloire acquise à force de travail;
3 travailler pour, dans l’intérêt de, τινι.
Étymologie: πρό, ἐργάζομαι.

Greek Monolingual

ΝΑ
επεξεργάζομαι ή κατεργάζομαι κάτι εκ τών προτέρων κατασκευάζω εκ τών προτέρων, κάτι
νεοελλ.
προπαρασκευάζω, προετοιμάζω, προκαταρτίζω
αρχ.
1. (στη γεωργία) καλλιεργώ προηγουμένως
2. παθ. ολοκληρώνομαι προηγουμένως.

Greek Monotonic

προεργάζομαι: αποθ. με μέλ. -άσομαι, παρακ. -είργασμαι· κάνω κάτι ή εργάζομαι από πριν, σε Ηρόδ., Ξεν.· παρακ. επίσης με Παθ. σημασία, τὰ προειργασμένα, τα προηγούμενα κατορθώματα, σε Θουκ.· ἡπροειργασμένη δόξα, η δόξα που κερδήθηκε από πριν, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εργάζομαι voorwerk verrichten:; τῷ βαρβάρῳ π. voorwerk verrichten voor de buitenlander Hdt. 2.158.5; perf. pass..; τὴν προειργασμένην δόξαν ἀποβαλεῖν de reeds verworven reputatie verliezen Xen. An. 6.1.21; ptc. subst. τὰ προειργασμένα vroegere daden.

Russian (Dvoretsky)

προεργάζομαι: заранее делать, подготовлять: π. τινι Her. стараться для кого-л.; τῷ σπόρῳ νεὸν π. Xen. подготовлять целину для посева; τὰ προειργασμένα Thuc. совершенные дела; ἡ προειργασμένη δόξα Xen. ранее приобретенная слава.

Middle Liddell

Dep. with fut. άσομαι perf. -είργασμαι
to do or work at beforehand, Hdt., Xen.:—perf. also in pass. sense, τὰ προειργασμένα former deeds, Thuc.; ἡ προειργασμένη δόξα glory won before, Xen.