καλοκἀγαθία
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ἡ,
A the character and conduct of a καλὸς κἀγαθός (v. καλοκἀγαθός), nobleness, goodness, X.Mem.1.6.14, Arist.EN 1124a4, al., Poll.4.10; freq. in Inscrr., ἁ ποτὶ τοὺς Ἕλλανας κ. SIG 558.15 (Ithaca, found at Magn. Mae.); ἀρετᾶς ἕνεκεν καὶ κ. τᾶς εἴς τινας ib.649 (Olymp.); τῆς πόλεως κ., opp. ἡ Φιλίππου κακία, D.18.93, cf. lsoc.1.6, D.25.24; opp. ῥᾳδιουργία, X.Ages.11.6: pl., ἀρεταὶ καὶ κ. Phld.Rh.2.33S.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, das Wesen, die Tugend des καλὸς καὶ ἀγαθός, Rechtschaffenheit, Biederkeit; Xen. Mem. 1, 6, 14; Din. 3, 18; Ggstz κακία, Isocr. 1, 6, u. πονηρία, Dem. 25, 24; Arist. Eth. 4, 7. 10, 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
parfaite honnêteté, probité scrupuleuse.
Étymologie: καλοκἀγαθός.
Greek Monolingual
η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) καλοκάγαθος
η ιδιότητα του καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία του καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια
αρχ.
εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και ευγενής συμπεριφορά, φιλάνθρωπη διαγωγή («ἡ τῆς πόλεως καλοκἀγαθία», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
κᾰλοκἀγᾰθία: ἡ, ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του καλὸς κἀγαθός, ευγένεια, καλοσύνη, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰλοκἀγᾰθία: ἡ нравственная чистота, безукоризненная честность, порядочность, благородство Xen., Arst., Dem. etc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλοκἀγαθία -ας, ἡ [καλοκἀγαθός] het gedrag van een perfecte gentleman; volkomen voortreffelijkheid, perfectheid:. καλοκἀγαθία ἕξις προαιρετικὴ τῶν βελτίστων ‘kalokagathia’ is een instelling die de voorkeur geeft aan wat het beste is [Plat.] Def. 412e; καλοκαγαθίᾳ προκεκρίσθαι τῶν πολιτῶν door hun voortreffelijkheid het puikje van de burgers zijn Xen. Mem. 3.5.19; ἔδειξεν ἀνθρώποις τήν τε τῆς πόλεως καλοκαγαθίαν hij toonde de mensen de perfectie van onze staat Dem. 18.93.
Middle Liddell
κᾰλοκἀγᾰθία, ἡ,
the character and conduct of a καλὸς κἀγαθός, nobleness, goodness, Xen., Dem.