ἁλίζομαι
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
(A), [ᾱ]: aor. A ἥλῐσα E.HF412, Hdt.1.77, (συν-) X.Cyr.1.4.14:—Pass., aor. ἡλίσθην Emp.41, Hp. (v. infr.), Hdt.1.79: Ion. pf. part. ἁλισμένος Hdt.4.118, 7.172 (but ἡλ- Scriptor Ionicus ap. Stob.3.28.21): (ἁλής) :—gather together, assemble, of military forces, Hdt.1.77,80,al.; collect, of fragments, ib.119, etc.; ἁ. εἰς ἕν E.Heracl. 403:—Pass., meet together, Hdt.1.63,79,7.172; to be massed into a globe, Emp.l.c.; collect, αἷμα ἁλισθέν Hp.Int.47, cf. Morb.1.15; of moisture, etc., Arist.Pr.869a17, cf. 936b32; of rapid breathing, πνεῦμα ἁλίξεται Hp.Coac.333.—Not in A. or S.; rare in Prose, Act. in Pl.Cra.409a, App.Fr.1.4; Pass., X.An.2.4.3, 6.3.3, Arist.Pr.936b32: generally, compd. συναλίζω more freq.
ἁλίζω (B), [ᾰ], (ἅλς) A salt, Pass., to be salted, Arist.HA570al, Pr. 927a36, LXX Le.2.13:—Pass., Ev.Matt.5.13, Ph.Bel.86.29. II supply with salt or salt food, Arist.HA574a9, al.:—Pass., of sheep, ib.596a24.
German (Pape)
[Seite 96] (ἁλής), versammeln, εἰς ἕν Eur. Heracl. 403; ἄγορον Herc. Fur. 408. Sehr oft bei Her., z. B. 1, 119; gew. im pass. aor., auch perf., 4. 118; sich versammeln, εἰς ταὐτόν Plat. Cratyl. 409 a; ἐὰν στρατιὰ ἁλισθῇ Xen. An. 2, 4, 3; 6, 3, 1 ἁλίζεσθαι. salzen, Arist. Probl. 21, 5; aber τὰ πρόβατα H. A. 8, 10, den Schafen Salz zu seessen geben; dah. πρόβατα ἁλιζόμενα.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίζω: (Α): ἀόρ. ἥλῐσα, Εὐρ. Ἡρ. Μ. 412, (συν-), Ἡρόδ., Ξεν.: - Παθ. ἀόρ. ἡλίσθην, Ἡρόδ., Ξεν.: Ἰων. μετοχ. πρκμ. ἁλισμένος (ἄνευ αὐξήσ.), Ἡρόδ. 4.118, 7.172: (ἁλής). Συνάγω ἐπὶ τὸ αὐτὸ, συναθροίζω, ἐπὶ στρατιωτικῶν δυνάμεων, Ἡρόδ. 1. 77, 80, 119, κτλ.· ἁλ. εἰς ἕν, Εὐρ. Ἡρακλ. 404: - Παθ. = συνέρχομαι ἐπὶ τὸ αὐτὸ, Ἡρόδ. 1.63, 79, 7.172: συνάγομαι εἰς ἓν σῶμα, εἰς μίαν σφαῖραν, Ἐμπεδ. 241. - Σπάνιον παρ’ Ἀττ., τὸ ἐνεργ. δὶς παρ’ Εὐρ., ἅπαξ παρὰ Πλάτ., Κρατ. 409Α· τὸ παθ. παρὰ Ξεν. Ἀν. 2. 4, 3, 6. 3, 3, Ἀριστ. Προβλ. 2, 28, 24. 9: καθόλου τὸ σύνθ. Συναλίζω εἶναι συχνότερον. [ᾱ-, Ἐλμσλ. Ἡρακλ. ἔνθ. ἀνωτ.].
French (Bailly abrégé)
1Pass. f. ἁλισθήσομαι, pf. ἥλισμαι;
1 saler;
2 nourrir avec du sel ou des aliments salés.
Étymologie: ἅλς².
2ao. ἥλισα;
Pass. f. ἁλισθήσομαι, ao. ἡλίσθην, pf. ἥλισμαι;
rassembler (une troupe, une armée, etc.).
Étymologie: ἁλής.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
1 dar sal al ganado τὰ πρόβατα Arist.HA 574a9, cf. Mir.844b20, ἁλιζόμεναι (αἶγες) μείζω τὰ οὔθατα καθιᾶσιν (las cabras) alimentadas con sal tienen mayores ubres Arist.HA 596a24.
2 salar τὸ κρέας αὐτοῦ (ταύρου) T.Leu.Suppl.18 (p.47.37), τὸ δέρμα ib., en v. pas. ἀφύη ἁλιζομένη Arist.HA 570a1, ἄρτοι ἡλισμένοι Arist.Pr.927a36, πᾶν δῶρον ... ἁλὶ ἁλισθήσεται LXX Le.2.13, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Eu.Matt.5.13
•en v. med. pas. salarse ἁλίσθητε ἐν αὐτῷ (Χριστῷ) saláos con El (Cristo) (para evitar la corrupción), Ign.Magn.10.2.
• Prosodia: [ᾱ-]
I reunir, juntar fuerzas militares, Hdt.1.77, 80
•más gener. ἁλίσας θάψειν τὰ πάντα Hdt.1.119, ἄγορον φίλων E.HF 412, ἀοιδοὺς ... εἰς ἕν E.Heracl.403
•como etim. de ἅλιος Pl.Cra.409a
•fig. τοὺς μὲν ἁλίζων τῇ σωφροσύνῃ ofreciendo a los unos la sal de la sabiduría Pall.V.Chrys.5.41.
II en v. med. pas.
1 de pers. reunirse, juntarse de ejércitos, Hdt.1.63, 79, 7.172.
2 de cosas concentrarse, acumularse, reunirse ὅταν δ' ἁλισθῇ (φλέγμα) ἐν αὐτῇ (κοιλίῃ) Hp.Morb.1.15, αἷμα Hp.Int.47, del aliento πνεῦμα ἁλίζεται Hp.Coac.333, de la humedad, Arist.Pr.869a17, cf. 936b32, ὁ μὲν ἁλισθεὶς μέγαν οὐρανὸν ἀμφιπολεύει él (el sol) concentrado gira por el cielo enorme Emp.B 41.
• Etimología: Cf. ἁλής y ἅλις.
English (Strong)
English (Thayer)
(ἅλς, ἁλός, salt); to salt, season with salt, sprinkle with salt; only the future passive is found in the N. T.: ἐν τίνι ἁλισθήσεται; by what means can its saltness be restored? θυσία ἁλί ἁλισθήσεται, the sacrifice is sprinkled with salt and thus rendered acceptable to God, R G L Tr text brackets) (Josephus, Antiquities 3,9, 1; cf. Knobel on Leviticus , p. 369f; Winer s RWB under the word Salz; (BB. DD. under the word <TOPIC:Salt>)); πᾶς πυρί ἁλισθήσεται, every true Christian is rendered ripe for a holy and happy association with God in his kingdom by fire, i. e. by the pain of afflictions and trials, which if endured with constancy tend to purge and strengthen the soul, Sept., Aristotle (cf: Sophocles Lexicon); Ignatius ad Magnes. 10 [ET] (shorter form) ἁλίσθητε ἐν Χριστῷ, ἵνα μή διαφθαρῇ τίς ἐν ὑμῖν.) Compare: συναλίζω — but see the word.)
Greek Monotonic
ἁλίζω: (Α) [ᾱ]· αόρ. αʹ ἥλῐσα — Παθ. αόρ. αʹ ἡλίσθην· μτχ. Ιων. παρακ. ἁλισμένος· (ἁλής)· συναθροίζω, συγκεντρώνω, λέγεται για στριατιωτικές δυνάμεις, σε Ηρόδ. — Παθ., συνέρχομαι, συνάγομαι, στον ίδ.
• ἁλίζω: (Β) [ᾰ], μέλ. -ίσω (ἅλς), αλατίζω, και Παθ. είμαι αλατισμένος, σε Αριστ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίζω:
I (ᾰ) [ἅλς II]
1) солить, посыпать солью (ἄρτοι ἡλισμένοι Arst.);
2) кормить солью (τὰ πρόβατα Arst.).
II (ᾱ) ἁλής собирать (ἄγορον φιλων Eur.; στρατόν Her.): ἐπὴν ἁλισθῇ ἡ στρατιά Xen. когда армия будет собрана; ἁ. τινὰς εἰς ταὐτό Plat. собирать кого-л. в одно место.
Middle Liddell
1 ἁλής
to gather together, to muster, military forces, Hdt.:—Pass. to meet together, assemble, Hdt.
2 [ἅλς]
to salt, and Pass. to be salted, Arist., NTest.