ἐφορμίζω

From LSJ
Revision as of 10:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμίζω Medium diacritics: ἐφορμίζω Low diacritics: εφορμίζω Capitals: ΕΦΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: ephormízō Transliteration B: ephormizō Transliteration C: eformizo Beta Code: e)formi/zw

English (LSJ)

(ὅρμος) A bring a ship to her moorings, bring to shore, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636 (Crin.):—Med. and Pass., come to anchor, ἐς [λιμένα] Th.4.8:—in Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108. II intr. in Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244 (Apollonid.), cf. 254 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1123] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = ἐφορμέω, auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμίζω: φέρω τὸ πλοῖον εἰς ὅρμον, φέρω εἰς τὴν ἀκτήν, ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., ἔρχομαι εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. ἐφορμέω ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, = ἐφορμέω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ καταφύγιον ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφορμίσω, att. ἐφορμιῶ;
aborder : ἐς λιμένα THC à un port.
Étymologie: ἐπί, ὁρμίζω.

Greek Monolingual

ἐφορμίζω) [[[έφορμος]] II]
1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω
2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι
εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
αρχ.
1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι
2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἐφορμίζω: Αττ. -ιῶ,
I. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, προσορμίζω (ὅρμος) — Μέσ. και Παθ., έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, προσλιμενίζομαι, σε Θουκ.
II. αμτβ., στην Ενεργ., αναζητώ καταφύγιο σ' έναν τόπο, προσφεύγω, καταφεύγω, με δοτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμίζω: (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)
1) подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);
2) med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);
3) med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν θῖνα Anth.);
4) искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.).

Middle Liddell

attic ιῶ
I. to bring a ship to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to come to anchor, Thuc.
II. intr. in Act. to seek refuge in a place, c. dat., Anth.