ἔρομαι

From LSJ
Revision as of 11:33, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔρομαι Medium diacritics: ἔρομαι Low diacritics: έρομαι Capitals: ΕΡΟΜΑΙ
Transliteration A: éromai Transliteration B: eromai Transliteration C: eromai Beta Code: e)/romai

English (LSJ)

(not found in pres. ind. (exc. 2sg. ἔρεαι Orac. in Certamen Prooem.), its place being taken by ἐρέω (A), ἐρωτάω) ; Ion. and Ep. εἴρομαι Il.1.553, Od.1.284, al.: impf.(=aor.) A εἰρόμην Il.1.513, Pi.O.6.49, Hdt.2.44, etc.: fut. ἐρήσομαι S.OT1166, Ar.Nu.1409, Pl.Prt.355c ; Ion. εἰρήσομαι Od.4.61,7.237, Hdt.1.67 (ἐπ-): aor. 2 ἠρόμην Sapph. 1.15, E.Ion541, Th.3.113, etc.; imper. ἐροῦ S.El.563, E.Or.763 (troch.), etc., Ep. ἔρειο Il.11.611 ; subj. ἔρωμαι Od.8.133, Pl.R.538d, etc. ; εἴρωμαι Od.16.402, Hdt.4.76 ; opt. ἐροίμην Od.1.135,3.77, etc.; inf. ἐρέσθαι in Hom. always in the phrase μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι 3.69, al. (exc. in 1.405) (ἔρεσθαι is freq. in codd., as Lys.12.24, E.El.548, cf.Hdn.Gr.1.466) ; part. ἐρόμενος Ar.Eq.574, Th.4.40:—Ep.and Ion. also ἐρέομαι in subj. ἐρέωμαι Od.17.509, inf. ἐρέεσθαι 6.298,23.106, Hp.Prorrh.2.41, impf. ἐρέοντο Il.1.332,8.445 ; ἐπ-ειρεόμενος is v.l. in Hdt.3.64:—ask, inquire, mostly folld. by indirect question, εἴροντο.. ὅττι ἑ κήδοι Od.9.402, etc.; ἤρετο ὅτι θαυμάζοι Th.3.113 ; τὸν ξεῖνον ἐρώμεθα εἴ τιν' ἄεθλον οἶδε Od.8.133, etc.; ἠρόμην ὅπου.. Pl.R.327b ; διὰ τί.. Id.Prt.355c, etc.: folld. by a direct question, ἤρετο Ξενοφῶντα, εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ ἐνόμιζες..; X.Mem.1.3.8 ; ἐρομένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου, ἆρ' ἂν ἐν καιρῷ γένοιτο, εἰ..; Id.HG4.3.2, cf. Cyr.1.4.19. 2 c. acc. objecti, learn by inquiry, ἐρέεσθαι δώματα πατρός Od.6.298 ; ask after or for, εἰρόμεναι παῖδας Il.6.239 ; εἴρεαι Ἕκτορα δῖον 24.390 ; θεῶν εἰρώμεθα βουλάς Od.16.402. 3 c. acc. pers., question, Il.1.332, etc., Hdt.1.32, Lys.12.24 ; εἴρετο δ' ἡμέας, ὦ ξεῖνοι, τίνες ἐστέ; Od.9.251 ; ἀλλήλους εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι 17.368, cf. E.Or.763(troch.), etc.; in later Prose, Jul.Or.7.229b. 4 c. acc. pers., petition, Ar.Eq.574. 5 c. dupl.acc., to ask one about a thing, τὸ μέν σε πρῶτον..εἰρήσομαι.., τίς πόθεν εἰς ἀνδρῶν; Od.7.237, cf. 19.509 ; ἐρήσομαί σε τουτί· παῖδά μ' ὄντ' ἔτυπτες; Ar.Nu. 1409. 6 freq. τινὰ περί τινος, as ἵνα μιν περὶ πατρὸς..ἔροιτο Od.1.135, 3.77, cf. Hdt.4.76, al., E.El.548; also οἱ δέ μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο Od.11.570; ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι 19.95. (Ion. εἰρ-Att. ἐρ- from ἐρϝ- (aor. stem), cf. ἐρέ (ϝ) ω, e)reuth/s: pres. ἐρέ (ϝ) ομαι: ἐροίμην and similar forms in Hom. are variously expld. or emended.)

German (Pape)

[Seite 1033] ep. u. ion. εἴρομαι, s. ἄρω.

Greek (Liddell-Scott)

ἔρομαι: β΄ἑνικ. ἔρεαι, Χρησμ. ἐν Ἀγῶνι Ἡσ. κ. Ὀμ. σ. 314, ἔκδ. Goettl.· Ἰων. καὶ Ἐπικ. εἴρομαι· (ἐρωτάω εἶναι ὁ Ἀττ. τύπος, ἐρέω (Α) εἶναι ἕτερος Ἐπικ. τύπος διάφορος τοῦ ἐρέω (Β), Ἀττ. ἐρῶ, θὰ εἴπω): παρατ. εἰρόμην: μέλλ. ἐρήσομαι, Σοφ. Ο. Κ. 1166, Εὐρ., Πλάτ., κλ.· Ἰων. εἰρήσομαι, Ὀδ. Δ. 61., Η. 237, Ἡροδ: - ἀόρ. ἠρόμην, Εὐρ. Ἴων 521. Θουκ., κλ.· προστ. ἐροῦ, Σοφ. Ἠλ. 563, Εὐρ. κλ., Ἐπ. ἔρειο, Ἰλ. Λ. 611· ὑποτακτ. ἔρωμαι, Ὀδ. Θ. 133, Ἀττ.· εὐκτ. ἐροίμην, Ὀδ. Α. 135., Γ. 77, Ἀττ.· ἀπαρ. ἐρέσθαι (συχνάκις ἡμαρτημένως γραφόμενον ἔρεσθαι), ὅπερ ἀείποτε ἀπαντᾶ ἐν τῇ φράσει μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσθαι, Ὀδ. Γ. 69, 243, κ. ἀλλ. πλὴν ἐν Α. 405)· μετοχ. ἐρόμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 574, Θουκ. 4. 40. - Ἕτερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος ἐρέομαι, ἀπαντᾷ ἐν τῇ ὑποτ. ἐρέωμαι, Ὀδ. Ρ. 509· ἀπαρ. ἐρέεσθαι, Ζ. 298., Ψ. 106, Ἱππ. 133Α, παρατατ. ἐρέοντο, Ἰλ. Α. 332, Θ. 445· καὶ Ἰων. σύνθετον ἐπειρέομαι ἐν Ἡροδ. 3.64. Ἐρωτῶ, ἐρωτῶ νὰ μάθω, κατὰ τὸ πλεῖστον ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἱστάμενοι δ’ εἴροντο περί σπέος, ὅττι ἑ κήδοι Ὀδ. Ι. 402, κτλ.· ἤρετο ὅ τι θαυμάζοι Θουκ. 3. 113· ἐρώμεθα εἴ τιν’ ἄεθλον οἶδε Ὀδ. Η. 133, κτλ.· οὕτως, ἐρέσθαι ὅπου... Πλάτ. Πολ. 327C· διά τι…, ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 355C, κτλ.· ὡσαύτως ἑπομένης εὐθείας ἐρωτήσεως, ἤρετο Ξενοφῶντα, εἰπέ μοι, ἔφη, ὦ Ξενοφῶν, οὐ σὺ ἐνόμιζες…; Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· ἐρομένου δὲ τοῦ Ἀγησιλάου, ἆρ’ ἄν, ὦ Δερκυλίδα, ἐν καιρῷ γένοιτο, εἰ…; ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 3, 2, πρβλ. Κύρ. 1. 4, 19. 2) μετ’ αἰτ. τοῦ ἀντικειμένου, ἐρωτῶ ποῦ εἶναί τι, ἐρέεσθαι δώματα πατρὸς ἐμοῦ Ὀδ. Ζ. 298· έρωτῶ περί τινος ἢ διά τι, εἰρόμεναι παῖδάς τε κασιγνήτους τε ἔτας τε καὶ πόσιας, «ἐρωτῶσαι ὑπὲρ τῶν υἱῶν καὶ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῶν συγγενῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Ζ. 239· εἴρεαι Ἕκτορα δῖον Ω. 390 θεῶν εἰρώμεθα βουλὰς Ὀδ. Π. 402. 3) μετ’ αἰτ. προσ. ἐρωτῶ, Ἰλ. Α. 332, 513, κτλ., Ἡροδ.1. 32· εἴρετο δ’ ἡμέας, ὦ ξεῖνοι, πόθεν ἐστέ; Ὀδ. Ι. 251· εἴροντο τίς εἴη καὶ πόθεν ἔλθοι Ρ. 368. 4) μετὰ διπλῆς αἰτ., ἐρωτῶ τινα περί τινος, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή· τίς, πόθεν εἶς ἀνδρῶν; Η.237, πρβλ. Τ. 509. 5) συχνότατα, τινὰ περί τινος, ὡς, ἵνα μιν περὶ πατρός... ἔροιτο Α. 135, πρβλ. Γ. 77, Ἡροδ. 4. 76, κτλ., Εὐρ. Ἠλ. 548· ὡσαύτως. οἱ δε μιν ἀμφὶ δίκας εἴροντο Ὀδ. Λ. 570· ἀμφὶ πόσει εἴρεσθαι Τ.95.

French (Bailly abrégé)

impf. εἰρόμην, f. ἐρήσομαι, ao.2 ἠρόμηνimpér. ἐροῦ, inf. ἐρέσθαι, part. ἐρόμενος ; pf. inus.
demander, interroger : τινά τι, demander qch à qqn ; ἤρετο ὅ τι θαυμάζοι THC il demandait de quoi il s’étonnait.
Étymologie: R. Ϝερ, parler, cf. εἴρομαι.

English (Autenrieth)

assumed pres. for aor. subj. ἐρώμεθα, opt. ἔροιτο, imp. ἐρεῖο, inf. ἐρέσθαι: ask, Od. 1.135, Od. 3.243.

English (Slater)

ἔρομαι
   1 ask about c. acc. dupl. βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ/εἴρετο παῖδα, τὸν Εὐάδνα τέκοι (O. 6.49)

Greek Monolingual

ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α)
1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.)
2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι
3. αιτώ, ζητώστρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» — ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας τον Κλεαίνετο, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. και επικ. τ. του είρομαι].

Greek Monotonic

ἔρομαι: βʹ ενικ. ἔρεαι· Ιων. και Επικ. εἴρομαι, = ἐρωτάω· παρατ. εἰρόμην, μέλ. ἐρήσομαι, Ιων. εἰρήσομαι· αόρ. βʹ ἠρόμην, προστ. ἐροῦ, απαρ. ἐρέσθαι (όχι ἔρεσθαι)· επίσης Επικ. ενεστ. ἐρέομαι, υποτ. ἐρέωμαι, απαρ. ἐρεέσθαι, παρατ. ἐρέοντο·
1. ρωτώ, ζητώ πληροφορίες, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ.
2. με αιτ. αντικ., ρωτώ που είναι, που βρίσκεται κάτι, μαθαίνω μέσω έρευνας, σε Ομήρ. Οδ.· ρωτώ για κάτι ή γιατί, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με αιτ. προσ., ρωτώ, ερευνώ, εξετάζω, στον ίδ., Ηρόδ.
4. με διπλή αιτ., ρωτώ κάποιον για κάτι, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἔρομαι: (impf. εἰρόμην, fut. ἐρήσομαι, aor. 2 ἠρόμην, imper. ἐροῦ - эп. ἔρεο и εἴρειο, inf. ἐρέσθαι - эп. εἴρεσθαι) спрашивать, расспрашивать (τινά τι Hom., Pind., Plat., τινα ἀμφί τι и ἀμφί τινι Hom.; τινα περί τινος Hom., Her., Eur.): εἴροντο ὅττι ἑ κήδοι Hom. (сбежавшиеся киклопы) спрашивали (Полифема), что его беспокоит; ἤρετο Ξενοφῶντα Xen. (Сократ) обратился с вопросом к Ксенофонту; ἔ. δώματα πατρός Hom. разузнать, где находится дом отца; εἴρειν πρός τινά ἐρόμενον Arst. отвечать на чей-л. вопрос.

Middle Liddell


1. to ask, enquire, Od., Thuc.
2. c. acc. objecti, to learn by enquiry, Od.: to ask after or for, Il.
3. c. acc. pers. to enquire of, question, Il., Hdt.,
4. c. dupl. acc. to ask one about a thing, Od.