στάδιος

From LSJ
Revision as of 12:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στάδιος Medium diacritics: στάδιος Low diacritics: στάδιος Capitals: ΣΤΑΔΙΟΣ
Transliteration A: stádios Transliteration B: stadios Transliteration C: stadios Beta Code: sta/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, (ἵστημι) A standing fast and firm, σ. ὑσμίνη close fight, fought hand to hand, Il.13.314,713, cf. Th.4.38; ἐνὶ σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.7.241, cf. 13.514; ἡ σ. μάχη Ath.6.273f, cf. σταδαῖος; [πῖδαξ] σταδίη μένει, of a spring from which no water flows, Opp.C.4.326. 2 firm, fixed, θάλαμοι Pi.O.5.13: τὸ σ. immobility, D.C.39.43. 3 standing upright or straight, σ. χιτών,= ὀρθοστάδιον, an ungirt tunic hanging in straight plaits, Call.Fr.59, cf. στατός; θώραξ σ. a stiff breastplate, plate-armour, opp. στρεπτός or ἁλυσιδωτός, A.R.3.1226 (v. Sch.). II (ἵστημι A.IV) weighed, Nic.Al.402 (στήδην cj. Bentley).

German (Pape)

[Seite 927] ὁ, s. στάδιον. 1) stehend; σταδίη ὑσμίνη, die stehende, offene Feldschlacht, ein geordnetes Gefecht, in welchem die Kämpfenden handgemein werden, im Ggstz zu den Streifereien od. Scharmützeln, Il. 13, 314. 713; auch ἐν σταδίῃ, ohne ὑσμίνῃ, 7, 241. 13, 514. 15, 283; u. so auch in Prosa, ἡ μάχη οὐ σταδία ἦν, Thuc. 4, 38; – unbeweglich, πῖδαξ σταδίη μένει, Opp. Cyn. 4, 326. – 2) grade, aufrecht stehend, steif, was sich nicht zusammenlegen od.- falten läßt; χιτών, = ὀρθοσταδίας, ein langes, grade herabgehendes, ungegürtetes Gewand, s. Lob. Phryn. 238; θώραξ, ein steifer Panzer ohne Gelenke, Ggstz ἀλυσιδωτός, vgl. Schol. Ap. Rh. 3, 1225. – 3) zugewogen, Nic. Al. 402.

Greek (Liddell-Scott)

στάδιος: [ᾰ], -α, -ον, (√ΣΤΑ, ἵστημι) ὁ ἱστάμενος, σταθερός, εὐσταθής, σταδίη ὑσμίνη, μάχη ἐκ τοῦ συστάδην, Λατιν. Pugna sataria, Ἰλ. Ν. 314, 713, πρβλ. Θουκ. 4. 38· ἐν σταδίῃ (ἐξυπακ. ὑσμίνῃ) Ἰλ. Η. 241, Ν. 514· ἡ στ. μάχη Ἀθήν. 273Ε· πρβλ. σταδαῖος· πῖδαξ σταδίη μένει, ἐπὶ πηγῆς ἐξ ἧς δὲν ῥέει ὕδωρ, Ὀππ. Κ. 4. 326. 2) σταθερός, συμπαγής, ἰσχυρός, θάλαμοι Πινδ. Ο. 5. 29· τὸ στάδιον, τὸ ἀκίνητον, Δίων Κ. 39. 43. 3) ὁ ἱστάμενος ὄρθιοςεὐθύς, στ. χιτὼν = ὀρθοσταδίας, χιτὼν ἄζωστος, κρεμάμενος κατ’ εὐθείας πτυχάς, Καλλ. Ἀποσπ. 59, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 238· θώραξ στ .. ἄκαμπτος θώραξ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ στρεπτὸς ἢ ἁλυσιδωτός, Müller Archäol. d. Kunst. § 337. 3., 342. 4. II. (ἵστημι Α. IV) «ζυγισμένος», Νικ. Ἀλεξιφ. 402.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
qui se tient debout ; stable, ferme : σταδία μάχη THC combat de pied ferme ; σταδίη (ion.) ὑσμίνη m. sign. ; subst. ἐν σταδίῃ IL dans un combat de pied ferme.
Étymologie: v. ἵστημι.
2ου (ὁ) :
c. στάδιον.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): ὑσμίνη, standing fight, close combat; also ἐν σταδίῃ alone, Il. 7.241, Il. 13.514, Il. 15.283.

English (Slater)

στᾰδιος
   1 firmly standing κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13)

Greek Monolingual

-ία, -ον, θηλ. ιων. τ. -ίη, Α
1. αυτός που στέκεται σε ένα σημείο, στον οποίο δεν υπάρχει μετακίνηση, αμετακίνητος («ἡ γὰρ μάχη οὐ σταδία ἦν», Θουκ.)
2. (για πηγή) στάσιμη, από την οποία δεν τρέχει νερό
3. στητός, ορθός, ίσος
4. (ειδικά για χιτώνα) αυτός που πέφτει κάθετα προς τα κάτω, χωρίς ζώνη
5. (για θώρακα) άκαμπτος, αλύγιστος, αυτός που δεν έχει αρμούς ώστε να τυλίγεται
6. σταθερός, συμπαγής, ακλόνητος («κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος», Πίνδ.)
7. ζυγισμένος με σταθμά
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ στάδιον
η ακινησία
9. φρ. «σταδίη ὑσμίνη» — μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα (Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το επίρρ. στάδην (< ἵστημι) με επίθημα -ιος (πρβλ. ἐκτάδιος: ἐκτάδην)
βλ. και λ. σταδ-αῖος].

Greek Monotonic

στάδιος: [ᾰ], -α, -ον (στῆναι),
1. αυτός που στέκει σταθερός, ασάλευτος, στητός· σταδίη ὑσμίνη, μάχη εκ του συστάδην, σώμα με σώμα, Λατ. pugna stataria, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν σταδίῃ (ενν. ὑσμίνῃ), στο ίδ.
2. σταθερός, συμπαγής, ισχυρός, άκαμπτος, αλύγιστος, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

στάδιος: (ᾰ) стойкий, устойчивый: σταδίη ὑσμίνη Hom. и σταδία μάχη Thuc. рукопашный бой.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στάδιος -α -ον [ἵσταμαι] staand:; σταδία ὑσμίνη staand gevecht (d.w.z. gevecht van man tegen man (in het gelid)); Hom. soms. ἐνὶ σταδίῃ ( sc. ὑσμίνῃ ) in een gevecht van man tegen man. stevig. Pind.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: upright, standing still, firm, immobile, lying on the balance = weighed etc. (Il., Pi., hell. a. late epic, D. C.), in the Il. only dat. σταδίῃ as attr. of ὑσμίνῃ or without main word in (standing still) close combat; ἐν αὑτο-σταδίῃ (N 325) id.; cf. Trümpy Fachausdrücke 112 f. and Krarup Class. et Med. 10, 7; σταδία λυχνία H.
Compounds: ὀρθο-στάδιον n. chiton running straight downwards (Ar. a. o.; also στάδιος, στατὸς χιτών);
Derivatives: Besides σταδαῖος id. (A., Ti. Locr. a. o.; also Th. 4, 38 v.l. beside σταδία, of μάχη).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Adjective with ιο-, αιο-suffix from adv. στά-δην like ἐκτάδ-ιος from ἐκτά-δην ( : ἐκ-τείνω) a. o.; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467 a. 626. S. ἵστημι.

Middle Liddell

στᾰ́διος, η, ον στῆναι
1. standing firm, σταδίη ὑσμίνη close fight, Lat. pugna stataria, Il.; ἐν σταδίῃ (sc. ὑσμίνῃ) Il.
2. firm, strong, Pind.

Frisk Etymology German

στάδιος: {stádios}
Meaning: ‘aufrechtstehend, stillstehend, fest, unbeweglich, auf der Waage liegend = zugewogen’ (Il., Pi., hell. u. sp. Epik, D. C.), in d. Il. nur Dat. σταδίῃ als Attr. von ὑσμίνῃ od. ohne Hauptwort ‘im (stillstehenden) Nahkampf’; ἐν αὐτοσταδίῃ (N 325) ib.; vgl. Trümpy Fachausdrücke 112 f. und Krarup Class. et Med. 10, 7; σταδία· λυχνία H.
Composita : ὀρθοστάδιον n. gerade herunterlaufender Chiton (Ar. u. a.; auch στάδιος, στατὸς χιτών);
Derivative: Daneben σταδαῖος ib. (A., Ti. Lokr. u. a.; auch Th. 4, 38 v.l. neben σταδία, von μάχη).
Etymology : Adjektivierung mit ιο-, αιο-Suffix vom Adv. στάδην wie ἐκτάδιος von ἐκτάδην ( : ἐκτείνω) u. a.; Chantraine Form. 39, Schwyzer 467 u. 626. S. ἵστημι.
Page 2,773-774

English (Woodhouse)

hand to hand

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)