εργάζομαι

From LSJ
Revision as of 19:55, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

και εργάζω (AM ἐργάζομαι)
1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω», ΠΔ)
2. απασχολούμαι κάπου επαγγελματικά, ασκώ ως βιοποριστικό επάγγελμα (α. «εργάζεται σε μηχανουργείο» β. «οὐκ ἔξεστι ξένῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐργάζεσθαι», Δημοσθ.)
3. κατεργάζομαι, επεξεργάζομαι (α. «εργάζεται καλά το ασήμι» β. «ἐργάζομαι γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους», Ξεν.)
4. (για μηχάνημα, όργανο κ.λπ.) λειτουργώ κανονικά (α. «δεν εργάζεται το νεφρό του» β. «επισκευάσανε τη μηχανή και εργάζεται» γ. «τάς δε... φύσας... ἐς πῡρ ἔτρεψε κέλευσέ τε ἐργάζεσθαι» — ο Ήφαιστος γύρισε τα φυσερά του προς τη φωτιά και τά έβαλε να δουλεύουν, Ομ. Ιλ.)
5. κατασκευάζω (α. «ψιλό πανί εργάζεται» β. «εἰργάσαντο τὸ τεῖχος»)
6. εκτελώ, περατώνω (α. «πράμ’ άξιο δεν εργάζεται, μηδέ ποτέ τιμάται» β. «ἔνθα κεν ἀεικέα ἔργα ἐργάζοιο», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. εκτελώ την καθημερινή μου εργασία, πάω στη δουλειά μου («αρρώστησε και δεν εργάζεται»)
2. ενεργ. εργάζω
α) ασχολούμαι («ό,τι ώρα σέ στοχάζομαι και μετά σένα εργάζω»)
β) μηχανεύομαι, επινοώ («κι αυτά εργάζει ο δαίμονας»)
μσν.- νεοελλ.
1. προσπαθώ, αγωνίζομαι («εργάστηκε και κατόρθωσε αυτό που ήθελε)
2. επινοώ («τί εργάστηκε το μυαλό του!»)
μσν.
μηχανορραφώ
αρχ.-μσν.
1. καθιστώ («μικροῦ δεῖν ὅλον ξηρὸν εἴργασται», Λουκιαν.)
2. (για το πεπτικό σύστημα) χωνεύω (την τροφή)
3. κερδίζωπλέον ἀργύριον ἀπὸ σοφίας εἴργασται», Πλάτ.)
αρχ.
1. μετέχω σε ιεροτελεστίες («oἱ τὰ αισχρά ἐργαζόμενοι ἐκ τοῦ ἱεροῦ ἐσθίουσιν», ΚΔ)
2. προκαλώ («...κέρδη πημονὰς ἐργάζεται», Σοφ.)
3. (για γυναίκα) είμαι πόρνη
4. φρ. α) «ἔργον ἐργάζομαι» — αναλαμβάνω δράση
β) «κακὰ ἐργάζομαί τινα» — προξενώ κακό σε κάποιον, ετοιμάζομαι να βλάψω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Είναι το σημαντικότερο από τα παράγωγα της λ. έργον και αρχικά χρησιμοποιούνταν για την εργασία που είχε σχέση με την καλλιέργεια της γης ή για την εργασία που γινόταν με το χέρι ή ακόμη την καλλιτεχνική. Αργότερα έλαβε τη σημ. «προξενώ» (πρβλ. εργάζομαι κακά) και «κερδίζω» (πρβλ. εργάζομαι χρήματα). Στη Νέα Ελληνική δηλώνει γενικώς κάθε είδους παραγόμενη εργασία.
ΠΑΡ. εργασία
αρχ.
εργαστήρ, εργαστής, εργαστικός].