μάντης
German (Pape)
[Seite 93] ὁ, f. L. für μάντις, bei Men., s. Mein. quaest. Men. p. 40.
Greek Monolingual
ο και μάντις, ο, η, θηλ. και μάντισσα (AM μάντις, -εως, ὁ, ἡ, Α ιων. γεν. -ιος, Μ θηλ. και μάντισσα)
1. αυτός που ασχολείται με τη μαντική, αυτός που προλέγει τα μέλλοντα, ο προφήτης («ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῖς χρησμολόγοις καὶ μάντεσι», Θουκ.)
2. αυτός που προαισθάνεται, που προαναγγέλλει κάποιο γεγονός («πρὶν ἰδεῖν δ' οὐδεὶς μάντις τῶν μελλόντων», Σοφ.)
3. το θηλ. η μάντις
γένος δικτυόπτερων εντόμων της οικογένειας τών μαντιδών, κν. αλογάκι της Παναγίας
νεοελλ.
1. αυτός που με την κρίση και ορθολογική σκέψη και συμπερασματικά μπορεί να προβλέψει αυτά που πρόκειται να συμβούν
αρχ.
1. αυτός που μπορούσε να εξαγάγει συμπεράσματα σχετικά με τη θέληση τών θεών από ιερά σφάγια θυσίας, από οιωνούς ή άλλα σημεία («μάντεσι τ' οἰωνοῑς τε καὶ αἰθομένοις ἱεροῖσιν», Θέογν.)
2. ως επίθ. μαντικός, προφητικός («τοῦδε μάντεως χοροῦ» (Σοφ.)
3. το θηλ. είδος κράμβης, λάχανου («μάντιν κέκληκε τὴν κράμβην ἱερὰν οὖσαν», Αθήν.)
4. το θηλ. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐν τοῖς κήποις βάτραχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα mņ- της ΙΕ ρίζας men- «σκέφτομαι» (πρβλ. μαίνομαι, ἐμάνην
η φρ. «ὑπὸ τοῦ θεοῦ μαίνεται» δηλώνει ότι ο μάντης διακατέχεται από θεϊκό πνεύμα). Η σύνδεση της λ. με το αρχ. ινδ. muni- «μάντις», παρά τη σημασιολογική συνάφεια, προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Εκείνο ωστόσο που παρουσιάζει ενδιαφέρον στη λ. μάντις είναι το επίθημα -τι- σε ένα αρσ. όν., το οποίο δεν μπορεί να συνδυαστεί με το όν. μάρπτις «άρπαγας» ή με το πόρτις «μόσχος, δάμαλις» (που δεν δηλώνει τον δράστη ενέργειας) κ.λπ. Η άποψη ότι εμφανίζεται στο μάντις το επίθημα -τις
τών θηλ. ονομάτων σε -τις / -σις δεν φαίνεται πειστική. Κατ' άλλη άποψη, ο τ. μάντις προέρχεται από ένα αμάρτυρο ουδέτερο μάντι (πρβλ. μαντιπόλος), του οποίου το -ι- είναι προϊόν παρέκτασης του αρχικού θέματος μεν-. Το σημαντικό πάντως είναι ότι η λ. μάντις συνδέεται με το θ. του ρήματος μαίνομαι και δεν έχει καμιά άμεση σχέση με το θ. σε -ti- του λατινικού mens, -ntis «νους».
ΠΑΡ. μαντείο, μαντεύω, μαντικός, μαντοσύνη
αρχ.
μαντείος, μαντώδης
αρχ.-μσν.
μαντώος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαντιάρχης, μαντιπόλος
μσν.
μαντολόγος, μαντομάγος. (Β' συνθετικό) αρχ. αερόμαντις, αλευρόμαντις, αληθόμαντις, αλφιτόμαντις, άμαντις, αριστόμαντις, αρχαιόμαντις, αστραγαλόμαντις, αστρόμαντις, αψευδόμαντις, γεώμαντις, γυρόμαντις, εγγαστρίμαντις, ενυπνιόμαντις, θεόμαντις, θεσπιόμαντις, θουριόμαντις, θυμόμαντις, ιατρόμαντις, ιερόμαντις, ιχθυόμαντις, κακόμαντις, καπνόμαντις, κλυτόμαντις, κοσκινόμαντις, κριθόμαντις, λεκανόμαντις, λιβανόμαντις, μουσόμαντις, νεκρόμαντις, νεκυόμαντις, νυκτόμαντις, οιωνόμαντις, ονειρόμαντις, ορθόμαντις, ορνεόμαντις, ορνιθόμαντις, πρόμαντις, πρωτόμαντις, πυθόμαντις, πυρόμαντις, σεμνόμαντις, στερνόμαντις, στρατόμαντις, σφονδυλόμαντις, τυρόμαντις, υδρόμαντις, υετόμαντις, υστερόμαντις, φαρμακόμαντις, φενακόμαντις, φιλόμαντις, χειρόμαντις, ψευδόμαντις, ψυχόμαντις, ωρόμαντις].