ἐκκρούω

From LSJ
Revision as of 11:10, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκρούω Medium diacritics: ἐκκρούω Low diacritics: εκκρούω Capitals: ΕΚΚΡΟΥΩ
Transliteration A: ekkroúō Transliteration B: ekkrouō Transliteration C: ekkroyo Beta Code: e)kkrou/w

English (LSJ)

A knock out, παττάλους Ar.Fr.402b; τι ἐκ τῶν χειρῶν X.Cyn.10.12; for Ar.Fr.270 (Med.), v. πύνδαξ :—Pass., BGU1007.16 (iii B.C.). b metaph., ἡ μείζων κίνησις ἐ. τὴν ἐλάττω expels, Arist.Sens.447a15; [ἡ ἡδίων ἐνέργεια] ἐ. τὴν ἑτέραν Id.EN1175b8; ἐ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην, ib.1119b10, 1154a27. 2 drive back, repulse, Th.4.131, X.HG 7.4.16; ἀπὸ (λόφου) Th.4.128 : metaph., ἐ. τινὰ ἐλπίδος to frustrate, cheat one of. ., Pl.Phdr.228e; τῆς προαιρέσεως Plu.Sol.14; ἵνα μὴ.. τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω D.18.313 :—Pass., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plu.Pyrrh.30. 3 hiss an actor off the stage, ἐβόων, ἐξέκρουόν με D.19.23. 4 put off, adjourn by evasions, εἰς ὑστεραίαν τὴν.. γνώμην ib.144; [τὴν δίκην] Id.36.2, cf.54.30; τοσαύτας τέχνας.. εὑρίσκων ἐκκρούει Id.21.81; ἐ. τοὺς λόγους elude, Pl.Prt.336c; ἐ. πρᾶγμα τῷ χρόνῳ 'talk out', Plu.Caes.13 :—Pass., γραφῆς ἐκκρουομένης D.45.4. 5 discharge, βέλη ἐκ μηχανῶν D.C.75.11. 6 Math., subtract, κοινὸν ἐκκεκρούσθω τὸ ἀπὸ BZ let the square on BZ be subtracted from both, Papp.946.16; cast out by division, Vett.Val.20.20, 174.2; deduct, in Pass., PTeb.189,241 (i B.C.), etc. II Med., get rid of, βῆχα Plu.2.515a. III intr., break forth, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Philostr.VA1.19.

German (Pape)

[Seite 765] (s. κρούω), herausschlagen, ἐκ τῶν χειρῶν Xen. Cyn. 10, 12; bes. im Kriege, vertreiben, herausschlagen, τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc. 4, 128; 6, 100; ἐξεκρούσθη 7, 102; Xen. Hell. 7, 4, 16; von der Bühne, Dem. 19, 23; τινὰ τῆς ἐλπίδος, ihn der Hoffnung berauben, Plat. Phaedr. 228 e; ähnlich τὸν Σόλωνα τῆς προαιρέσεως Plut. Sol. 14; vgl. Cat. min. 61; ἐκκρουσθεὶς τὸν λογισμόν Pyrrh. 30; λόγους, vereiteln, Plat. Prot. 336 c; ἐξέκρουε καὶ παρῆγε Plut. Rom. 23; χρόνους Dem. 36, 2, wie 40, 45, die Zeit hinbringen, aufschieben. – Intraus., hervorbrechen, Philostr. – Med. = act., πύνδακας ἐκκρούσασθαι Ar. Poll. 10, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκρούω: κρούων ἐκβάλλω τι, παττάλους ἐκκρούειν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372· φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (τὸ προβόλιον) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας (ὁ ἄγριος ὗς) Ξεν. Κυν. 10, 12· περὶ τοῦ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 263, ἴδε ἐν λέξει πύνδαξ· μεταφ., ἡ μείζων κίνησις ἐκκρ. τὴν ἐλάττω, ἀποδιώκει, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 7, 3, κτλ.· ἡ ἑτέρα ἐνέργεια ἐκκρ. τὴν ἑτέραν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4· ἐκκρ. τὸν λογισμόν, τὴν λύπην αὐτόθι 3. 12, 7., 7. 14, 4. 2) ἀπωθῶ, ἀποκρούω, Θουκ. 4. 131, Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 16· ἀπὸ τόπου Θουκ. 4. 128· μεταφ., ἐκκρ. τινὰ ἐλπίδος, ματαιώνω τινὸς τὴν ἐλπίδα, Πλάτ. Φαῖδρ. 228Ε· τῆς προαιρέσεως Πλουτ. Σόλων 14· ἵνα μὴ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω Δημ. 329. 20· τοσαύτας τέχνας... εὑρίσκων ἐκκρούει ὁ αὐτ. 540. 26. - Παθ., τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθεὶς Πλουτ. Πύρρ. 30. 3) δι’ ἀποδοκιμασίας καὶ συριγμῶν ἀναγκάζω ἠθοποιὸν νὰ ἀποσυρθῇ τῆς σκηνῆς, Λατ. explodere, ἐβόων, ἐξέκρουον, λέγει ὁ Δημοσθένης 348. 14. - Μέσ., ἀπαλλάτομαί τινος, τι Πλούτ. 2. 515Α. 4) ἀναβάλλω διὰ προφάσεων, εἰς ὑστεραίαν τὴν γνώμην Δημ. 385. 26· τὴν δίκην ὁ αὐτ. 944. 10. πρβλ. 1021. 14, 23· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιοῦν δι’ ἀναβολῶν ἢ ὑπεκφυγῶν, Πλάτ. Πρωτ. 336C. - Παθ., γραφῆς ἐκκρουομένης Δημ. 1102. 19, πρβλ. 1266. 11· πρβλ. διακρούω, παρακρούω. 5) ἐκρίπτω, ἐξακοντίζω, βέλη ἐκ μηχανῶν Δίων Κ. 75. 11. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκφύομαι, ἀναφύομαι, κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει Φιλόστρ. 23.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 faire tomber en secouant ou en heurtant;
2 repousser en heurtant : ἐκκρ. τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους THC repousser le choc des barbares;
3 p. ext. détourner : τινα τῆς προαιρέσεως PLUT qqn de son projet ; τοῦ παρόντος ἑαυτόν DÉM se détourner brusquement de l’objet présent d’une discussion;
II. intr. en apparence (s.e. ἑαυτόν) se faire jour en déchirant, percer;
Moy. ἐκκρούομαι;
1 faire tomber en secouant ou en heurtant;
2 se débarrasser de, acc..
Étymologie: ἐκ, κρούω.

Spanish (DGE)

A tr.
I c. ac. de cosa
1 impulsar φυλαττόμενον μὴ ἐκκρούσῃ (sc. τὸ προβόλιον) ἐκ τῶν χειρῶν τῇ κεφαλῇ ἐκνεύσας de un jabalí, X.Cyn.10.12, X.Cyn.10.12, ἐκ μηχανῶν βέλη D.C.75.11.2, εἰ δέ τις ... ἐκκρούσειε πρόσω τὴν Πηνελόπην y si alguno impulsaba hacia delante a Penélope, e.e., la ficha llamada así en un juego, Apio Fr.Hist.36.
2 golpear, romper de un golpe, forzar τὸ χελώνιον τοῦ οἴκου PTeb.46.16 (II a.C.), en v. pas. τὴν μήτραν τῆς αὐλείας ἐκκεκρουμένην reventado el cerrojo del portal del patio, BGU 1007.16 (III a.C.) en BL 8.38
en v. med. mismo sent. τοὺς πύνδακας Ar.Fr.281.
3 arrancar, quitar, sacar prov. ἥλῳ ... ἐκκρούεις τὸν ἧλον Luc.Philops.9, cf. Laps.7, συμφοραὶ ... πάθει πάθος ἐκκρούουσαι Synes.Ep.41 (p.62), πάτταλος τὸν πάτταλον ἐξέκρουεν Greg.Cypr.p.116.9, en v. pas., Synes.Ep.44
en v. med. mismo sent. βῆχα ... μετὰ πόνου καὶ ἀλγηδόνος ἐξεκρούσαντο Plu.2.515a.
4 c. ref. al tiempo aplazar, diferir ἐκκρούσας ... εἰς τὴν ὑστεραίαν τὴν ... γνώμην ... ἑλεῖν D.19.144, τῷ χρόνῳ τὸ πρᾶγμα Plu.Caes.13, en v. pas. χρόνου δὲ γιγνομένου, καὶ τῆς μὲν γραφῆς ἐκκρουομένης D.45.4
abs. ἵν' ἐκκρούοντες χρόνους ἐμποιῶμεν para que aplazando el asunto ganemos tiempo D.36.2, cf. 54.30.
II c. ac. de abstr., fig.
1 expulsar, anular ἐνθύμημα ... γὰρ ἐκκρούσει τὸ πάθος pues el entimema apagará la pasión Arist.Rh.1418a13, cf. 14, c. dat. instrum. λύπην ἀδέσποτον ψυχῆς ... λογισμῷ ἔκκρουε Democr.B 290, τὴν ... τῆς ψυχῆς ἀσχολίαν τῇ τῶν σωματικῶν τε καὶ γηΐνων φροντίδι Gr.Nyss.Or.Dom.7.1, c. ἐκ c. gen. ἔκκρουσον στυγερὰν ἐκ κραδίας ὀδύναν AP 12.49 (Mel.), en v. pas. τὰς γνώσεις τῇ πληγῇ ἐκκρουομένας Plot.5.8.11.
2 eludir, esquivar ἐκκρούων τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἐθέλων διδόναι λόγον esquivando los argumentos y no queriendo darle la razón Pl.Prt.336c, ὁπότε δ' οἱ κυβερνῆται ταῖς ἐμπειρίαις ἐκκρούσειαν τὰς ἐπιφοράς D.S.13.45
c. suj. abstr. invalidar ὁ δὴ χρόνος ἐκκρούει τὸ μάντευμα I.BI 1.80, τοῦτον τὸν λόγον ... ἐκκρούει τὸ παντὶ ὁρᾶν εἶναι ῥέοντα τὸν ποταμόν Aristid.Or.36.12.
III c. ac. de pers.
1 expulsar, echar, desalojar de una posición, c. ἀπό y gen. ἀπ' αὐτοῦ (λόφου) ἐκκροῦσαι τοὺς ἤδη ἐπόντας βαρβάρους Th.4.128, c. dat. μάχῃ ἐκκρούσαντες τοὺς ἐπόντας Th.4.131, sólo c. ac. de pers. αὐτούς X.HG 7.4.16, D.C.47.36.1, en v. pas. Ἀρισταγόρας ... ὑπὸ Ἠδώνων ἐξεκρούσθη Th.4.102, cf. 6.100, Ἀννίβας ... ἐξεκρούσθη ὑπὸ τῶν φυλαττόντων αὐτάς (σκηνάς) D.C.Epit.8.10.4, ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἐκκρουόμενοι Hld.5.27.5
en v. med. mismo sent. τοὺς βιαζομένους εἰσελθεῖν ἐξεκρούσαντο D.C.Epit.9.26.10.
2 c. gen. alejar, apartar, desviar ἵνα μὴ ... τοῦ παρόντος ἐμαυτὸν ἐκκρούσω para no salirme del presente asunto D.18.313, τούτων οὐδὲν ἐξέκρουσε τὸν Σόλωνα τῆς αὑτοῦ προαιρέσεως Plu.Sol.14, ἐκκρούει γὰρ σχεδίου λόγου ... ἀκροατὴς σεμνῷ προσώπῳ pues distrae el discurso improvisado un oyente de rostro severo Philostr.VS 614
fig. frustrar ἐκκέκρουκάς με ἐλπίδος Pl.Phdr.228e.
3 en rel. c. la palabra interrumpir ἐβόων, ἐξέκρουόν με, τελευτῶντες ἐχλεύαζον D.19.23, ἐκκρούων αὐτὸν ὁ Αἰλιανὸς ... εἶπεν Philostr.VA 7.17, en v. pas. ἀλλὰ δέδοικα μὴ ἐκκρουσθῶ Arr.Epict.2.13.19, cf. 20.
IV usos cien.
1 fís. interferir, impedir εἰ δὲ ἀσθενεστάτη, ῥᾳδία ἐκκρούειν si es más débil (el movimiento), es fácil de interferir Arist.Mech.851a11, ἡ μείζων κίνησις τὴν ἐλάττω ἐκκρούει Arist.Sens.447a15, cf. EN 1175b8, τὸν λογισμόν Arist.EN 1119b10, cf. 1154a27, en v. pas., Arist.Mech.849a7, cf. 10, ἂν ὑπὸ μηδενὸς ἐκκρούηται siempre que no sea impedido por nada de un móvil, Arist.Ph.264a10.
2 mat. restar, sustraer, deducir ἔκκρουε τριακοντάδας ve restando de treinta en treinta (grados) Vett.Val.19.25, cf. 20.24, τοῦτο ἐκκρούειν ἐκ τοῦ ὡριαίου μεγέθους Vett.Val.285.30, en v. pas. πρὸς τὴν ποσότητα τῶν ἐκκρουσθέντων τριακοντάδων β̅ ἡμέρας Vett.Val.50.24
econ. deducir, descontar una suma o cantidad del total (τοὺς στατῆρας) PFay.109.9 (I d.C.), ξ(έστας) PKell.G.96.538, cf. 966 (IV d.C.), en v. pas. ἐξ ὧν ἐξεκρούσθη ... αὐτῷ Σιλουανῷ δηνάρια δεκαπέντε PCol.221.7, cf. 22, 31 (II d.C.), PTeb.189, 241 (III a.C.), οὐδενὸς ἐκκρουομένου τῶν μισθῶν POxy.725.37 (II d.C.), cf. 1748.4 (III d.C.).
3 mat. eliminar el mismo elemento de los dos miembros de una ecuación para simplificarla, por sustracción κοινὸν ἐκκεκρούσθω τὸ ἀπὸ BZ réstese el segmento común BZ Papp.946, por división κοινὸς ἐκκεκρούσθω ὁ τῆς ΒΘ πρὸς ΒΔ λόγος elimínese la proporción común ΒΘ / ΒΔ Papp.890.
B intr.
1 salir, brotar κέρατα τῶν κροτάφων ἐκκρούει μικρά unos cuernos pequeños salen de las sienes de Ío, Philostr.VA 1.19.
2 en v. med. y med.-pas. salir disparado, desviarse καὶ ὃς ἂν εἰσέλθῃ ... καὶ ἐκκρουσθῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ τῇ ἀξίνῃ para cortar árboles, LXX De.19.5, c. gen. τῆς ἕδρας Ach.Tat.1.12.5.

Greek Monolingual

(AM ἐκκρούω)
εκβάλλω με κρούση, εξωθώ
μσν.
1. χτυπώ
2. (για όργανο) παίζω
αρχ.-μσν.
εκτοξεύω, εκσφενδονίζω
αρχ.
1. φυγαδεύω
2. απωθώ, αποκρούω, νικώ
3. αποστερώ, αναγκάζω κάποιον να παραιτηθεί
4. αντικρούω
5. με αποδοκιμασία αναγκάζω ηθοποιό να φύγει από τη σκηνή, γιουχάρω
6. αναβάλλω, ματαιώνω με υπεκφυγές
7. απαλλάσσομαι από κάτι
8. σπάζω
9. μαθ. αφαιρώ από κάτι.

Greek Monotonic

ἐκκρούω: μέλ. -σω·
1. αφαιρώ με χτύπημα κάτι, τι ἐκ τῶν χειρῶν, σε Ξεν.
2. απωθώ, αποκρούω, σε Θουκ., Ξεν.· μεταφ., εμποδίζω κάποιον από κάτι, με γεν., σε Πλούτ.
3. αποδοκιμάζω με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον αναγκάζω να κατέβει από τη σκηνή του θεάτρου, Λατ. explodere, σε Δημ.
4. αναβάλλω, αποφεύγω με υπεκφυγές και προφάσεις, υπεκφεύγω, στον ίδ.· ἐκκρ. τοὺς λόγους, ματαιώνω με αναβολή, υπεκφεύγω, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκρούω:
1) выбивать, вышибать (τὸ προβόλιον ἐκ τῶν χειρῶν Xen.; τὸ ξίφος ἐκκρουσθὲν ὑπὸ πληγῆς Plut.);
2) отбивать, отражать (ἡ μείζων κίνησις τὴν ἐλάττω ἐκκρούει Arst.; τοὺς ἐπιόντας βαρβάρους Thuc.; sc. τοὺς πολεμίους Xen.; τὴν ἐπιβολήν Plut.): ἐντὸς γενόμενοι βίᾳ ἐξεκρούσθησαν πάλιν Thuc. вторгнувшись внутрь (укреплений), они были вновь выбиты;
3) перебивать (τοὺς λόγους Plat.; τινά Dem.; λέγειν τι βουλόμενον Plut.);
4) отклонять, отвращать (τινὰ τῆς προαιρέσεως Plut.): μέλλοντας ἁμαρτάνειν ἐ. Plut. удерживать тех, кто собирается совершить дурное; ἐ. ἑαυτὸν τοῦ παρόντος Dem. отклониться от непосредственного вопроса;
5) подавлять, прогонять, уничтожать (λογισμόν, λύπην Arst.): τῷ θορύβῳ τὸν λογισμὸν ἐκκρουσθείς Plut. сбитый с толку шумом;
6) вытеснять, изгонять (τοὺς ἡγεμόνας Plut.; τὸ ἔθος ἄλλῳ ἔθει ἐκκρούεται Arst.): βῆχα μετὰ πόνου ἐκκρούεσθαι Plut. с трудом откашливаться;
7) лишать (τινὰ ἐλπίδος Plat.; τινὰ τῆς ἀρχῆς Plut.);
8) (тж. χρόνον или χρόνους ἐ. Dem.) откладывать, отсрочивать (εἰς ὑστεραίαν Dem.): ἐ. καὶ παράγειν Plut. откладывать и хитрить, т. е. под всякими предлогами затягивать дело.

Middle Liddell

fut. σω
1. to knock out, τι ἐκ τῶν χειρῶν Xen.
2. to drive back, repulse, Thuc., Xen.: metaph. to frustrate one of a thing, c. gen., Plut.
3. to hiss an actor off the stage, explodere, Dem.
4. to put off, adjourn by evasions, Dem.; ἐκκρ. τοὺς λόγους to baffle by putting off, elude, Plat.