ἐπιάχω

From LSJ
Revision as of 20:06, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάχω Medium diacritics: ἐπιάχω Low diacritics: επιάχω Capitals: ΕΠΙΑΧΩ
Transliteration A: epiáchō Transliteration B: epiachō Transliteration C: epiacho Beta Code: e)pia/xw

English (LSJ)

[ᾰ], A shout out, shout applause after a speech, ὣς ἔφαθ'· οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον Il.7.403. 2. shout, ὅσσον τ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 5.860.

German (Pape)

[Seite 927] zurufen, zujauchzen, als Beifallsbezeugung, ἐπίαχον, μῦθον ἀγασσάμενοι Il. 9, 50, vgl. ἐπὶ δ' ἴαχε λαός 13, 822; übh. laut schreien, ὅσσον δ' ἐννεάχιλοι ἐπίαχον 14, 148; 5, 860; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιάχω: ἐπιβοῶ, ἐπευφημῶ, κατόπιν ἀγορεύσεώς τινος, ὣς ἔφαθ’· οἱ δ’ ἄρα πάντες ἐπίαχον Ἰλ. Η. 403, Ι. 50. 2) βοῶ, κραυγάζω, ὅσσον τ’ ἐννεάχιλοι ἐπίαχον Ἰλ. Ε. 860, Ξ. 148, πρβλ. ἐπευφημέω ῑ ἐν τῷ παρατ. ἕνεκα τῆς αὐξήσ..

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπίαχον;
1 pousser des acclamations après (un discours);
2 pousser de grands cris (au sujet de qch).
Étymologie: ἐπί, ἰάχω.

English (Autenrieth)

aor. 2 ἐπίαχον: shout (at), shout (in battle), Il. 7.403, Il. 5.860. (Il.)

Greek Monolingual

ἐπιάχω (Α)
1. επευφημώ («ὧς ἔφαθ', οἱ δ' ἄρα πάντες ἐπίαχον υἶες Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.)
2. κραυγάζω, φωνάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάχω «φωνάζω»].

Greek Monotonic

ἐπιάχω: [ᾰ], κραυγάζω, επιδοκιμάζω, επευφημώ, επικροτώ μετά από μία αγόρευση ή ομιλία, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης απλώς, φωνάζω δυνατά, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐάχω: (ᾰ) (impf. ἐπίᾰχον с ῑ)
1) кричать в знак одобрения Hom.;
2) издавать возгласы, восклицать Hom.

Middle Liddell


to shout out, to shout applause after a speech, Il.: also simply to shout aloud, Il.