πῶμα

From LSJ
Revision as of 12:44, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῶμα Medium diacritics: πῶμα Low diacritics: πώμα Capitals: ΠΩΜΑ
Transliteration A: pō̂ma Transliteration B: pōma Transliteration C: poma Beta Code: pw=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, A lid, cover, φαρέτρης Il.4.116, cf. Od.9.314, B.5.76; χηλοῦ Il.16.221, cf. Od.8.443; πίθου, πίθοιο, Hes.Op.94,98; κάδων Archil.4; κεραμίων PCair.Zen.481.26 (iii B.C., pl.); (κιβωτοῦ) Plu. Rom.28; σιδηροῦν Plb.22.11.16; ἔχει ἡ ἀρτηρία (the windpipe) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Arist.Resp.476a34, cf. HA530a21, al.; ἐπέθηκα τῇ θύρᾳ τὸ π. the stone that closed the entrance, Luc.DMar.2.2; π. λάϊνον, of a tomb, IG12(8).93 (Imbros); operculum of univalves, πορφύρας πώματα Dsc.2.7, cf. 8, Eup.2.63; of the Egyptian bean, Id.2.106.
(B), ατος, τό, (πίνω, πέπωκα) A drink, draught, A.Eu.266 (lyr.), S.Ph.715 (lyr.), E.Hec.392 (prob.), Ba.279 (prob.), Pl.R.406a, etc.; τὰ ἀναγκαῖα πώματα drinking water, Id.Lg.844b: pl., εὐτρεφέστατον πωμάτων, of Dirce, A. Th.308(lyr.):—the short form πόμα occurs in Pi.N. 3.79 (metaph.), and in later Poets, Call.Fr.8.20 P., Nic.Al.105, 299, Man.3.71 (poet. dat. pl. πομάτεσσι Hsch.); also in Ionic and later Prose, Hp.VM5 (opp. ῥύφημα), Hdt.3.23, Phld.Mus.p.51 K., cf. Poll.6.15; but only as v.l. in correct Attic writers, as Pl.Phd.117b, Phlb.34e:—for πομάτιον in EM578.8 Dind. restores πόμα τι from Hsch. s.v. μελίτιον. II drinking cup, Hsch.

German (Pape)

[Seite 827] τό (πίνω, πέπωκα), der Trank; π οταμοὺς δ' οἲ διὰ χώρας θελεμὸν πῶμα χέουσιν, Aesch. Suppl. 1027, u. öfter; Soph. Phil. 706; Eur. Bacch. 707 u. öfter, Plut. Critia. 115 b u. oft, wie Folgde. τό, der Deckel; φαρέτρης, Il. 4, 116; χηλοῦ, 16, 221, u. oft; πώμασιν ἄρσον ἅπαντας (sc. ἀμφιφορεῖς), Od. 2, 353; πίθου, Hes. O. 94. 98; Archil. frg. 49; u. in Prosa: σιδηροῦν, Pol. 22, 11, 16; κιβωτοῦ, Plut. Rom. 28, Luc. Icarom. 25.

Greek (Liddell-Scott)

πῶμα: τό, κάλυμμα, σκέπασμα, φαρέτρης Ἰλ. Δ. 116, Ὀδ. Ι. 314· χηλοῦ Ἰλ. Π. 221, Ὀδ. Θ. 443· πίθου Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 94. 98· κάδου Ἀρχίλ. 4· σιδηροῦν Πολύβ. 22. 11, 16· ἔχει ἡ ἀρτηρία (ὁ λάρυγξ) οἷον π. τὴν ἐπιγλωττίδα Ἀριστ. περὶ Ἀναπν. 11, 4, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 34 κ. ἀλλ.· π. τῆς θύρας τοῦ ἄντρου, ὁ λίθος ὅστις ἔφραττε τὴν εἴσοδον, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 2. 2. (Ἄγνωστος ἡ ἐτυμολογία).

French (Bailly abrégé)

1ατος (τό) :
I. couvercle :
1 couvercle de vase ou de tonneau;
2 couvercle de carquois;
3 couvercle de coffre, de trappe;
II. pierre qui bouche l'entrée d'un antre.
Étymologie: R. Πω, couvrir.
2ατος (τό) :
1 ce qu’on boit, boisson, potion;
2 eau potable.
Étymologie: R. Πο, boire ; v. πίνω pf. πέπωκα, lat. potus, poculum, etc.

English (Autenrieth)

ατος: lid, cover, of a chest, a vase, a quiver, Il. 16.221, Od. 2.353, Il. 4.116. (See the quiver of Heracles in cut.)

Greek Monolingual

(I)
το / πῶμα, πώματος, ΝΑ
κάλυμμα, σκέπασμα, τάπα, καπάκι (α. «βάλε το πώμα στο μπουκάλι γιατί θα εξατμιστεί το οινόπνευμα» β. «ὡς εἴ τε φαρέτρη πῶμ' ἐπιθείη», Ομ. Οδ.)
αρχ.
τάφος, μνήμα («εἶδε δὲ τέκνου πώματι λαϊνέῳ σῶμα κατισχόμενον», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πῶμα (< pō-mn με επίθημα -μα τών ρηματικών ονομάτων, πρβλ. δρά-μα) ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pō(i)- / pō-y- «προστατεύω, φυλάσσω, στεγάζω» με βουκολική σημ., στην οποία ανάγονται και οι τ. πῶυ «αγέλη», ποίμνη «κοπάδι», ποιμήν «βοσκός» (βλ. λ. ποιμένας), καθώς και το αρχ. ινδ. pāti «προφυλάσσω»].
(II)
πώματος, τὸ, Α, και πόμα, -ατος, ΜΑ
1. καθετί που πίνεται, ποτό
2. (κατά τον Ησύχ.) ποτήρι
3. φρ. «τὰ ἀναγκαῖα πώματα» — πόσιμο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίνω.

Greek Monotonic

πῶμα: -ατος, τό (√ΠΟ σε μερικούς χρόνους του πίνω), ποτό, ρόφημα, σε Τραγ., Πλάτ. κ.λπ.
πῶμα: -ατος, τό, σκέπασμα, κάλυμμα, σε Όμηρ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

πῶμα: ατος τό Trag., Plat. = πόμα.
ατος τό крышка, клапан (φαρέτρης Hom.; πίθου Hes.; κιβωτοῦ Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῶμα -ατος, τό deksel, afsluiting.
πῶμα -ατος, τό ook πόμα [πίνω] drank; spec. drinkwater:. ὕδωρ... Διρκαῖον, εὐτραφέστατον πωμάτων het water van de Dirce, de gezondste drank Aeschl. Sept. 308.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: n.
Meaning: lid, cover of chest, pot, tube etc. (ep. ion. Il., Arist., hell. a. late).
Derivatives: πωμ-άτιον n. dimin. (Sor.); -ατίας m. kind of snail (Dsc.) and two denominatives: 1. πωμάζω, also m. ἐπι-, περι- a.o. to cover, close with a lid (Arist., Hero a.o.) with ἐπιπωμασμός (Eust.) and the backformation ἐπίπωμα lid (Gal. a.o.), to which ἐπιπωματικός (sch.); 2. πωματίζω, mostly ἐπι-, περι-, ἀπο-'id.' (Arist., Thphr. a.o.) with ἐπιπωμάτισις (VIp). To this the seemingly primary ἐπιπωμάννυμαι to be covered (Hero).
Origin: IE [Indo-European] [787] *peh₂- guard, protect
Etymology: Old verbal noun from IE *poh₂-mn̥ beside *poh₂-tro-m n. in Skt. pā́tram case, barrel, Germ., e.g. Goth. fodr sheath, cover, NHG Futter (of cloth). The primary verb is retained in Skt. pā́-ti guard, protect (IE *peh₂-). On the basis of the words belonging to it, ποιμήν, πῶυ (< *πῶι̯υ) one posited a root with an original long diphthong pōi- (thus Pok. 839); s. ποιμήν w. further lit. (we now know that they had (*peh₂-i-, poh₂-i-).
2. Meaning: drink
See also: s. πίνω.

Middle Liddell

πῶμα, ατος, τό, [ΠΟ, Root of some tenses of πίνω
a drink, a draught, Trag., Plat., etc.
πῶμα, ατος, τό,
a lid, cover, Hom. [Of unknown origin.]

Frisk Etymology German

πῶμα: 1.
{pō̃ma}
Grammar: n.
Meaning: Deckel an Kasten, Krügen, Köchern usw. (ep. ion. seit Il., Arist., hell. u. sp.).
Derivative: Davon πωμάτιον n. Demin. (Sor.), -ατίας m. Art Schnecke (Dsk.) und zwei Denominativa: 1. πωμάζω, auch m. ἐπι-, περι- u.a. mit einem Deckel schließen, zudecken (Arist., Hero u.a.) mit ἐπιπωμασμός (Eust.) und der Rückbildung ἐπίπωμα Deckel (Gal. u.a.), wozu ἐπιπωματικός (Sch.); 2. πωματίζω, meist ἐπι-, περι-, ἀπο-’ds.’ (Arist., Thphr. u.a.) mit ἐπιπωμάτισις (VIp). Dazu das scheinbar primäre ἐπιπωμάννυμαι zugedeckt werden (Hero).
Etymology: Altes Verbalnomen aus idg. *-mn̥ neben *-tro-m n. in aind. pā́tram Behälter, Gefäß, germ., z.B. got. fodr Scheide, Futteral, nhd. Futter (des Kleides). Das primäre Verb ist in aind. pā́-ti hüten, schützen erhalten. Die dazu gehörigen ποιμήν, πῶυ (aus *πῶι̯υ) lassen einen urspr. Langdiphthong pōi- erkennen; s. ποιμήν m. weiterer Lit.
Page 2,635-636
2.
{pō̃ma}
Meaning: Trank
See also: s. πίνω.
Page 2,635