διαστροφή
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
English (LSJ)
ἡ, A twisting, of a fractured limb, Hp.Fract.16; distortion, Id.Art.46; τῶν ὀμμάτων Arist.Pr.958a6, cf. 960a20: abs., of limbs, Sor.1.111. 2 metaph., perversion, Arist.EE1227a21; τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον Plb. 2.21.8, Porph.Abst.1.13, etc.; γενῶν Plu.2.520c; δ. κακή LXX Pr.2.14. 3 distraction, Metrod.Herc.831.7; madness, D.L.2.89. 4 tergiversation, Just.Nov.17.8.1 (pl.).
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Morfología: [plu. gen. διαστροφέων Hp.Art.46]
I 1desviación κρατηθῆναι τὴν ἐπίδεσιν ὑπὸ τῆς διαστροφῆς τῆς ἐν τῇ διαθέσει que el vendaje sea anulado (en su eficacia) por el cambio de postura Hp.Fract.16, τῆς γωνίας Plu.2.930a
•torsión τοῦ προσώπου Aret.SD 1.2.2
•ref. a la madera alabeo Thphr.HP 5.1.10.
2 medic. dislocación, torcedura del fémur, Hp.Fract.20, cf. Mochl.40, 41
•desviación ῥάχιος Hp.Coac.305, cf. Art.46, 47, διαστροφὴν δὲ ἴσχουσιν οἱ ὀδόντες Hp.Art.34, τῆς μήτρας Sor.127.25, cf. Dsc.1.32.2, 33.2.
3 bizquera, estrabismo ὀφθαλμῶν Hp.Iudic.44, cf. Epid.2.5.11, Arist.Pr.958a6, 960a20, dud. en CIL 13.10021.178 (Galia).
II fig.
1 alteración, trastorno δ. φύσιος en el desarrollo de una enfermedad, Hp.Iudic.55.
2 gener. desviación, perversión, corrupción op. διόρθωσις Aristox.Fr.76, cf. Ath.18e, igual a παρὰ φύσιν Arist.EE 1227a21 (cód.), cf. LXX Pr.2.14, Aristeas 130, 142, Plu.2.520c, Demetr.1, Arr.Epict.3.7.18, Clem.Al.Strom.7.3.14, 7.16.102, Basil.M.29.240B, c. gen. obj. ἡ ἐπὶ τὸ χεῖρον τοῦ δήμου δ. Plb.2.21.8, cf. Ath.Al.M.28.436A, c. gen. subjet. τῶν φαύλων Const.Ep. en Ath.Al.Apol.Sec.87.4
•confusión, agitación ἐν πολλῇ ἐστιν δι[α] στροφῇ POxy.1842.8 (VI d.C.)
•plu. corruptelas πολλαί εἰσιν αἱ διαστροφαὶ τοῦ ἐχθροῦ A.Phil.142 (p.82.4), cf. Iust.Nou.17.8.1
•inversión, desviación ref. al papel sexual pasivo por parte del hombre, Arist.Pr.879b26, κατὰ διαστροφήν Porph.Abst.1.13, ἐκ διαστροφῆς op. κατὰ φύσιν Iul.Or.9.202c.
3 lingüíst., fil. distorsión, perversión τοῦ λόγου Plu.2.1072b
•en la fil. estoica perversión de la razón τὰ πάθη τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς τοῦ λόγου διαστροφὰς εἶναι Zeno Stoic.1.51, ἠθῶν Zeno en D.L.7.8, abs. ἐκ δὲ τῶν ψευδῶν ἐπιγίνεσθαι τὴν διαστροφὴν ἐπὶ τὴν διάνοιαν D.L.7.110, cf. Chrysipp.Stoic.3.55, Pythag.Ep.5.1, D.L.2.89.
4 medic. desarreglo διαστροφαὶ ... παντοῖαι παντοίως γίνονται Hp.Flat.14.
5 molestia, incomodidad, perjuicio econ., admin. o de otro tipo ἐν ... διαστροφῇ γενέσθαι POxy.1165.5 (VI d.C.), δίχα ... ζημίας καὶ διαστροφῆς Cod.Iust.11.1.1.1, cf. Iust.Nou.130.2, 3, PMasp.32.92 (VI d.C.), c. gen. obj. τῶν δημοσίων πρακτόρων PLond.1676.22 (VI d.C.).
6 devaluación de la moneda, Io.Mal.Chron.M.97.704C.
German (Pape)
[Seite 604] ἡ, Verdrehung, ὀμμάτων, das Schielen, Arist. Probl. 41, 7; Verreutung, Medic. Auch von Geistesverkehrtheit, D. L. 2, 89. – Übertr., δ. τοῦ δήμου ἐπὶ τὸ χεῖρον, Verschlechterung, Pol. 2, 21; Ggstz διόρθωσις, Plut. Mus. 31.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
distorsion ; au sens mor. perversion.
Étymologie: διαστρέφω.
Greek (Liddell-Scott)
διαστροφή: ἡ, (διαστρέφω) συστροφή, ἐπὶ τεθραυσμένου μέλους, Ἱππ. Ἀγμ. 763· ἐξάρθρησις, ὁ αὐτ. Ἂρθρ. 812· συστροφή, «στρηφογύρισμα», τῶν ὀμμάτων Ἀριστ. Προβλ. 31. 7 καί 27. 2) μεταφ., μεταστροφή, διαφθορά, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ε. 2. 10, 23· τινος ἐπί τὸ χεῖρον Πολύβ. 2. 21, 8.
Greek Monolingual
η (AM διαστροφή)
1. εκτροπή μέλους του ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο
2. στράβωμα, παραμόρφωση
3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά
4. παραμόρφωση, παραχάραξη, παραποίηση
νεοελλ.
1. μεταβολή σχήματος, μορφής («διαστροφή του προσώπου» — μορφασμός, στραβομουτσούνιασμα)
2. κακόπιστη παραποίηση («διαστροφή αλήθειας, λόγων, επεισοδίου»)
3. (αναφορικά με τα γενετήσια ένστικτα) παρεκτροπή από το φυσιολογικό, σεξουαλική ανωμαλία
μσν.
(για χορευτές) εύστροφη σωματική κάμψη, τσάκισμα, τσαλίμι («τὰς κινήσεις ἐθαύμαζον... τὰς τῶν χειρῶν διαστροφάς»)
αρχ.
1. έλλειψη προσοχής, αφηρημάδα
2. παραφροσύνη, τρέλα
3. φρ. «διαστροφὴ τῶν ὀμμάτων» — αλληθώρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το αρχ. ελλ. διαστροφή σχηματίστηκε ως μεταφραστικό δάνειο το λατ. perversus απ' όπου αντίστοιχες ευρωπαϊκές λέξεις (πρβλ. γαλλ.-αγγλ. perversion).
Greek Monotonic
διαστροφή: ἡ, διαστρέβλωση, παραμόρφωση, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
διαστροφή: ἡ
1) перекашивание, скашивание (ὀμμάτων Arst.);
2) (тж. δ. ἐπὶ τὸ χεῖρον Polyb.) совращение, развращение, порча (τῆς ψυχῆς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαστροφή -ῆς, ἡ [διαστρέφω] geneesk., verdraaiing, vervorming.