κηδεύω
English (LSJ)
(κῆδος)
A take charge of, tend.S. OT1323 (lyr.), OC750; πόλιν Id.Fr.683.4, E.IT1212; νύμφην Id.Med. 888; νόσημα Id.Or.883.
2 esp. attend to a corpse, bury, ἀλλ' ἐν ξένησι χερσὶ κηδευθεὶς τάλας = but you were given burial, miserable one, by foreign hands S.El.1141, cf.E.Rh.983; μ' ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν IG14.1860: also in Prose, Plb.5.10.4, etc.; ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσί = funeral honours rendered by the hands of enemies, Demad.9, cf. Plu.Alex.56; βασιλέων κηδευομένων Arist.Fr.519, cf. Wilcken Chr.499 (ii/iii A.D.); κεκηδευμένος νεκρὸς ἐν μέλιτι J.AJ14.7.4; εἰς ἣν [σορὸν] οὐδενὶ ἔξεσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι CIG3028.3 (Ephesus), cf.POxy.1067.6 (iii A.D.).
3 = κηδεμονεύω, in Pass., Cod.Just.3.10.1.1.
II contract a marriage, of the bridegroom, ally oneself in marriage, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ A.Pr.890 (lyr.): c.acc. cogn., κηδεύω λέχος = marry, S.Tr.1227: c.dat.pers., ally oneself with... E.Hipp.634, Fr.395, D.59.81, Men.Epit.427, etc.; κ. ὅτῳ θέλουσιν Arist.Pol.1307a37; become the son-in-law of, Moer. p.368 P.:—in Pass., to be married, E.Ph.347 (lyr.).
2 c.acc.pers., make one's kinsman by marriage, Id.Hec.1202; also κηδεύω τὴν θυγατέρα τινί = to marry her to some one, J.AJ6.10.2: abs., οἱ κηδεύσαντες = those who formed the marriage, E.Med.367.
German (Pape)
[Seite 1429] besorgen, pflegen; ὑπομένεις με τὸν τυφλὸν κηδεύων Soph. O. R. 1324, vgl. O. C. 754; Eur. Or. 781. 881; πόλιν I. T. 1212; bes. – a) eine Leiche bestatten; Eur. Rhes. 983; ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. El. 1130, Pol. 5, 10, 4; Plut. Fab. 28 u. a. Sp. – ) durch Heirath, τὴν παῖδα, die Tochter verheirathen, οἱ κηδεύσαντες, die Schwiegeraltern, Eur. Med. 867. – Gew. intr., sich verschwägern, sich verheirathen, τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Aesch. Prom. 892, sich seinem Stande gemäß verheirathen; αὐτὸς τοῦτο κήδευσον λέχος Soph. Tr. 1217, wie Eur. Hipp. 634; τινί, Dem. 59, 81; nach Moeris attisch für παρά τινος γυναῖκα λαμβάνειν; so auch Arist. Polit. 5, 7 u. Sp., wie Plut. Demetr. 31.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐκήδευσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐκηδεύθην, pf. κεκήδευμαι;
I. tr. 1 prendre soin de, en gén. : τινα, de qqn ; πόλιν EUR gouverner une ville;
2 particul. prendre soin d'un mort : τινα, rendre à qqn les devoirs funèbres;
3 unir par un mariage, acc.;
II. intr. s'unir par mariage, contracter alliance : τινι, avec qqn.
Étymologie: κῆδος.
Greek (Liddell-Scott)
κηδεύω: (κῆδος) ἐπιμελοῦμαί τινος, φροντίζω, περιποιοῦμαι, Σοφ. Ο. Τ. 1323, Ο. Κ. 740· πόλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 606, Εὐρ. Ι. Τ. 1213· νύμφην ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 888· νόσημα ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 883. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηδεύοντα· ἐπιστατοῦντα, κηδόμενον». 2) φροντίζω ὅπως ἀποδώσω τὰς τελευταίας περιποιήσεις εἰς νεκρόν, κλείω τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐνταφιάζω αὐτόν, πενθῶ, κτλ. (πρβλ. κῆδος Ι. 2, κηδεμών), ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθεὶς τάλας Σοφ. Ἠλ. 1141, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 983· μ’ ἔθαψε καὶ ἐκήδευσεν Ἑλλ. Ἐπιγρ. 604· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, ταφὴ κηδευθεῖσα ταῖς τῶν ἐναντίων χερσὶ Δημάδ. 179. 30, πρβλ. Πολύβ. 5. 10, 4, Πλουτ. Ἀλέξ. 56· βασιλέων κηδευομένων Ἀριστ. Ἀποσπ. 476· κεκηδευμένος Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 7, 4· εἰς ἣν σορὸν οὐδενὶ ἐξέσται ἕτερον πτῶμα κηδεῦσαι Συλλ. Ἐπιγρ. 3028. 3. ΙΙ. παρά τινος γυναῖκα λαμβάνω, ἐπὶ τοῦ ἀνδρὸς (Μοῖρις), συνάπτω συγγένειαν δι’ ἐπιγαμίας, γίνομαι συγγενής τινος, «συμπεθερεύω», τὸ κηδεῦσαι καθ’ ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ Αἰσχύλ. Πρ. 890· μετὰ συστοίχ. αἰτ., κηδ. λέχος, νυμφεύομαι, ὑπανδρεύομαι, Σοφ. Τρ. 1227, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 10· μετὰ δοτ. προσώπ., συνάπτω σχέσεις μετά τινος δι’ ἐπιγαμίας, Εὐρ. Ἱππ. 634, Ἀποσπ. 399, Δημ. 1372. 25, κτλ.· ― ἐν τῷ παθ., ἔχω τοιαύτην συγγένειαν, Εὐρ. Φοίν. 347. 2) μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω τινὰ συγγενῆ μου διὰ γάμου, ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 1202· ὡσαύτως, κ. τὴν θυγατέρα τινί, δίδω εἴς τινα τὴν θυγατέρα μου εἰς γάμον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 6. 10, 2· ― ἀπολ., οἱ κηδεύοντες, οἱ συνάψαντες τὸν γάμον, Εὐρ. Μήδ. 367.
Greek Monolingual
(ΑΜ κηδεύω) κήδος
κάνω κηδεία, ενταφιάζω, θάβω (α. «θα τον κηδέψουν αύριο στις πέντε το απόγευμα» β. «ἀλλ' ἐν ξένησι χερσι κηδευθεὶς τάλας», Σοφ.)
μσν.
1. νοιάζομαι, ευσπλαχνίζομαι κάποιον
2. προσέχω, φυλάγομαι
μσν.-αρχ.
φροντίζω, περιποιούμαι, υπηρετώ («κηδεύειν πόλιν», Σοφ.)
αρχ.
1. συνάπτω γάμο (α. «ὡς τὸ κηδεῦσαι καθ' ἑαυτὸν ἀριστεύει μακρῷ», Αισχύλ. β. «κηδεύσας καλοῖς γαμβροῖσι χαίρων σῴζεται πικρὸν λέχος», Ευρ.)
2. γίνομαι γαμπρός κάποιου
3. κάνω κάποιον συγγενή μου με γάμο («πότερα κηδεύσων τινά ἢ ξυγγενὴς ὤν, ἢ τίν' αἰτίαν ἔχων», Ευρ.)
4. παθ. κηδεύομαι
διατελώ υπό κηδεμονία
5. (πληθ. αρσ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ κηδεύσαντες
αυτοί που συνήψαν τον γάμο
6. φρ. α) «κηδεύω λέχος» — νυμφεύομαι
β) «κηδεύω τὴν θυγατέρα τινί» — δίνω την κόρη μου σε κάποιον για γάμο.
Greek Monotonic
κηδεύω: μέλ. -σω (κῆδος),
I. 1. επιμελούμαι, προσέχω, φροντίζω, σε Σοφ., Ευρ.
2. ιδίως, περιποιούμαι νεκρό, κλείνω τα μάτια του, θάβω, πενθώ, θρηνώ, σε Ευρ. κ.λπ.
II. συνάπτω συγγένεια με γάμο, μνηστεύομαι, σε Αισχύλ., Ευρ.· κ. λέχος, προσ., κάνω κάποιον συγγενή μου μέσω του γάμου, στον ίδ.
3. απόλ., οἱ κηδεύσαντες, αυτοί που σύνηψαν γάμο, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κηδεύω:
1) заботиться, ухаживать, окружать заботой (τὸν τυφλόν Soph.; πόλιν, νύμφην Eur.);
2) окружать уходом, лечить (νόσημα Eur.);
3) хоронить, предавать погребению (τινά Plut.): ἐν ξέναισι χερσὶ κηδευθείς Soph. (Орест), похороненный чужими руками;
4) выдавать замуж (τὴν παῖδα Eur.) (см. οἱ κηδεύσαντες);
5) вступать в брак (τινί Dem.): τὸ κηδεῦσαι καθ᾽ ἑαυτόν Aesch. равный брак; τοῦτο κήδευσον λέχος Soph. вступи в этот брак.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηδεύω [κῆδος] zorg dragen voor, verzorgen: spec. een dode verzorgen, begraven:. ἐν ξένησι χερσὶ κηδευθείς door vreemde handen begraven Soph. El. 1141. een huwelijk aangaan, met dat.:; κηδεύσας καλῶς γαμβροῖσι na in een goede schoonfamilie getrouwd te zijn Eur. Hipp. 634; κηδεύειν ὅτῳ θέλωσιν huwelijksrelaties aangaan met wie zij willen Aristot. Pol. 1307a37; abs. ptc. aor. subst. οἱ κηδεύσαντες schoonouders; pass. uitgehuwelijkt worden.
Middle Liddell
κῆδος
I. to take charge of, attend to, tend, Soph., Eur.
2. esp. to attend to a corpse, close the eyes, bury, mourn, Eur., etc.
II. to contract a marriage, ally oneself in marriage, Aesch., Eur.; κ. λέχος to marry, Soph.:—Pass. to be so allied, Eur.
2. c. acc. pers. to make one's kinsman by marriage, Eur.
3. absol., οἱ κηδεύσαντες those who formed the marriage, Eur.