κορβᾶν
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
(indecl.), Hebr. qorbān, gift or votive offering for the service of God, Ev.Marc.7.11, J.AJ4.4.4:—hence κορβανᾶς, ὁ, the treasury of the temple at Jerusalem, Ev.Matt.27.6, J.BJ2.9.4 (v.l. κορβωνᾶς).
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
c. κορβανᾶς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορβᾶν, ὁ, indecl. Hebr., korbàn (offergave). NT.
Russian (Dvoretsky)
κορβᾶν: ὁ indecl. и κορβανᾶς, ᾶ ὁ (евр.) корбан
1 священное приношение в храм NT;
2 храмовая сокровищница NT.
English (Strong)
and korbanas of Hebrew and Chaldee origin respectively (קָרְבָן); a votive offering and the offering; a consecrated present (to the Temple fund); by extension (the latter term) the Treasury itself, i.e. the room where the contribution boxes stood: Corban, treasury.
English (Thayer)
(κορβᾶν WH; but see Tdf. Proleg., p. 102), indeclinable, and κορβανᾶς, accusative κορβᾶν (Buttmann, 20 (18)), ὁ (Hebrew קָרְבָּן i. e. an offering, the Sept. everywhere δῶρον, a term which comprehends all kinds of sacrifices, the bloody as well as the bloodless);
1. κορβᾶν, a gift offered (or to be offered) to God: Josephus, Antiquities 4,4, 4, of the Nazarites, οἱ κορβᾶν αὑτούς ὀνομασαντες τῷ Θεῷ, δῶρον δέ τοῦτο σημαίνει κατά Ἑλλήνων γλῶτταν; cf. contracted Apion. 1,22, 4; (BB. DD. under the word, Corban; Ginsburg in the Bible Educator, 1:155)).
2. κορβανᾶς, κορβανα (see Buttmann, as above), the sacred treasury: L marginal reading Tr marginal reading κορβᾶν) (τόν ἱερόν θησαυρόν, καλεῖται δέ κορβανᾶς, Josephus, b. j. 2,9, 4).
Greek Monolingual
κορβᾱν (Α)
άκλ. προσφορά στον θεό, ανάθημα, αφιέρωμα («κορβᾱν, ὅ έστι δῶρον, ὃ ἐὰν ἐξ ἐμοῦ ὠφεληθῇς», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. korvan «δώρο»].
Greek Monotonic
κορβᾶν: (άκλ.), εβραϊκή λέξη, δώρο ή ανάθημα που προσφέρεται στην υπηρεσία του θεού, σε Καινή Διαθήκη· απ' όπου, κορβανᾶς, ὁ, το θησαυροφυλάκιο στο Ναό της Ιερουσαλήμ, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κορβᾶν: (ἄκλιτ.), Ἑβραϊκὴ λέξις, δῶρον ἢ ἀφιέρωμα ἢ προσφορὰ πρὸς λατρείαν τοῦ Θεοῦ, Εὐαγγ. κ. Μάρκ. ζ΄, 11· ― ἐντεῦθεν κορβανᾶς, ὁ, τὸ ταμεῖον τοῦ ναοῦ ἐν Ἱερουσαλήμ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κζ΄, 6, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 2. 9, 4.
Middle Liddell
[indecl. Hebrew word
a gift or votive offering for the service of God, NTest.:—hence κορβανᾶς, ὁ, the treasury of the temple at Jerusalem, NTest.
Chinese
原文音譯:korb©n 可而班
詞類次數:名詞(2)
原文字根:奉獻 相當於: (קָרְבָּן / קֻרְבָּן)
字義溯源:許願的奉獻,各耳板,禮物,殿裏的財庫,庫,獻給神的禮物;源自希伯來文(קָרְבָּן / קֻרְבָּן)=各耳板帶到壇旁,而 (קָרְבָּן / קֻרְבָּן)出自(קָרַב)=接近)。註:這字的音譯:各耳板;意譯:許願的奉獻。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編:
1) 各耳板(1) 可7:11;
2) 庫(1) 太27:6