μεταβιβάζω
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
Att. fut. -βιβῶ, causal of μεταβαίνω, A carry over, transfer, τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν X.HG1.6.19; τὴν γλῶσσαν τῶν ταρσῶν, i. e. from ankle to ankle, Procop.Arc.4; τινὰ ἐπὶ θάτερα Pl.Lg. 795c; εἰς ἀγαθά Ar.Pax947 (lyr.); τὸ ἀπὸ τῶν κοινῶν ἔθος ἐπὶ τὰ ἴδια D.10.44; μ. πόλεμον ἐπὶ τὴν Λιβύην Plb.1.41.4; τὸν λόγον ἐπί τι D.S. 4.7; [τὰς ψυχὰς] εἰς ἕτερον ἐξ ἑτέρου ζῷον Diog.Oen.35. 2 lead in a different direction, τὰς ἐπιθυμίας Pl.Grg.517b: abs., σμικρὸν μ. Id.Lg.736d; change the course or form of an argument, Arist.Top.101a33, cf. 161a33. 3 translate, D.H.4.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 144] hinüberführen, weg- u. anderswohin bringen, νῦν γὰρ δαίμων εἰς ἀγαθὰ μεταβιβάζει, Ar. Pax 912; Plat. Phaedr. 262 b; τὰς ἐπιθυμίας, verändern, Gorg. 517 b; Sp.; τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην, Pol. 1, 41, 4; τὴν διήγησιν εἰς τοὺς τόπους, 3, 3, 1.
French (Bailly abrégé)
transporter, conduire, amener : ἐπιβάτας εἰς ναῦν XÉN des passagers dans un navire.
Étymologie: μετά, βιβάζω.
Russian (Dvoretsky)
μεταβῐβάζω:
1 переводить, приводить (τοὺς ἐπιβάτας εἰς ναῦν Xen.; εἰς ἀγαθά Arph.; ἀπό τινος ἐπί τι Plat.);
2 направлять по другому пути (τὰς ἐπιθυμίας Plat.): μ. τὸν λόγον ἐπί τι Diod. переходить (в рассказе) к чему-л.;
3 приносить, вносить (τὸν πόλεμον εἰς Λιβύην Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μεταβῐβάζω: Ἀττ. μέλλ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ μεταβαίνω, ὡς καὶ νῦν, μεταφέρω, τοὺς ἐπιβάτας ἐς κοίλην ναῦν Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 19· τινὰ ἐπὶ θἄτερα Πλάτ. Νόμ. 795C· ἐς ἀγαθὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 947· ἀπὸ τῶν κοινῶν ἐπὶ τὰ ἴδια Δήμ. 142. 24· μ. πόλεμον εἰς Λιβύην Πολύβ. 1. 41, 4· τὸν λόγον ἐπί τι Διόδ. 4. 7. 2) ὁδηγῶ εἰς διάφορον διεύθυνσιν, τὰς ἐπιθυμίας Πλάτ. Γοργ. 517Β, πρβλ. Νόμ. 736D· μεταβάλλω τὴν σειρὰν ἢ τὸ σχῆμα λογικοῦ τινος ἐπιχειρήματος, Ἀριστ. Τοπ. 1. 2, 1, πρβλ. 8. 11, 3. 3) μεταφράζω ἐκ μιᾶς εἰς ἄλλην γλῶσσαν, εἴη δ’ ἂν ὁ Σερούϊος εἰς τὴν Ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος, Δούλιος Διονύσ. Ἁλ. τόμ. 2, σ. 635, ἔκδ. Reiske.
Greek Monolingual
(Α μεταβιβάζω) βιβάζω
μεταφέρω ή κάνω να μεταφερθεί κάτι σε άλλο μέρος (α. «το πλοίο θα μεταβιβάσει τα εμπορεύματα στους σεισμοπαθείς» β. «μεταβιβάσομεν τὸν λόγον ἐπὶ τὰς Ἡρακλέους πράξεις», Διόδ.)
νεοελλ.
1. διαβιβάζω («θα του μεταβιβάσω τους χαιρετισμούς σου»)
1. εκχωρώ δικαίωμά μου σε κάποιον («μεταβιβάζω γραμμάτιο»)
αρχ.
2. κάνω κάτι να αλλάξει θέση ή κατάσταση
2. οδηγώ κάτι σε άλλη κατεύθυνση, μεταθέτω
3. (λογ.) μεταβάλλω την πορεία ή το σχήμα ενός λογικού επιχειρήματος ή συλλογισμού
4. παρασύρω
5. μεταφράζω από μια γλώσσα σε άλλη («εἰς τὴν ἑλληνικὴν διάλεκτον μεταβιβαζόμενος», Διον. Αλ.)
6. φρ. «δαίμων εἰς ἀγαθά μεταβιβάζει» — ο θεός μάς οδηγεί προς το καλό, μάς πάει στο καλύτερο (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
μεταβῐβάζω: Αττ. μέλ. -βιβῶ, μτβ. του μεταβαίνω·
1. περνώ από μια θέση σε άλλη, μετατοπίζω, οδηγώ σε διαφορετική θέση ή κατάσταση, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. οδηγώ σε διαφορετική κατεύθυνση, σε Πλάτ.
Middle Liddell
attic fut. -βιβῶ Causal of μεταβαίνω
1. to carry over, shift bring into another place or state Ar., Xen.
2. to lead in a different direction, Plat.