πάομαι
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
fut. πάσομαι [ᾱ] A.Eu.177(lyr.); redupl. πεπάσομαι Pempel. ap. Stob.4.25.52: aor. ἐπᾱσάμην Leg.Gort.6.5, al., Thgn.146, A.Fr.215, Call.Cer.128, Theoc.15.90:—mostly Dor., Arc., and poet. (used by X., v. infr.), get, acquire, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, i.e. order your own slaves, Theoc. l.c.: chiefly used in pf. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, possess, Pi.P.8.73, Fr.105, E.Ion675, Ar.Av.943 (lyr.), Leg.Gort.9.43, SIG1164 (Dodona), Foed. Delph. Pell.2A18, SIG306.7 (Tegea, iv B. C.); 3pl. πέπανται X.An.3.3.18; inf. πεπᾶσθαι Sol.13.7, E.Andr. 641, Theoc.10.32, Diotog. ap. Stob.4.7.62; part. πεπᾱμένος A.Ag. 835, X.An.6.1.12 (written πεπεμμένος in error, IG42(1).77.18 (Epid., ii B. C.)): plpf. ἐπεπάμην X.An.1.9.19 (dub. l.), AP7.67 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 466] sich erwerben, davon) perf. πέπαμαι, ich habe mir erworben, ich besitze; Pind. εἴ τις ἐσλὰ πέπαται, P. 8, 76; frg. 72; Ar. Av. 943; χρήματα πεπᾶσθαι, Solon 5, 7; γαμβρὸν πεπᾶσθαι, Eur. Andr. 642; fut. πάσεται, Aesch. Eum. 169; aor. ἐπᾶσάμην, Theogn. 146 u. Theocr. 15, 90. Auch Xen. hat πεπαμένος, An. 5, 9, 12, πέπανται, 3, 3, 18, ἐπέπατο, 1, 9, 19; ein fut. πεπάσεται hat Pempel. bei Stob. fl. 79, 52. – Der aor. ἐπᾰσάμην mit dem perf. πέπασμαι gehören zu πατέομαι, w. m. s. – Vgl. παμοῦχος, πολυπάμων.
French (Bailly abrégé)
1seul. f. πάσομαι, ao. épq. ἐπασσάμην > inf. πάσασθαι, part. fém. dor. πασαμένα;
goûter, se nourrir, s'abreuver de, gén..
Étymologie: R. Πα, manger, cf. lat. pasco.
2seul. f. πάσομαι, ao. ἐπασάμην, pf. πέπαμαι, pqp. ἐπεπάμην, f.ant. πεπάσομαι;
acquérir ; aux temps passés posséder.
Étymologie: R. Πα, acquérir.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάομαι, poët. (alg. Dor.), zelden in proza; aor. ἐπᾱσάμην, meestal in ptc. πασάμενος; perf. πέπᾱμαι, plqperf. ἐπεπάμην; fut. πάσομαι, fut. en aor. verwerven, verkrijgen:; πασάμενος ἐπίτασσε commandeer als je (slaven) verkregen hebt (d.w.z. als je de baas bent) Theocr. Id. 15.90; perf. bezitten:. ἐσλὰ πέπαται hij heeft successen behaald Pind. P. 8.73; τῷ πεπαμένῳ νόσον voor wie een ziekte heeft gekregen Aeschl. Ag. 835; πέπανται σφενδόνας ze bezitten slingerwerktuigen Xen. An. 3.3.18; αἴθε μοι ἦς ὅσσα Κροῖσόν ποκα φαντὶ πεπᾶσθαι ach, had ik maar wat, naar men zegt, Croesus ooit bezat Theocr. Id. 10.32.
Russian (Dvoretsky)
πάομαι: (только fut. πάσομαι с ᾱ, aor. ἐπᾱσάμην, pf. πέπᾱμαι, fut. 3 πεπάσομαι с ᾱ, ppf. ἐπεπάμην с ᾱ) приобретать (ὃ ἐπέπατο αὖ τις Xen.; χρηστὸν φίλον πεπᾶσθαι Eur.): τίνες πέπανται σφενδόνας Xen. кто имеет пращи; ὅσσα Κροῖσόν ποκα φαντὶ πεπᾶσθαι Theocr. (богатства), которыми некогда владел, говорят, Крез.
English (Slater)
πάομαι pf. πέπᾶμαι, have acquired, have εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ (P. 8.73) ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται fr. 105b. 2.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. ρ. αμάρτυρο στον ενεστ.)
1. λαμβάνω, αποκτώ («πασάμενος ἐπίτασσε», Θεόκρ.)
2. (συν. στον παρακμ.) πέπαμαι
έχω κάτι ως κτήμα μου, κατέχω, κέκτημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για αμάρτυρο ενεστ. τ., του οποίου απαντούν ο μέλλ. πάσομαι, ο αόρ. ἐ-πασάμην και ιδίως ο παρακμ. πέπᾱμαι (πρβλ. πᾶμα, πάτωρ, παμ-πησία, ἔμ-πασις). Η οικογένεια αυτή τών λ., ξένη στην ιων.-αττ. διάλεκτο, εκφράζει την έννοια της κτήσης ακίνητης περιουσίας και γενικά σταθερών αγαθών, από όπου και η επικράτηση του τ. του παρακμ., δηλωτικού διάρκειας, από τους τ. του ενεστ. ή του αορ. Η μαρτυρία στη Βοιωτική τών τ. ππάματα και Γυνόππαστος μάς οδηγούν σε ρίζα kwā- με χειλοϋπερωικό φθόγγο (που στη Βοιωτική εμφανίζεται με -ππ-, πρβλ. ίππος). Άλλοι, επικαλούμενοι την αντιστοιχία ανάμεσα στα μένος και μέμνημαι, υποθέτουν την ύπαρξη ενός προσηγορικού κέFος και το συνδέουν με το αρχ. ινδ. śavas- «δύναμη, υπεροχή». Επίσης, συνδέουν τον τ. πά-τωρ με το αρχ.ινδ. śvā-tra- «επικερδής, δυνατός». Κατά την ίδια άποψη, σε μηδενισμένη βαθμίδα kua- > κῡ της Ίδιας οικογένειας ανάγονται οι λ. άκυρος, κύριος (πρβλ. και αρχ. ινδ. śūra- «δυνατός, ήρωας»). Στην ίδια οικογένεια με το πέπαμαι εντάσσουν μερικοί και το μυκην. συνθ. moroqa με α' συνθετικό morο- ή moiro- «μοίρα, τεμάχιο γης» και β' συνθετικό -qa (< -kwā) «κάτοχος». Το θ. -πᾱ του πέπαμαι μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια: Εὐπάτας, Καλλιπάτας και με -σ- (πρβλ. πάστᾱς): Εὔπαστος, Γονύππαστος, Θιόππαστος και πιθ. στα: Πασίβοιος, Πασίοχος. Η σύνδεση, τέλος, του ρ. πέπαμαι τόσο με το επί θ. πᾶς όσο και με το ρ. κέκτημαι δεν φαίνεται πιθανή].
Greek Monotonic
πάομαι: μέλ. πάσομαι [ᾱ], αόρ. αʹ ἐπᾱσάμην· αποθ., κατέχω, αποκτώ, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, όταν έχεις δούλους, να τους διατάζεις, σε Θεόκρ.· κυρίως σε παρακ. πέπᾱμαι = κέκτημαι, κατέχω, σε Πίνδ., Ευρ., Αριστοφ., γʹ πληθ. πέπανται, σε Ξεν.· απαρ. πεπᾶσθαι, σε Σόλωνα, Ευρ.· μτχ. πεπᾱμένος, σε Αισχύλ., Ξεν.· υπερσ. ἐπεπάμην, σε Ξεν. (οι τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δεν πρέπει να συγχέονται με τα ἐπᾰσάμην, πέπασμαι από το πατέομαι, τρώω).
Greek (Liddell-Scott)
πάομαι: μέλλ. πάσομαι [ᾱ], Αἰσχύλ. Εὐμ. 177· μετ’ ἀναδιπλασ. πεπάσομαι Πέμπελ. παρὰ Στοβ. 460. 54: ἀόρ ἐπᾱσάμην Θέογν. 146, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 213, Θεόκρ.· ἀποθετ.· ― ποιητ. ῥῆμα (ἐν χρήσει καὶ παρὰ Ξενοφ.), λαμβάνω, κτῶμαι, Λατ. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε, ἀγόρασον καὶ διάτασσε, δηλ. δίδε διαταγὰς εἰς τοὺς ἰδικοὺς σου δούλους, Θεόκρ. 15. 90· ἀλλὰ κυρίως ἐν χρήσει ἐν τῷ πρκμ. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, Πινδ. Π. 8. 103, Ἀποσπ. 72, Εὐρ. Ἴων 675, Ἀριστοφ. Ὄρν. 943, γ΄ πληθ. πέπανται Ξεν. Ἀν. 3. 3, 18: ἀπαρ. πεπᾶσθαι Σόλων 12. 7, Εὐρ. Ἀνδρ. 641, Θεόκρ. 10. 32: μετοχ. πεπᾱμένος Αἰσχύλ. Ἀγ. 835, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 12: ὑπερσ. ἐπεπάμην αὐτόθι 1. 9, 19, Ἀνθ. Π. 7. 57. ― Οἱ τύποι ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι δὲν πρέπει νὰ συγχέωνται πρὸς τοὺς τύπους ἐπᾰσάμην, πέπασμαι ἐκ τοῦ πατέομαι, ἐσθίω. (Η √ΠΑ εἶναι ἴσως ἡ αὐτὴ τοῦ Σανσκρ. pâ, ὑπερασπίζω, φυλάττω, περιποιοῦμαι, πρβλ. πατήρ, πόσις· ― ἐντεῦθεν παράγονται τά: πᾶμα, παμοῦχος, πολυπάμων, παμπησία).
Middle Liddell
[The forms ἐπᾱσάμην, πέπᾱμαι must not be confounded with ἐπασάμην, πέπασμαι from πατέομαι, to eat.]
to get, acquire, Lat. potior, πᾱσάμενος ἐπίτασσε when you've got slaves order them, Theocr.: chiefly in perf. πέπᾱμαι, = κέκτημαι, to possess, Pind., Eur., Ar., 3rd pl. πέπανται Xen.; inf. πεπᾶσθαι Solon, Eur.; part. πεπᾱμένος Aesch., Xen.; plup. ἐπεπάμην Xen.