εἰσακούω

From LSJ
Revision as of 11:59, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσᾰκούω Medium diacritics: εἰσακούω Low diacritics: εισακούω Capitals: ΕΙΣΑΚΟΥΩ
Transliteration A: eisakoúō Transliteration B: eisakouō Transliteration C: eisakoyo Beta Code: ei)sakou/w

English (LSJ)

A hearken or give ear to one, ὡς ἔφατ'· οὐδ' ἐσάκουσε.. Ὀδυσσεύς Il.8.97, cf. Hdt.4.133, al.: c. acc., φωνὴν ἐσάκουσαν h.Cer.284, cf. E.Hec.559, etc.: c. gen. pers., S.Aj.789; τῶν ἐμῶν λόγων E.IA 1368: c. dat. pers., Hdt.1.214, etc.; τινί τι Id.9.60; give way, yield to a request, Th.1.126,3.4; of God, τινός or τῆς προσευχῆς LXX Ps. 4.2, etc.:—so in Pass., of the prayer, Ev.Luc.1.13; of the person, Ev.Matt.6.7.
2 in Poets, simply, hear, τούτου λέγοντος εἰσήκουσ' ἐγώ, ὡς.. S.Tr.351; τίνος βροτῶν λόγον τόνδ' εἰ.; Id.El.884, cf. Aj. 318, Axiop.1.12; ζῶντ' εἰσακούσας παῖδα E.El.416.
3 perceive, feel effect of, τοῦ ἐγκεφάλου ἐσακούσαντος τοῦ τρώματος Hp.Prorrh.2.14.
II Pass. in strict sense, ἔξωθεν εἰς τὰς οἰκίας εἰσακούεται μᾶλλον ἢ ἔσωθεν ἔξω Arist.Pr.903b13 (v.l. εἴσω ἀκ.).

Spanish (DGE)

(εἰσᾰκούω) • Alolema(s): ἐσ- Il.8.97, h.Cer.284, Hdt.9.60, GVI 2006.3 (Teos I d.C.)
1 escuchar, atender a, prestar oídos a ὣς ἔφατ', οὐδ' ἐσάκουσε ... Ὀδυσσεύς Il.l.c., c. ac. ταῦτα Hdt.l.c., Epich.244.12, ἢν μή τι ἐσακούωσιν si (los atenienses) no les prestaban la más mínima atención Th.1.126, cf. 82
c. gen. τοῦδ' εἰσάκουε τἀνδρός escucha a ese hombre S.Ai.789, τῶν ἐμῶν λόγων E.IA 1368 (cód.), οὐ βούλει μου εἰσακοῦσαι PSI 377.20 (III a.C.), cf. PMag.4.284
c. dat. ὥς οἱ Κύρος οὐκ ἐσήκουσε Hdt.1.214
en v. pas., frec. en cont. relig. εἰσηκούσθη ἡ δέησίς σου Eu.Luc.1.13, cf. Act.Ap.10.31, εἰσακουσθεὶς ἀπὸ τῆς εὐλαβείας escuchado por su piedad, Ep.Hebr.5.7, cf. Eu.Matt.6.7, εὐξάμενος καὶ εἰσακουσθεὶς εὐχαριστῶ SEG 34.1220.3 (Lidia II/III d.C.), cf. Malay, Researches 158.2 (III d.C.), τοὺς εἰσακουομένους ὑπὸ Θεοῦ ἐπινεύοντος ταῖς ἱκεσίαις αὐτῶν Didym.in Zach.4.275, cf. Ast.Soph.Hom.5.2.
2 oír c. ac. φωνὴν ... ἐλεεινήν h.Cer.284, cf. A.R.4.624, LXX Ib.34.28, λόγον S.El.884, cf. E.Hec.557, μῦθον ἐμόν Gr.Naz.M.37.1522A, c. ac. y prep. c. gen. ἀπὸ γλώσσης παίδων ... ὕμνον AP 14.66, cf. Isidorus 4.35
c. gen. τῶν ἐπῶν Ar.Au.966, τᾶν ἵππων Call.Lau.Pall.3, λόγων ἐμῶν IG 12(5).587.1 (Ceos), θείου φθέ[γ] ματος Col.Memn.99.1 (I d.C.?), οἰμωγῆς Q.S.1.496
c. doble rég. οἰμωγὰς λυγράς, ἃς οὔποτ' αὐτοῦ πρόσθεν εἰσήκουσ' ἐγώ S.Ai.318, cf. Tr.351
impers. διὰ τί ἔξωθεν εἰς τὰς οἰκίας εἰσακούεται μᾶλλον ἢ ἔσωθεν ἔξω; ¿por qué el sonido llega con más claridad desde fuera a dentro de las casas que al revés? Arist.Pr.903b13
abs. oir, poder oir οὔτε γὰρ εἰσορόω λαμπρὸν φάος οὔτ' ἐσακούω GVI l.c.
3 fig. medic. sentir los efectos de, resentirse por c. gen. ὡς τοῦ ἐγκεφάλου ἐσακούσαντος τοῦ τρώματος al haber sido afectado el cerebro de resultas del golpe Hp.Prorrh.2.14
responder ἢν δὲ τούτου μὴ ἐσακούῃ si (el enfermo) no responde a este tratamiento Hp.Mul.75, cf. 29.

German (Pape)

[Seite 740] (s. ἀκούω), auf Etwas hören; absolut, Il. 8, 97; Plat. Rep. VI, 494 d; τὰ παραγγελλόμενα Thuc. 4, 34; τῶν λόγων Eur. I. A. 1368; τοῦδ' εἰσάκουε τἀνδρός Soph. Ai. 776; τίνος βροτῶν λόγον El. 872; βοᾶς Theocr. 24, 34; in Prosa, auf Jemanden hören, ihm folgen, Thuc. 5, 22; τούτου λέγοντος τἀνδρὸς εἰσήκουσ' ἐγώ, ὡς Soph. Tr. 350; εἰσακουσθήσεται, er wird erhört werden, Matth. 6, 7. Bei Her. 1, 214. 6, 86 mit dem dat., Einem gehorchen. Bei den Dichtern ganz wie das simpl., ζῶντ' εἴσακούσας παῖδα, daß das Kind lebe, Eur. El. 416; vgl. Herc. Fur. 516. – Im eigentlichsten Sinne, von draußen im Hause oder ins Haus hinein gehört werden, ἔξωθεν εἰς τὰς οἰκίας εἰσακούεται μᾶλλονἔσωθεν ἔξω, Arist. probl. 11, 37.

French (Bailly abrégé)

tendre l'oreille vers, prêter l'oreille, d'où
1 entendre, acc. ou gén. ; τινος καταβοῶντος THC entendrer qqn jeter les hauts cris ; τί τινος écouter ou entendre une parole de qqn;
2 fig. obéir ; τινι à qqn ; τι en qch;
NT: exaucer.
Étymologie: εἰς, ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσᾰκούω: ион. и староатт. ἐσακούω
1 слушать, внимать (φωνὴν ἐλεινήν τινος HH; τῶν λόγων τινός Eur.); ἔξωθεν εἰς τὴν οἰκίαν εἰσακούεσθαι Arst. слышаться в доме извне;
2 слышать (τὰ παραγγελλόμενα Thuc.): τοσαῦτα φωνήσαντος εἰσηκούσαμεν Soph. вот что мы услышали из его уст;
3 слышать, узнавать: εἰσακοῦσαι ζῶντά τινα Eur. услышать, что кто-л. жив; εἰοακοῦσαί τί τινος Soph. узнать что-л. от кого-л.;
4 aor. услышать, внять (εἰσηκούσθη ἡ δέησίς τινος NT);
5 слушаться, повиноваться (τινί Her. и τινός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσᾰκούω: μέλλ. -σομαι, ἀκούω, δίδω προσοχὴν εἴς τινα, ὡς ἔφατ’... οὐδ’ ἐσάκουε... Ὀδυσσεὺς Ἰλ. Θ. 97· μετ’ αἰτ., φωνὴν ἐσάκουσαν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 284, οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., Σοφ. Αἴ. 789, Εὐρ. Ι. Α. 1368, κτλ. 2) παρὰ ποιηταῖς, ἁπλῶς ἀκούω, τούτου λέγοντος εἰσήκουσ’ ἐγώ, ὡς..., Σοφ. Τρ. 351· καὶ τίνος βροτῶν λόγον τόνδ’ εἰσακούσασ’ ὦδε πιστεύεις ἄγαν; ὁ αὐτ. Ἠλ. 884, πρβλ. Αἴ. 318· ζῶντ’ εἰσακούσας παῖδα Εὐρ. Ἠλ. 416. ΙΙ. μετὰ δοτ. προσ. ἀκούω, δίδω προσοχὴν εἰς τοὺς λόγους τινός, Τόμυρις δέ, ὡς ὁ Κῦρος οὐκ ἐσήκουσε, συλλέξασα, κτλ., Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· ἐσακ. τινί τι, εἴς τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 9. 60· ἀπολ., ὁ αὐτ. 4. 133, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. τὸ παθ. ἐπὶ αὐστηρῶς παθ. σημασίας, ἔξωθεν εἰς τὰς οἰκίας εἰσακούεται μᾶλλονἔσωθεν ἔξω Ἀριστ. Προβλ. 37.

English (Strong)

from εἰς and ἀκούω; to listen to: hear.

English (Thayer)

future εἰσακούσομαι; passive, 1st aorist ἐισηκουσθην; 1future ἐισακουσθήσομαι; the Sept. very often for שָׁמַע, but also for עָנָה to answer; in (Greek writings from Homer Il. 8,97 down; to hearken unto, to give ear to; i. e.
1. to give heed to, comply with, admonition; to obey (Latin obedio, i. e. Obadiah -audio): τίνος, to listen to, assent to, a request; passive to be heard, to have one's request granted;
a. of persons offering up prayers to God: ἀπό, I:3d. at the end); Sirach 34:26), etc.).

Greek Monolingual

(AM εἰσακούω)
ακούω κάποιον με ευμένεια, δέχομαι ευνοϊκά την παράκληση κάποιου («εισακούει τις παρακλήσεις μου», «εἰσάκουσον της δεήσεώς μου»)
νεοελλ.
εισακούομαι
γίνονται δεκτές οι υποδείξεις μου
μσν.
1. (για δίκη) γίνομαι δεκτός
2. ονομάζομαι («οὐκ ἄν ἄλλος, ζῶντος ἐμοῦ, εἰσακουσθῆ ἀνήρ σου)»
αρχ.
1. προσέχω κάποιον, ακούω με προσοχή
2. υπακούω, υποχωρώ
3. ακούω.

Greek Monotonic

εἰσᾰκούω: μέλ. —σομαι
II. 1. ακούω ή δίνω προσοχή σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· με αιτ. πράγμ., σε Ομηρ. Ύμν· με γεν. προσ., σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
2. στους Ποιητές απλώς, ακούω, σε Σοφ., Ευρ.
II. με δοτ. προσ., ακούω, δίνω προσοχή σε, προσέχω τα λόγια κάποιου, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

fut. σομαι
I. to hearken or give ear to one, Il.; c. acc. rei, Hhymn.; c. gen. pers., Soph., Eur., etc.
2. in Poets, simply, to hear, Soph., Eur.
II. c. dat. pers. to hearken to, give heed to, Hdt.

Chinese

原文音譯:e„sakoÚw 誒士阿枯哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:進入-聽見 相當於: (שָׁמַע‎ / שֶׁמַע‎)
字義溯源:傾聽,聽見,聽從,垂聽,應允;由(εἰς)*=到,進入)與(ἀκουστός / ἀκούω)*=聽見)組成。在五次使用中,四次都與禱告有關連,號一次是主說,我要用外邦人的舌頭和嘴唇,向這百姓說話,他們還是不聽從我( 林前14:21)。參讀 (ἀκολουθέω)同義字 參讀 (ἀκουστός / ἀκούω)同義字,同源字
出現次數:總共(5);太(1);路(1);徒(1);林前(1);來(1)
譯字彙編
1) 他們⋯聽從(1) 林前14:21;
2) 蒙了垂聽(1) 來5:7;
3) 已蒙垂聽(1) 徒10:31;
4) 已經被聽見了(1) 路1:13;
5) 必蒙垂聽(1) 太6:7