ἦμος
English (LSJ)
Dor. ἆμος, Adv. of time, correl. to τῆμος,
A at which time, when, in Hom., freq. in protasi with τῆμος, τῆμος ἄρα... τῆμος δή . ., etc., in apodosi (v. τῆμος); ἆμος... τᾶμος. . Theoc.13.25; ἦμος... δὴ τότε Il.1.475, al.: followed by δὴ τότ' ἔπειτα Od.17.1; by καὶ τότε δή Il.8.68; by καὶ τότ' ἔπειτα 1.477; by καὶ τότε δή ῥα 16.779; by ἄρα or ῥά alone, Od.2.1, 19.428, cf. S.Aj.935 (lyr.); by τηνικαῦτα Hdt.4.28; by τότε S.Tr.155: rarely without some particle in apodosi, as Od. 3.491, E.Hec.915 (lyr.); ἦμος ὅτε A.R.4.267,452,1310, Orph.A.120, IG 14.1389i25, etc.: rarely with Subj., without ἄν, ἦμος δ' ἠέλιος . . οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ Od.4.400; ἦμος ἥλιος δύνῃ Hp.Mul.1.23, cf. Prorrh.2. 4 (v.l.).
2 with pres., while, so long as, S.Tr.531: or impf., Id.OT1134.
German (Pape)
[Seite 1171] ion. u. poet., dor. ἆμος, Theocr. 13, 25, als, da, dem att. ὅτε entsprechende Zeitpartikel, Correlativum von τῆμος (was zu vergleichen), ἦμος δ' οὔτ' ἄρ πω ἠώς, ἔτι δ' ἀμφιλύκη νύξ, τῆμος ἄρ' ἀμφὶ πυρὴν – ἔγρετο λαός, Il. 7, 433. 23, 226. 24, 788 Od. 12, 439 u. öfter; den Nachsatz bezeichnen auch καὶ τότ' ἔπειτα, καὶ τότε δή, δὴ τότε, Il. 1, 475. 477. 8, 68. 9, 168; oft auch ein einfaches ἄρα, wie in der Vrbdg ἦμος δ' ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, ὤρνυτ' ἄρ' ἐξ εὐνῆφιν, Od. 2, 1. 3, 404. 19, 428; auch ohne alle Partikel ist der Nachsatz angefügt, 3, 492. – Bei Soph. entsprechen sich ἦμος – τῆμ ος, Tr. 528, wo es beim praes. stehend während zu übersetzen ist, u. ἦμος – τότε, 154; ohne Partikel, so daß ἦμος nachtritt, O. R. 1134, wie Eur. μεσονύκτιος ὠλλύμαν ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κίδναται, Hec. 915; beide Tragg. nicht im Trimeter; sp. D., wie Ap. Rh., der auch ἦμος ὅτε vrbdt, 4, 452. – In Prosa nur Hippocr. u. Her., βρονταὶ ἦμος τῇ ἄλλῃ γίνονται, τηνικαῦτα 4, 28. Vgl. Schäfer zu Greg. Cn. p. 367. – Buttm. Lexil. II p. 228 vergleicht ἦμαρ damit.
French (Bailly abrégé)
conj. ion. et poét.
1 lorsque, avec l'ind., rar. avec le sbj. sans ἄν;
2 tant que, aussi longtemps que, avec l'ind.
Russian (Dvoretsky)
ἦμος: дор. ἀμος (ᾱ) conj. ион.-эп.-поэт.
1 в то время как, когда (преимущ. с ind. истор. времен): ἦ. ἠέλιος κατέδυ, δὴ τότε κοιμήσαντο Hom. когда солнце зашло, тогда они заснули; ἦ. δ᾽ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς Hom. когда же ранняя показалась розоперстая Эос;
2 редко с conjct. (без ἄν) со значением всякий раз как, лишь только: ἦ. δ᾽ ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, τῆμος ἄρ᾽ ἐξ ἁλὸς εἶσι γέρων ἅλιος Hom. всякий раз как солнце взойдет до середины неба, тогда из пучины выходит морской старец;
3 в то время как, пока (с praes. или impf. ind.): ἦ. ὁ ξένος θροεῖ ταῖς αἰχμαλώτοις παισίν Soph. пока чужеземец беседует с пленницами.
Greek (Liddell-Scott)
ἦμος: Δωρ. ἆμος, ποιητ. ἐπίρρ. χρόνου συσχετικὸν τῷ τῆμος, ὡς ὅτε τοῦ τότε, ἡνίκα τοῦ τηνίκα, καθ’ ὃν χρόνον, ὅτε, ὁπότε, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀείποτε ἐν τῇ προτάσει ὑπάρχοντος τοῦ τῆμος· τῆμος ἄρα…, τῆμος δὴ…, ἐν τῇ ἀποδόσει, ἴδε ἐν. λ. τῆμος· οὕτως ἆμος…, τᾶμος…. Θεόκρ. 13. 25· ἦμος…, δὴ τότε Ἰλ. Α. 475, κτλ.· δὴ τότ’ ἔπειτα Ὀδ. Ρ. 1· καὶ τότε δὴ Ἰλ. Θ. 68· καὶ τότ’ ἔπειτα Α. 477· καὶ τότε δή ῥα Π. 779· ἄρα ἢ ῥα μόνον, Ὀδ. Β. 1, Τ. 428· τηνικαῦτα Ἡρόδ. 4. 28· τότε Σοφ. Τρ. 156 σπανίως ἄνευ μορίου τινὸς ἔν τῇ ἀποδόσει, ὡς Ὀδ. Γ. 491, Εὐρ. Ἑκ. 915· - ἦμος ὅτε ἡνωμένα, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 267, 452, 1310, Ὀρφ., κτλ.· σπανίως μεθ’ ὑποτ., ἄνευ τοῦ ἄν, ἦμος δ’ ἠέλιος … οὐρανὸν ἀμφιβεβήκῃ Ὀδ. Δ.400· ἦμος δ’ ἥλιος δύνῃ Ἱππ. 599. 40. 2) μετὰ τοῦ ἐνεστ., ἐνόσῳ, ἐφ’ ὅσον, Σοφ. Τρ. 531· ἢ παρατ., ὁ αὐτ. Ο. Τ. 1134, Αἴ. 935.
English (Autenrieth)
when, at the time when, always at the beginning of a verse, exc. Od. 12.439; followed in the apod. by τῆμος, δὴ τότε, δή. καὶ τότ' ἔπειτα.
Greek Monolingual
ἦμος (επικ. ιων. τ.), δωρ. τ. ἆμος (Α)
1. (ως ανταπόδοση στον σύνδ. τῆμος ή στις φρ. «τότ' ἔπειτα», «καὶ τότε δή», «δὴ τότε») όταν, κατά τον χρόνο που, σαν («ἦμος δ' ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει, καὶ τότε δὴ χρύσεια πατὴρ ἐτίταινε τάλαντα», Ομ. Ιλ.)
2. (με ενεστ. ή πρτ.) εν όσω, εφόσον («ἦμος... κατ' οἶκον ξένος θροεῖ ταῖς αίχμαλώτοις παισὶν ὡς επ' ἐξόδω», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Συσχετιστικό επίρρ. του τήμος (πρβλ. έως- τέως). Για το επίθημα βλ. τήμος].
ἡμὸς και δωρ. τ. ἀμός, αιολ. τ. ἄμμος (Α)
εμός, ημέτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί του εμός].
Greek Monotonic
ἦμος: Δωρ. ἆμος, ποιητ. επίρρ. χρόνου που συσχετίζεται με το τῆμος·
1. όταν, σε εκείνη την εποχή, σε Όμηρ.
2. ενώ, ενόσω, κατά τη διάρκεια, εφόσον, σε Σοφ.
Frisk Etymological English
Meaning: when, while
See also: s. τῆμος.
Middle Liddell
poet. adv. relative to τῆμος,]
1. at which time, when, Hom.
2. while, so long as, Soph.
Frisk Etymology German
ἦμος: (ep. poet. seit Il.)
{ē̃mos}
Meaning: als, während
See also: s. τῆμος.
Page 1,637