Στύξ

From LSJ
Revision as of 12:00, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Στύξ Medium diacritics: Στύξ Low diacritics: Στυξ Capitals: ΣΤΥΞ
Transliteration A: Stýx Transliteration B: Styx Transliteration C: Styks Beta Code: *stu/c

English (LSJ)

ἡ, gen. Στῠγός, (στυγέω)
A the Styx, i.e. the Hateful, Il.8.369: also the nymph of this river, Hes.Th.361.
2 a well of fatal coldness in Arcadia, Hdt.6.74, Str.8.8.4, Paus.8.18.5.
II as Appellat., monster, reptile, ἄτρωτον… ὑπὸ στυγός (στύγος cod.M) A.Ch. 532 (sed leg. στύγους).
2 piercing chill, as of frost, in plural, αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Thphr. CP 5.14.4.
3 hatred, abhorrence, especially of mankind, Alciphr.3.34.
4 = σκώψ, Ant.Lib.21.5, Hygin. Fab.28.4 Rose, Hsch.: cf. στρίξ.

French (Bailly abrégé)

Στυγός (ἡ) :
le Styx :
1 fl. d'Arcadie dont l'eau était glaciale;
2 fl. des Enfers.
Étymologie: στύξ.

Russian (Dvoretsky)

Στύξ: Στῠγός ἡ Стиг или Стикс, «Ужасный»
1 главная река подземного царства, семижды его обтекающая Hom., Hes. etc.; ее водами клялись боги: Σ. ὅρκος τῶν θεῶν Arst.;
2 река в сев. Аркадии Her.

Greek (Liddell-Scott)

Στύξ: ἡ, γεν. Στυγός, (ἴδε στυγέω) δηλ. ἡ στυγουμένη, ποταμὸς ἢ, κατὰ τὸν Σχολ. Ὁμήρου, «κρήνη ἐν Ἄιδου», Ἰλ. Θ. 369, εἰς ἣν ὤμνυον οἱ θεοὶ τοῦ Ὁμήρου τοὺς φρικωδεστάτους αὐτῶν ὅρκους, ἴδε ἐν λ. ὅρκος· - ὡσαύτως, ἡ νύμφη τοῦ ποταμοῦ τούτου, πρεσβυτάτη τῶν θυγατέρων τοῦ Ὠκεανοῦ καὶ τῆς Τηθύος, Ἡσ. Θ. 361. 2) πηγή τις λίαν ψυχρὰ ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ ἐκ τούτου θανατηφόρος, ἴδε Ἡρόδ. 6. 74, Στράβ. 389, Παυσ. 8. 18. ΙΙ. ὡς προσηγορ., τρομερὸν τέρας, ἑρπετόν, ἄτρωτον ... ὑπὸ στυγὸς Αἰσχύλ. Χο. 532 (ἔνθα ὅμως ὁ Schütz διώρθωσε στύγους). 2) παγερν καὶ διαπεραστικὸν ψῦχος, ἐν τῷ πληθ., αἱ στύγες εἰσδύονται εἰς τὰ σώματα Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 4. 3) μῖσος, ἀποστροφή, μάλιστα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, Ἀλκίφρων 3. 34.

English (Autenrieth)

Στυγός (‘River of Hate’): the Styx, a river of the nether world, by which the gods swore their most solemn oaths, Il. 2.755, Od. 10.514, Il. 8.369, Il. 14.271, Il. 15.37.

English (Slater)

Στύξ river of the underworld by which the gods swore.
1 πρὶν Στᾰγὸς ὅρκιον ἐξ εὔ[ (Pae. 6.155) Στυ[γ (cf. Σ, τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει; Hom., B 751ff.) Πα. 10. a. 4.

Greek Monolingual

-υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν
μυθ.
1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τον συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους
2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών εκείνων που διέπραξαν κακό και δεν απολάμβαναν τις αρμόζουσες νεκρικές τιμές
3. (στον Ησίοδο) κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος
4. (σύμφωνα με την επικρατέστερη παράδοση) σύζυγος του Πάλλοντος που έλαβε ενεργό μέρος στο πλευρό του Διός στη μάχη εναντίον τών Τιτάνων
5. πολύ ψυχρή, θανατηφόρα πηγή στην Αρκαδία
αρχ.
ως προσηγ.στύξ
1. μυθικό τέρας που προξενούσε φόβο
2. παγερό και διαπεραστικό ψύχος
3. μίσος, αποστροφή και, ιδίως, προς το ανθρώπινο γένος
4. σκώψ.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. Στύξ (< στυγ-ς) αποτελεί ριζικό όν. σχηματισμένο από θ. στυγ- (για ετυμολ. βλ. λ. στυγῶ). Η λ. χρησιμοποιήθηκε και με σημ. «είδος μικρής γλαύκας, σκώψ» πιθ. από συμφυρμό προς τον τ. στρίγξ].

Greek Monotonic

Στύξ: ἡ, γεν. Στῠγός (στυγέω), Στύγα, δηλ. Μισητή, ποταμός του Κάτω Κόσμου, στον οποίο οι θεοί στον Όμηρο έδιναν τους ιερότερους όρκους τους, σε Ομήρ. Ιλ.

Frisk Etymological English

See also: s. στυγέω

Middle Liddell

στυγέω
the Styx, i. e. the hateful, a river of the nether world, by which the gods in Homer swore their most sacred oaths, Il.