πυρίτης

From LSJ
Revision as of 14:46, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρῑ́της Medium diacritics: πυρίτης Low diacritics: πυρίτης Capitals: ΠΥΡΙΤΗΣ
Transliteration A: pyrítēs Transliteration B: pyritēs Transliteration C: pyritis Beta Code: puri/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (πῦρ)
A of fire or in fire, πυρίτης τὴν τέχνην, i.e. a smith, Luc.JConf.8, cf. Sacr.6.
II πυρίτης λίθος, a mineral which strikes fire, copper pyrites, Dsc.5.125, Plin.HN36.138; other varieties of uncertain nature, ib.137, PHolm.11.38, Zos.Alch.p.120B., al., Suid. s.v. ἄφαντον φῶς; of a zinc ore, Dsc.5.74.
IIIπυρίτης ἄρτος ([ῑ]), ὁ, wheaten loaf, Aët.2.263 (pl.), Suid.

German (Pape)

[Seite 823] ὁ, fem. -ῖτις, von Weizen. ἄρτος, Ath. ὁ, fem. πυρῖτις, vom Feuer; πυρίτης τὴν τέχνην, Luc. Iov. Conf. 8; – λίθος, Feuerstein, auch Kupferkies, Schwefelkies, Diosc.; auch ἡ πυρῖτις, was bei Nic. Th. 683 Al. 531 = πύρεθρον ist.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de feu ; ὁ πυρίτης (βάναυσος) le forgeron.
Étymologie: πῦρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίτης -ου, ὁ [πῦρ] smid.

Russian (Dvoretsky)

πῠρίτης: ου (ῑ) adj. m работающий в огне или обожженный огнем (βάναυσος Luc.): π. τὴν τέχνην Luc. кузнечный мастер.

Greek Monolingual

(I)
ο, ΝΑ
πέτρα που έχει την ιδιότητα να παράγει φωτιά με την τριβή της σε άλλο αντικείμενο, αλλ. πυρόλιθος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Ηφαίστου) αυτός που καταγίνεται με τη φωτιά
2. ονομασία διαφόρων λίθων άγνωστης σύστασης
3. είδος πολύτιμου λίθου, πυρῖτις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + κατάλ. -ίτης (πρβλ. σεληνίτης). Τη λ. δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. pyrites].
(II)
ὁ, ΜΑ
(ενν. ἄρτος) σταρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σιτάρι» + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ζυμίτης, πιτυρίτης)].

Greek Monotonic

πῠρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, αυτός που γίνεται, παράγεται από τη φωτιά ή μέσα στη φωτιά, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (πῦρ) ὁ περὶ τὸ πῦρ καταγινόμενος, περὶ τοῦ Ἡφαίστου, βάναυσον... καὶ πυρίτην ἐν καπνῷ τὸ πᾶν βιοῦντα Λουκ. περὶ Θυσ. 6 (ἔνθα διάφορ. γραφ. πυρευτής)· ὁ Ἥφαιστος δὲ χωλός ἐστι καὶ βάναυσός τις καὶ πυρίτης τὴν τέχνην, δηλ. σιδηρουργός, ὁ αὐτ. ἐν Διῒ Ἐλεγχομένῳ 8. ΙΙ. π. λίθος, εἶδος λίθου ὅστις κρουόμενος ἀναδίδει σπινθῆρας, ὁ χαλκοπυρίτης τῶν ὀρυκτολόγων, Διοσκ. 5. 143, Πλίν. 36. 30· ὡσαύτως, πυρῖτις λίθος Εὐστ. Πονημάτ. 240. 57. 2) ἄγνωστός τις λίθος πολύτιμος, Πλίν. 37. 73.

Middle Liddell

πῠρῑ́της, ου, ὁ, [πῦρ]
of or in fire, Luc.

Mantoulidis Etymological

1 (=σιδηρουργός). Ἀπό τό πῦρ, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
2 (=σιταρένιος). Ἀπό τό πυρός (=σιτάρι), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.