ἀνήμερος
English (LSJ)
ἀνήμερον, not tame, wild, savage, of persons, πολιήτας Anacr. 1.7; ἀνήμεροι γάρ, οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, cf. Carneisc. Herc.1027.16, 2 Ep.Ti.3.3, Arr.Epict.1.3.7; of a country, A.Eu.14; ἐκβολή E.Hec.1078; βίος Plu.2.86d; διάθεσις Phld.Ir.p.57 W., cf. p.85: Sup., Clearch.37. Adv. ἀνημέρως, ἀ. τισὶ χρήσασθαι D.S.13.23.
Spanish (DGE)
-ον
1 salvaje de anim. θῆρες Clearch.32, ἵπποι Ael.NA 15.25, de pers. πολιῆται Anacr.1.7, Χάλυβες ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, ἄνθρωποι 2Ep.Ti.3.3, cf. Carneisc.16, Arr.Epict.1.3.7, del campesino, Chrysipp.Stoic.3.169, δεσπόται Ph.1.186
•del carácter ἦτορ Orác. en Didyma 496B.6, διάθεσις Phld.Ir.57, 85, πάθη Ph.1.68
•de otros abstr. ἐκβολή E.Hec.1078, βίος Plu.2.86d
•de una reg., A.Eu.14
•subst. τὸ ἀνήμερον καὶ ἄγριον σβέσαντας τοῦ θυμοῦ D.Chr.12.51.
2 adv. ἀνημέρως = salvajemente, bárbaramente τοὺς ἄλλοις ἀνημέρως χρησαμένους D.S.13.23, ὠμῶς τε καὶ ἀ. Cyr.Al.M.71.784B.
German (Pape)
[Seite 229] ungezähmt, wild, von Tieren; daher grausam, roh; auch von Menschen, Aesch. Pr. 718; Anacr. 65, 7; Antiphan. 1 (XI, 348); δαίς Eur. Hec. 1078; von Pflanzen = wild wachsend, nicht veredelt; χθών, nicht angebaut, Aesch. Eum. 14. Auch δίαιτα, D. Hal. 1, 41. – Adv. ἀνημέρως, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non apprivoisé, sauvage;
NT: féroce ; cruel.
Étymologie: ἀ, ἥμερος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνήμερος:
1 неприрученный, дикий (ζῷον Plut.; θήρ Anth.);
2 некультурный, грубый (πολίτης Anacr.; Χάλυβες, χθών Aesch.; βίος, πάθος Plut.);
3 жестокий, свирепый, бесчеловечный (δαίς Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνήμερος: -ον, ὁ μὴ ἥμερος, ἄγριος, ἀτίθασος, ἐπὶ προσώπων, πολιήτας Ἀνακρ. 1. 7· ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις Αἰσχύλ. Πρ. 716· ἐπὶ χώρας, ὁ αὐτ. Εὐμ. 14· ἐκβολὴ Εὐρ. Ἑκ. 1077· βίος Πλούτ. 2. 86D. - Ἐπίρρ. -ρως Διοδ. Ἀπόσπ. (Μαΐου) σ. 100.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and hemeros (lame); savage: fierce.
English (Thayer)
ἀνημερον (alpha privative and ἥμερος), not tame, savage, fierce: Anacreon (530 B.C.>) 1,7) Aeschylus down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνήμερος, -ον)
μη ημερωμένος, άγριος
νεοελλ.
φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» — θυμώνω, οργίζομαι φοβερά
αρχ.
1. άγριος, ατίθασος
2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης.
Greek Monotonic
ἀνήμερος: -ον, ατίθασος, άγριος, αδάμαστος, λέγεται για πρόσωπα και χώρες, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
not tame, wild, savage, of persons and countries, Aesch.
Chinese
原文音譯:¢n»meroj 安-談姆羅士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-柔順
字義溯源:殘酷的,兇暴的,不柔順的,兇猛的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(ἡμέρα)X*=柔順的)組成。在這末世,不虔誠,不聖,不潔的人,越來越多;有的時候,這些人會變得兇暴
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 兇暴(1) 提後3:3