προστρόπαιος

From LSJ
Revision as of 09:33, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Ion'' " to "E.''Ion''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστρόπαιος Medium diacritics: προστρόπαιος Low diacritics: προστρόπαιος Capitals: ΠΡΟΣΤΡΟΠΑΙΟΣ
Transliteration A: prostrópaios Transliteration B: prostropaios Transliteration C: prostropaios Beta Code: prostro/paios

English (LSJ)

Dor. ποτιτρόπαιος (A.Supp.362, Eu.176, both lyr.), ον, (προστροπή) prop.
A turning oneself towards: hence,
1 of one who has incurred pollution by committing a crime and turns to a god or man to obtain purification, suppliant for purification, τὸν προστρόπαιον, τὸν ἱκέτην S.Ph.930, cf. A.Supp.362, Eu.234,445, S.Aj. 1173, E.Heracl.1015, etc.: as adjective, ἕδραν ἔχοντα π. A.Eu.41; προστρόπαιοι λιταί S.OC1309.
b suppliant for vengeance, A.Ch.286, Ag. 1587, Antipho 2.3.10.
2 of one who has not yet been purified after committing crime, polluted person, E.HF1259; προστρόπαιος τῆς πόλεως bringing pollution on the city, prob. in Eup.120; αὑτοῦ π., μὴ γὰρ δὴ τῆς πόλεως Aeschin.2.158.
3 of pollution incurred, π. αἷμα blood that cries for vengeance, E.Ion1260, HF1161; οὐδενὶ οὐδὲν π. καταλείψει Antipho 3.4.9: neut. as substantive, guilt, προστρόπαιον ἑαυτοῖς προσέθεντο D.C.42.3.
II Pass. (= ᾧ ἄν τις προστρέποιτο δεόμενος, Eust.1807.11), the god to whom the murdered person turns for vengeance, avenger, οἱ τῶν θανόντων π. Antipho 4.1.4, cf. 4.2.8, Plb.23.10.2 (pl.), Paus.2.18.2.

German (Pape)

[Seite 784] sich nach einem Orte hin und an Jemand wendend, bes. – a) von dem, der sich nach einem begangenen Verbrechen, wie einem Morde, als Flehender, ἱκέτης, an einen Gott oder einen Menschen wendet, um Schutz oder Sühnung zu erlangen, προστρόπαιος ἑστίας μολών, als Schutzflehender zum Heerde gekommen, Aesch. Ag. 1569, vgl. Eum. 41; δέχου δὲ πρευμενῶς ἀλάστορα οὐ προστρόπαιον, 228; οὐδ' ἐπαισχύνει μ' ὁρῶν τὸν προστρόπαιον, τὸν ἱκέτην, Soph. Phil. 918; Ai. 1152; auch σοὶ προστροπαίους λιτὰς ἔχων, O. C. 1311; Eur. Heracl. 1015, der auch προστρόπαιον αἷμα vrbdt, Ion 1260 Herc. F. 1161, die Blutschuld; – u. so auch in sp. Prosa der Schutzflehende, z. B. Plut. Oth. 15. – b) von dem, auf welchem ein Verbrechen haftet. der Missethäter, der sich durch Blutschuld befleckt hat und dieselbe Befleckung auf Alle, denen er sich nähert, überträgt, wie ἐναγής; ἐάσετε τὸν τοιοῦτον αὑτοῦ προστρόπαιον (μὴ γὰρ δὴ τῆς πόλεως) ἐν ὑμῖν ἀναστρέφεσθαι, Aesch. 2, 158, wo es Harpocr. als Neutrum faßt u. ἄγος, μίασμα erklärt; eben so von Sachen, an denen eine Befleckung od. ein Fluch haftet, verunreinigt, schuldbeladen, ἐσθής, Lycophr. 974, u. a. Sp.; τὸ προστρόπαιον = die Schuld selbst, Antiph. 3 δ 9; D. Cass. – Aber auch c) der Rächer, προστροπαίους παρέστησεν αὐτῷ ἡ τύχη, Pol. 24, 8, 2. – Derjenige, an den man sich mit Bitten wendet, bes. θεός, δαίμων, der Gott, an den sich der Ermordete wendet, um Rache zu erflehen; auch Ζεὺς προστρόπαιος, wie ἱκέσιος, an den sich der Schutz oder Reinigung erflehende Verbrecher wendet.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui se tourne vers qqn en suppliant ; suppliant ; en parl. de choses λιταὶ προστρόπαιοι SOPH supplications ; particul. qui réclame vengeance;
II. qui concerne les supplications, d'où
1 coupable d'un crime qui demande expiation;
2 en parl. des dieux vengeur du crime ou protecteur des suppliants.
Étymologie: προστροπή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προστρόπαιος -ον, Dor. ποτιτρόπαιος προστρέπω smekend, smekelings-;: ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον in smekelingshouding zittend Aeschl. Eum. 41; σοὶ προστροπαίους λιτὰς ἔχων met smeekbeden voor u Soph. OC 1309; subst. ὁ προστρόπαιος smekeling:. δεινή... τοῦ προστροπαίου μῆνις de wrok van de smekeling is heftig Aeschl. Eum. 234; προστρόπαιος ἑστίας μολών gekomen als smekeling van de haard Aeschl. Ag. 1587. om wraak roepend:. προστρόπαιον αἷμα bloed dat roept om wraak Eur. HF 1161. door bloedschuld bezoedeld:. προστρόπαιον... χέρα bloedschuldige hand Aeschl. Eum. 237.

Russian (Dvoretsky)

προστρόπαιος:
I дор. ποτιτρόπαιος 2
1 умоляющий, молящий (λιταί Soph.);
2 взывающий об отмщении, вопиющий об искуплении (αἷμα Eur.).
II дор. ποτιτρόπαιος
1 молящий об искуплении Trag.;
2 мститель Aeschin., Polyb.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, -ον, Α προστροπή
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου
β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο επιζητώντας εξαγνισμό (α. «ἕδραν ἔχοντα προστρόπαιον», Αισχύλ.
β. «θάκει δὲ προστρόπαιος ἐν χεροῖν ἔχων κόμας ἐμάς», Σοφ.)
2. το αρσ. ως ουσ.προστρόπαιος
α) ικέτης που ζητά εκδίκησηπροστρόπαιος ἑστίας μολὼν πάλιν τλήμων Θυέστης», Αισχύλ.)
β) μιαρός άνθρωποςὅστις κτανὼν μητρὸς γεραιὸν πατέρα προστρόπαιος ὤν ἔγημε τὴν τεκοῦσαν», Ευρ.)
γ) μίασμα («οὐδενὶ οὐδὲν προστρόπαιον καταλείψει», Αντιφ.)
δ) (με παθ. σημ.) θεός προς τον οποίο απευθύνεται κανείς ζητώντας εκδίκηση, εκδικητής θεός («οἱ τῶν θανόντων προστρόπαιοι», Αντιφ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προστρόπαιον
η ενοχή
4. φρ. α) «προστρόπαιος τῆς πόλεως» — αυτός που επιφέρει μίασμα στην πόλη
β) «προστρόπαιον αἷμα» — ενοχή για φόνο («καὶ τῷδε προστρόπαιον αἷμα προσβολών», Ευρ.).

Greek Monotonic

προστρόπαιος: Δωρ. ποτι-τρόπαιος, -ον (προστροπή),
I. αυτός που γυρίζει, στρέφει τον εαυτό του προς τα κάπου, απ' όπου:
1. αυτός που (έχοντας προκαλέσει μίασμα από αμάρτημα ή φόνο) στρέφεται στο θεό για εξαγνισμό, ικέτης, σε Σοφ. κ.λπ.· ως επίθ., ικετευτικός, προστρόπαιοι λιταί, στον ίδ.
2. γι' αυτόν που δεν έχει εξαγνιστεί ακόμα, μιασμένος άνθρωπος, μιαρός, Λατ. homo piacularis, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. λέγεται για το μίασμα ή για το άγος στο οποίο ενέχεται κανείς, προστρόπαιον αἷμα, ενοχή για φόνο, σε Ευρ.
II. 1. ικέτης που ζητά εκδίκηση, σε Αισχύλ.
2. Παθ., αυτός στον οποίο το δολοφονημένο πρόσωπο στρέφεται ζητώντας εκδίκηση, δηλ. τιμωρός, εκδικητής, σε Αισχίν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

προστρόπαιος: Δωρ. ποτιτρόπαιος, ον, (προτροπή)· Ι. ἐνεργ., ὁ στρέφων ἑαυτὸν πρός…, ὅθεν 1) λαμβάνεται ἐπ’ ἐκείνου ὅστις μιανθεὶς ἐκ φόνου ἢ ἄλλου τινὸς ἐγκλήματος ἢ πράξας τι ἀσεβὲς (ἔτι καὶ ἐν ἀγνοίᾳ) στρέφεται ἢ τρέπεται πρός τινα θεὸν ἢ ἄνθρωπον ὅπως τύχῃ ἁγνισμοῦ, ἱκέτης ἐπιζητῶν ἁγνισμόν, ἐξάγνισιν (εἰδικώτερόν τι δηλ. τοῦ ἱκέτης), τὸν πρ., τὸν ἱκέτην Σοφ. Φιλ. 930, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 362, Σοφ. Αἴ. 1173, Φιλ. 930, Εὐρ. Ἡρακλ. 1015, κτλ.· καὶ ὡς ἐπίθετον, πρ. λιταὶ Σοφ. Ο. Κ. 1309· μετὰ γενικ., πρ. ἑστίας Αἰσχύλ. Ἀγ. 1587. 2) ἐπὶ τοῦ μήπω ἐξαγνισθέντος μετὰ τὴν ἐκτέλεσιν τοιούτων ἐγκλημάτων, ἄνθρωπος μεμιασμένος, Λατιν. homo piacularis, ἀλλαχοῦ, ἐναγής, Αἰσχύλ. Εὐμεν. 41, 176, 234, 237, 445, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1259· πρ. τῆς πόλεως, ἐπιφέρων μίασμα εἰς τὴν πόλιν, Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 20. 3) ἐπὶ τοῦ μιάσματος ἢ ἄγους εἰς ὃ ἐνέχεταί τις, πρ. αἷμα, ἐνοχὴ ἐπὶ φόνῳ, Εὐρ. Ἴων 1260, Ἡρ. Μαιν. 1161· τὸ πρ., ἐνοχή, Ἀλκίφρων 125. 2, Δίων Κ. 42. 3. - Περὶ τῆς φύσεως τοῦ τοιούτου μιάσματος, περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ ἱκέτου, κτλ., ἴδε Müller εἰς Αἰσχύλ. Εὐμ. § 51 κἑξ. ΙΙ. Παθ., ᾧ ἄν τις προστρέποιτο δεόμενος (παρ’ Εὐστ. 1807. 11). ὁ θεὸς πρὸς ὃν ὁ παθὼν τρέπεται ζητῶν ἐκδίκησιν, δηλ. ἐκδικητής, ὡς τὸ ἀλάστωρ, ὁ πρ. τοῦ θανόντος Ἀντιφῶν 125. 32., 126. 39, Αἰσχίν. 49. 22, Πολύβ. 24. 8, 2, Παυσ. 2. 18, 2· - ἐντεῦθεν καὶ ἐπὶ τῶν ψυχῶν τῶν φονευθέντων, ὁ ἐκδικούμενος, ἀδυσώπητος, Ἀντιφῶν 119. 6, πρβλ. Αἰσχύλ. Χο. 288. - Περὶ τῆς αὐτῆς διπλῆς (ἐνεργ. καὶ παθ.) σημασίας πρβλ. ἀφίκτωρ, προσίκτωρ.

Middle Liddell

προσ-τρόπαιος, δοριξ ποτι-τρόπαιος, ον, προστροπή
I. turning oneself towards, hence
1. one who (having incurred pollution by sin or crime) turns to a god for purification, a suppliant, Soph., etc.; as adj. suppliant, πρ. λιταί Soph.
2. of one who has not yet been purified, a polluted person, Lat. homo piacularis, Aesch., Eur.
3. of the pollution incurred, πρ. αἷμα blood- guiltiness, Eur.
II. a suppliant for vengeance, Aesch.
2. pass. to whom the murdered person turns for vengeance, i. e. an avenger, Aeschin., etc.

English (Woodhouse)

blood-guilty, suppliant, blood guilty, tainted with blood

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)