δίεμαι

From LSJ
Revision as of 16:53, 30 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίεμαι Medium diacritics: δίεμαι Low diacritics: δίεμαι Capitals: ΔΙΕΜΑΙ
Transliteration A: díemai Transliteration B: diemai Transliteration C: diemai Beta Code: di/emai

English (LSJ)

Pass.,
A speed, ἵπποι πεδίοιο δίενται speed over the plain, Il. 23.475; οὐ… μέμονε… δίεσθαι he is not minded to hasten away, 12.304.
II fear, c. inf., A.Pers.701 (lyr., δείομαι cod.Med.). (Cf. δίω.)

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo v. med., excep. impf. act. δίον Il.22.251; formas tem.: pres. ind. δίομαι A.Pers.700, subj. δίωμαι Od.21.370, opt. δίοιτο Od.17.317, part. διόμενος A.Eu.385, Fr.451s.10(b)2]
A tr.
I 1perseguir c. ac. de anim. δηΐους προτὶ ἄστυ Il.12.276, θρασὺν Ἕκτορα ... πεδίονδε Il.22.456, νεβρὸν ὄρεσφι κύων Il.22.189, (κνώδαλον) Od.17.317, μή σε ... ἀγρόνδε δίωμαι βάλλων χερμαδίοισι Od.21.370, προτέρωσε ... ἡμέας A.R.4.498, ἐν δρυμοῖσιν ... θῆρα Opp.C.1.84
fig. ἀτίετα διόμεναι λάχη persiguiendo una labor no estimada A.Eu.385 (pero quizá v. pas.).
2 alejar, rechazar c. ac. gener. de animados y ἀπό c. gen. ἀπὸ ναῦφι μάχην ἐνοπήν τε Il.16.246, ἀπὸ σώματος οὔ τι λέοντ' ... δύνανται ποιμένες ... δ. Il.18.162, cf. 17.110, τὸν ξεῖνον ... ἀπὸ μεγάροιο Od.17.398, cf. 20.343, c. gen. (λέοντα) κύων σταθμοῖο Q.S.2.331
espantar (σκύλακες) κνώδαλα πάντα δίενται Opp.C.1.426, cf. 2.358, en v. pas. οὔ ῥά τ' ἀπείρητος μέμονε σταθμοῖο δίεσθαι (el león) Il.12.304.
3 lanzar, conducir a gran velocidad (ἵππους) προτὶ ἄστυ ... λαοφόρον καθ' ὁδόν Il.15.681.
II escapar, huir c. ac. de dir. ἢν δὲ ... Πόντον δὲ σόη πτερύγεσσι δίηται de una paloma, A.R.2.330
c. inf. sentir temor de, tener miedo de δίομαι μὲν χαρίσασθαι, δίομαι δ' ἀντία φάσθαι A.Pers.700.
B intr. correr ἵπποι ... πεδίοιο δίενται Il.23.475, οὔ σ' ἔτι ... φοβήσομαι, ὡς τὸ πάρος περ τρὶς περὶ ἄστυ ... δίον Il.22.251, ὦρτο δίεσθαι echó a correr A.R.1.1250
lanzarse, abalanzarse, saltar φαλάγγια τυτθὰ δίενται Nic.Th.755.
• Etimología: Dud.: ¿rel. διώκω? ¿Quizá de *di̯°H2- c. vocalismo analóg. ε, frente a δῖνος < *diH2-? Cf. δίζημαι.

German (Pape)

[Seite 619] s. δίημι.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. 1ᵉ sg. et 3ᵉ pl. δίενται;
1 s'enfuir : πεδίοιο IL à travers la plaine;
2 s'enfuir par crainte ; craindre de, inf..
Étymologie: DELG vieux verbe apparenté à διώκω.

Russian (Dvoretsky)

δίεμαι: только praes.
1 бежать в испуге, мчаться (ἵπποι πεδίοιο δίενται Hom.);
2 бояться, страшиться (δίεμαι ἀντία φάσθαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δίεμαι: μέσ., σπεύδω, φεύγω, ἵπποι πεδίοιο δίενται, σπεύδουσι διὰ τῆς πεδιάδος, Ἰλ. Ψ. 475· οὐ... μέμονε... δίεσθαι, δὲν ἔχει σκοπὸν νὰ σπεύσῃ εἰς, Μ. 304· ἴδε διαπράσσω. ΙΙ. φοβοῦμαι· μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 701 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Herm. ἀντὶ τοῦ δείομαι τοῦ Μεδ. χφου). (Ἐξ ἀχρήστου, δίημι, ὅπερ ἔτι εὑρίσκεται ἐν τῷ ἐνδίημι· ἴδε ἐν λ. δίω).

English (Autenrieth)

(cf. δίω), 3 pl. δίενται, inf. δίεσθαι: be scared away, flee; σταθμοῖο δίεσθαι, ‘from the fold,’ Il. 12.304 ; πεδίοιο δίενται, ‘speed over the plain,’ Il. 23.475.

Greek Monolingual

δίεμαι (Α)
1. φεύγω γρήγορα
2. φοβάμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρ. συγγενές προς το διώκω. Εξαιρουμένου του τ. δίε «φοβήθηκα», θεματ. αόρ. που συνδέεται μάλλον με τα δέδοικα, δείδω, από μορφολογικής απόψεως δύο μόνο είναι οι μαρτυρούμενοι ενεργητικοί τ. του ρ.: δίον και ενδίεσαν. Εξάλλου, ενώ το δίεμαι είναι αθέματος ενεστ., μόνο οι τ. ενδίεσαν και δίενται μπορούν ως αθέματοι να συνδεθούν μαζί του, ενώ οι υπόλοιποι ανήκουν σε θεματικό ρήμα. Κατά συνέπεια, ή πρέπει να υποτεθεί τ. δίομαι και οι δύο αθέματοι τ. να ερμηνευθούν ως αναλογικοί σχηματισμοί κατά τα σημασιολογικώς συγγενή ίεμαι, ίεσαν ή ότι το δίεμαι είναι αρχαίος αθέματος ενεστ. και οι θεματικοί τύποι είναι νεώτεροι σχηματισμοί. Τέλος, η σχέση με το διερός είναι αμφίβολη].

Greek Monotonic

δίεμαι: Παθ., (όπως αν προερχόταν από Ενεργ. δίημι = δίω
I. σπεύδω, επιταχύνω, φεύγω, πεδίοιο, μέσω της πεδιάδας, σε Ομήρ. Ιλ.· διέσθαι, να σπεύσει μακριά, στο ίδ.
II. φοβάμαι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: trans. hasten, speed in δίεσθαι (Μ 276 usw.), intr. run in δίενται (Ψ 475) and δίεσθαι (Μ 304);
Other forms: Subj. δίωμαι, δίηται, δίωνται (Ο 681 etc.), opt. δίοιτο (ρ 317); act. ἐνδίεσαν. See DELG. - Active preterite forms δίον I fled (Χ 251; on δίε s. Chantr. Gramm. hom. 1, 388), ἐνδίεσαν they pursued (Σ 584); note περὶ γὰρ δίε (Ε 566 etc.) he was afraid, s. below. - Rare forms in A.: δίομαι with inf. I feared (Pers. 700f. [lyr.] bis), διόμενος drive away (Supp. 819, Eu. 357 and 385 [lyr.]); in Gortyn ἐδδίηται (< ἐσδ- = ἐκδ-), ἐπιδίεθθαι, -διόμενος drive away, pursue (GDI 4997-8). - On διώκω s. v.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Apart from δίε feared which is rather a thematic root aorist of δέδοικα, δείδω, remain of the active forms only the ἅπ. λεγγ. δίον and ἐνδίεσαν. The forms, except ἐνδίεσαν and the hapax δίενται, can be thematic. As an athematic disyllabic δίε-μαι is found only in these two forms, one has explained them from ἵενται, ἵεσαν. But if one considers them as old (Schwyzer 686, Chantraine Gramm. hom. 1, 293), the thematic forms are innovations. Note that an IE *dih₁- can hardly become διε-. On διερός quick s. v. - Skt. dī́yati fly is not certain enough. From other languages have been compared OIr. dīan quick, Latv. diêt dance (Pok. 187). S. also δῖνος, δίζημαι, ζητέω.

Middle Liddell

[as if from an Act. δίημι = δίω]
I. to flee, speed, πεδίοιο over the plain, Il.; δίεσθαι to hasten away, Il.
II. to fear, c. inf., Aesch.

Frisk Etymology German

δίεμαι: {díemai}
Forms: Konj. δίωμαι, δίηται, δίωνται (Ο 681 usw.), Opt. δίοιτο (ρ 317).
Grammar: v.
Meaning: trans. ‘(ver)jagen, verfolgen, vertreiben’ in δίεσθαι (Μ 276 usw.), intr. eilen in δίενται (Ψ 475) und δίεσθαι (Μ 304);
Derivative: Daneben aktive Präteritalformen δίον ich floh (Χ 251; zu δίε mit Bedeutungsverschiebung nach φοβέομαι?, s. Chantraine Gramm. hom. 1, 388), ἐνδίεσαν sie jagten, setzten nach (Σ 584); außerdem περὶ γὰρ δίε (Ε 566 usw.) er fürchtete sehr, s. unten. — Vereinzelte außerhomerische Formen bei A.: δίομαι mit Inf. ich fürchte (Pers. 700f. [lyr.] bis), διόμενος verjagend (Supp. 819, Eu. 357 und 385 [alle lyr.]); in Gortyn ἐδδίηται (< ἐσδ- = ἐκδ-), ἐπιδίεθθαι, -διόμενος wegjagen, verfolgen (GDI 4997-8). — Zu διώκω s. bes.
Etymology: Wenn wir von δίε fürchtete absehen, das wegen der Bedeutung besser mit Schulze Q. 355 als thematischer Wurzelaorist zu δέδοικα, δείδω gezogen wird, bleiben von den aktiven Formen nur die ἅπ. λεγγ. δίον und ἐνδίεσαν übrig. Von den belegten Formen können alle bis auf ἐνδίεσαν und das ebenfalls einmalige δίενται als thematisch aufgefaßt werden. Da ein athematisches zweisilbiges δίεμαι nur in diesen zwei Formen eindeutig vorliegt, hat man oft mit Osthoff MU 4, 13 darin Analogiebildungen nach den semantisch verwandten und damit reimenden ἵενται, ἵεσαν sehen wollen. Wenn man sie dagegen für alt hält (Schwyzer 686, Chantraine Gramm. hom. 1, 293), sind die thematischen Formen hier wie oft sonst als Neuerungen zu beurteilen. Die als verwandt herangezogenen Wörter bringen keine sichere Entscheidung: die Zerlegung von διερός rasch (s. d.) in διερός liegt nahe, ist aber nicht zwingend; anderseits ist aind. dī́yati fliegen sowohl formal wie semantisch zu wenig ausgeprägt, um die Existenz eines alten thematischen δίω beweisen zu können. — Aus anderen Sprachen werden noch air. dīan schnell, lett. diêt tanzen zum Vergleich herangezogen (WP. 1, 774ff., Pok. 187). S. noch δῖνος, δίζημαι, ζητέω.
Page 1,389-390

Translations

run

Abkhaz: аҩра; Afar: erde; Ainu: ホユプ; Albanian: vrapoj; Arabic: رَكَضَ, جَرَى; Egyptian Arabic: جري; Hijazi Arabic: جري; Moroccan Arabic: جْرى; South Levantine Arabic: ركض; Armenian: վազել; Aromanian: fug, alag; Assamese: দৌৰা; Assyrian Neo-Aramaic: ܪܵܚܹܛ; Asturian: correr; Avar: рекеризе; Azerbaijani: yüyürmək; Bashkir: йүгереү; Basque: korrika egin, lasterka egin; Belarusian: бегаць, пабегаць, бегчы, пабегчы; Bengali: দৌড়ানো; Bikol Central: dalagan; Breton: redek; Bulgarian: бягам, тичам; Burmese: ပြေး; Catalan: córrer; Cebuano: dagan; Chechen: дада, ида; Cherokee: ᎠᏟ; Cheyenne: -ameméohe; Chinese Cantonese: , ; Dungan: по; Eastern Min: 䟛; Gan: 跑; Hakka: 走; Hokkien: 走; Jin: 跑; Mandarin: , 奔跑, ; Northern Min: 走; Wu: 奔, 跑; Xiang: 跑; Chuvash: чуп; Crimean Tatar: çapmaq, cuvurmaq; Czech: běhat, běžet; Dalmatian: cuar; Danish: løbe; Dutch: rennen, lopen; Esperanto: kuri; Estonian: jooksma; Even: тут-; Evenki: тукса-; Ewe: ƒu du; Faroese: renna; Finnish: juosta; French: courir; Friulian: cori; Galician: correr; Georgian: სირბილი; German: rennen, laufen; Alemannic German: lauffe; Gothic: 𐌸𐍂𐌰𐌲𐌾𐌰𐌽, 𐍂𐌹𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: τρέχω; Ancient Greek: ἁμιλλάομαι, ἀνελίσσω, ἀποπυτίζω, ἀποτρέχω, διαθεύω, διαθέω, δίεμαι, δρέμω, δρομάσσω, δρομάω, δρομέω, ἐκθέω, ἐλαύνω, θείω, θέω, σεύω, τρέχω, τρωχάω; Guaraní: ñani; Gujarati: દોડવું; Haitian Creole: kouri; Hawaiian: holo; Hebrew: רָץ; Higaonon: pulaguy; Hindi: दौड़ना; Hungarian: fut, szalad; Icelandic: hlaupa; Ido: kurar, hastar; Indonesian: lari, berlari, menjalankan; Ingrian: joossa; Ingush: вада; Irish: rith; Italian: correre; Japanese: 走る; Javanese: mlayu; Kabyle: azzel; Kannada: ಓಡು; Kazakh: жүгіру; Khmer: រត់; Korean: 달리다, 뛰다; Kurdish Central Kurdish: ڕاکردن; Northern Kurdish: bezîn, revîn, bazdan; Kyrgyz: жүгүрүү; Lao: ແລ່ນ; Latgalian: skrīt; Latin: curro; Latvian: skriet; Lingala: pota, kopota; Lithuanian: bėgti; Lombard: cór; Luxembourgish: lafen, rennen; Macedonian: т́рча, истрча; Malay: berlari, lari; Malayalam: ഓടുക; Maltese: ġera; Manchu: ᡶᡝᡴᠰᡳᠮᠪᡳ; Manx: roie; Maori: horo, oma; Maranao: palalagoy; Mongolian Cyrillic: гүйх; Mongolian: ᠭᠦᠶᠦᠬᠦ; Nanai: туту-; Nepali: दगुर्नु, दौडनु; North Frisian: luup, laap; Northern Altai: чӱгӱрер; Northern Ohlone: othemhimah; Northern Norwegian Bokmål: løpe, springe; Occitan: córrer; Odia: ଦଉଡ଼ିବା,ଦୌଡ଼ିବା,ଧାଇଁବା,ନର୍ଦିବା,ନରର୍ଦ୍ଦିବା,ଘଟକିବା,ଧୁପିବା,ଭେଡ଼ିବା,ଧପଡ଼ିବା,ଧପାଲିବା,ଧବୁଡ଼ିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: бѣгати, бѣжати; Glagolitic: ⰱⱑⰳⰰⱅⰹ, ⰱⱑⰶⰰⱅⰹ; Old East Slavic: бѣгати, бѣжати; Old English: rinnan; Old Javanese: layu; Oromo: fiiguu; Ossetian: згъорын; Ottoman Turkish: قوشمق, یلمك; Pashto: الاکول; Persian: دَویدَن; Polabian: bezăt; Polish: biegać, biec; Portuguese: correr; Punjabi: ਦੌੜਣਾ; Quechua: qurriy; Romanian: alerga, fugi; Romansch: currer, cuorer, curer, curir, correr, cuorrer; Russian: бегать, побегать, бежать, побежать; Sanskrit: द्रवति, धावति; Sardinian: cúrrere, curri, cúrriri; Scots: rin; Scottish Gaelic: ruith; Serbo-Croatian Cyrillic: тр̀чати; Roman: tr̀čati; Sicilian: cùrriri; Sindhi: ڊڪڻ; Sinhalese: දුවනවා; Slovak: behať, bežať; Slovene: teči; Slovincian: bjêgac; Somali: ordid; Sorbian Lower Sorbian: běgaś, běžaś; Upper Sorbian: běhać, běžeć; Southern Altai: јӱгӱрер; Southern Spanish: correr, apeonar; Swahili: kukimbia; Swedish: springa, löpa; Tagalog: takbo, tumakbo; Tajik: давидан; Tamil: ஓடு; Tatar: йөгерергә; Tausug: dagan, dumagan; Telugu: పరుగెత్తు; Tetum: halai; Thai: วิ่ง; Turkish: koşmak; Turkmen: çapmak; Tuvan: маңнаар, чүгүрер; Ukrainian: бі́гати, бі́гти; Urdu: دَوڑْنا; Uyghur: يۈگۈرمەك; Uzbek: yugurmoq; Venetan: córar, córer, córare, corer; Vietnamese: chạy; Walloon: cori; Waray-Waray: dalagan, dagan; Welsh: rhedeg; Western Bukidnon Manobo: pelelaɣuy; Yagnobi: давак; Yiddish: לויפֿן