ῥόος
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
ὁ, Cypr.
A ῥόϝος Inscr.Cypr.135.19 H., Att. contr. ῥοῦς: Ion. and later writers have the heterocl. dat. ῥοΐ (like νοΐ from νοῦς), Hellanic. 28J., Ach.Tat.3.20; also gen. ῥοός Peripl.M.Rubr.46: (ῥέω):—stream, flow of water, current, Hom. only in sg., freq. with genitive, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, etc., Il.11.726, 16.151, al.; κῦμα ῥόοιο 21.263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα ib.219; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, 12.33; κατὰ ῥόον = downstream, i.e. with, the stream, Od.5.327,461, Hdt.2.96, etc.: metaph., φέρεσθαι κατὰ ῥοῦν Pl.R. 492c; ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Luc.JTr.50; πρὸς ῥόον = upstream, against the stream, Il.21.303; Βόσπορος, ῥ. θεοῦ A.Pers.746 (troch.); current at sea, ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ ἀνέμου Th.1.54; εἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας Phld.Rh.1.381S.: also, current of air, Emp.100.14; ῥόος καπνοῦ Pi.P.1.22.
II flux, discharge of morbid humours, Hp.Aph.5.56, Arist HA521a28, Thphr. HP 9.12.1.
III = ῥοή 3 (flux), Pl.Cra.411d.
IV v. ῥόον (sycamore fruit).
German (Pape)
[Seite 848] ὁ, att. zsgzgn ῥοῦς, das Fließen, Fluten, Strömen, Fluß, Strom, Strömung; oft bei Hom., der nur den slag. braucht u. häufig einen gen. hinzufügt: ἱκόμεσθ' ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο, Il. 11, 726; παρὰ ῥόον Ὠκεανοῖο, 16, 151; κῦμα ῥόοιο, 21, 263; προχέειν ῥόον εἰς ἅλα, ib. 219; Pind. auch ῥόος κάπνου, P. 1, 22; Βόσπορον ῥόον θεοῦ, Aesch. Pers. 732; u. in Prosa: Her. κατὰ ῥόον, stromab, mit dem Strome, wie Plat. οἰχήσεσθαι φερομένην κατὰ ῥοῦν ᾗ ἂν οὗτος φέρῃ = fortgerissen werden in den Strom, wohin dieser eben treibt, öfter; ἵστησι τὸν ῥοῦν, Crat. 437 b; Folgde; κατὰ ῥοῦν ποιεῖσθαι τὴν πορείαν, Pol. 3, 66, 8, flußabwärts. – Sp. haben den heteroklitischen dat. ῥοΐ, auch gen. ῥοός u. acc. ῥόα, vgl. Lob. Phryn. p. 454 u. Jac. Ach. Tat. p. 671.
French (Bailly abrégé)
ῥόου (ὁ) :
courant d'un fleuve ; κατὰ ῥόον, κὰρ ῥόον, en suivant le courant ; fig. κατὰ ῥοῦν PLAT sans obstacle, heureusement.
Étymologie: ῥέω.
Russian (Dvoretsky)
ῥόος: стяж. ῥοῦς ὁ
1 течение: κατὰ ῥόον и κὰρ ῥόον Hom., Her., κατὰ ῥοῦν Plat., Polyb. вниз по течению; πρὸς ῥόον Hom. против течения; ῥ. Ἀλφειοῖο Hom. воды Алфея;
2 текучесть, подвижность, стремительное движение (φορὰ καὶ ῥ. Plat.);
3 мед. истечение Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ῥόος: -ου, ὁ, Ἀττ. συνῃρ. ῥοῦς, ἴδε ἐν τέλ.: μεταγενέστεροι συγγραφεῖς ἔχουσι τὴν ἑτερόκλ. δοτ. ῥοΐ, ὡς νοῒ ἐκ τοῦ νοῦς, Ἑλλάνικ. (;) παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλ. Φ. 242 (Ἀποσπ. 132)· ὡσαύτως γεν. ῥοός, αἰτ. ῥόα. Λοβ. εἰς Φρύν. 454 Paral. 173· (ῥέω)· - ὡς τὸ ῥοή, ῥεῦμα, ῥεῦσις, ῥοὴ ὕδατος, συχν. παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ μόνον ἐν τῷ ἑνικῷ· συχνάκις παρ’ αὐτῷ προστίθεται καὶ προσδιορισμὸς διὰ γενικῆς, ῥ. Ἀλφειοῖο, Ὠκεανοῖο, κτλ., Ἰλ. Π. 131., Λ. 726· κῦμα ῥόοιο Φ. 263· προχέειν ῥόον εἰς ἅλα αὐτόθι 219· ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον, τοὺς ἔτρεψε νὰ ῥέωσιν ἐν τῇ ἰδίᾳ αὐτῶν κοίτῃ, Μ. 33· κατὰ ῥόον, κατὰ τὸ ῥεῦμα, κατὰ τὴν ῥοὴν τῶν κυμάτων, τὴν δ’ ἐφόρει μέγα κῦμα κατὰ ῥόον ἔνθα καὶ ἔνθα περὶ τῆς σχεδίης τοῦ Ὀδυσσέως, Ὀδ. Ε. 327, 461, Ἡρόδ. 2. 96, κτλ.· μεταφορ., κατὰ ῥοῦν φέρεσθαι Πλάτ. Πολ. 492C· ταυτὶ κατὰ ῥ. προχωρεῖ Λουκιανοῦ Ζεὺς Τραγῳδ. 50· πρὸς ῥόον, ἐναντίον τοῦ ῥεύματος, Ἰλ. Φ. 303 (πρβλ. κατὰ Β. Ι. 1)· Βόσπορος, ῥ. θεοῦ Αἰσχύλ. Πέρσ. 746· - ῥεῦμα ἐν θαλάσσῃ, ὑπό τε ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου Θουκ. 1. 54· - ῥεῦμα ἀέρος, Ἐμπεδ. 356· ὁμοίως, ῥόος καπνοῦ Πινδ. Π. 1. 43. II. ῥύσις, ἐκροὴ νοσηρῶν ὑγρῶν ἐκ τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 11· ἴδε Foës Oecon. II. = ῥοὴ 2, Πλάτ. Κρατ. 411D, πρβλ. 419D. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 3 κἑξ.
English (Autenrieth)
(σρέω): flow, stream, current.
English (Slater)
ῥόος stream ποταμοὶ δ' ἁμέραισιν μὲν προχέοντι ῥόον καπνοῦ αἴθων (P. 1.22)
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο ρους / ῥοῦς, ΝΜΑ, και ιων. και ποιητ. τ. ῥόος και κυπρ. τ. ῥόϝος, Α
1. η ροή, η κίνηση, το ρεύμα του νερού (α. «ο ρους του Αράχθου», β. «Βόσπορον ῥόον θεοῦ», Αισχύλ.
γ. «ἱερὸν ῥόον Ἀλφειοῖο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φορά, κατεύθυνση, πορεία (α. «ο ρους της ιστορίας» β. «παιδείαν... φερομένην κατὰ ῥοῦν, ᾗ ἄν οὗτος φέρῃ», Πλάτ.)
μσν.-αρχ.
φρ. «κατὰ ῥόον» ή «κατὰ ῥοῦν»
i) κατά την κατεύθυνση του ρεύματος, όπως πάει το ρεύμα («εἰκῇ κατὰ ῥοῦν πλέοντας», Φιλόδ.
ii) γρήγορα, απότομα («τὰ πράγματα κατὰ ῥόον ἐφέρετο ὥσπερ ἐν κατακλυσμῷ», Κωνστάντιος)
iii) σύμφωνα με... («ἔστ' ἄν ἴοι κατὰ ῥοῦν τὰ πνευματικὰ καὶ τῆς ἀληθείας οἱ χαρα κτῆρες... ἐκφαίνοιντο», Κύριλλ.)
αρχ.
1. θαλάσσιο ρεύμα («ἐξενεχθέντων ὑπό τε τοῦ ῥοῦ καὶ τοῦ ἀνέμου», Θουκ.)
2. ρεύμα ανέμου
3. ρύση, έκκριση νοσηρών υγρών από το σώμα («νενοσηκὸς δὲ τοῦτο τὸ αἷμα καλεῖται ῥοῦς», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ῥοF- του ῥέω + κατάλ. -ος].
Greek Monotonic
ῥόος: -ου, ὁ, Αττ. συνηρ. ῥοῦς (ῥέω), ρεύμα, ροή, ρους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ποταμοὺς νέεσθαι κὰρ ῥόον, (τους έτρεψε) να ρέουν στη δική τους κοίτη, σε Ομήρ. Ιλ.· κατὰ ῥόον, κατά το ρεύμα, κατά τη ροή των κυμάτων, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· πρὸς ῥόον, ενάντια, αντίθετα, κόντρα στο ρεύμα, σε Ομήρ. Ιλ.· ρεύμα θαλάσσης, ὑπό τε ῥοῦ καὶ ἀνέμου, σε Θουκ.
Middle Liddell
ῥόος, ου, [ῥέω]
a stream, flow, current, Hom., etc.; ποταμοὺς ἔτρεψε νέεσθαι κὰρ ῥόον to flow in their own bed, Il.; κατὰ ῥόον down stream, Od., Hdt., etc.; πρὸς ῥόον against stream, Il.:— a current at sea, Thuc.
Léxico de magia
ὁ contr. ῥοῦς corriente de agua ὅπου ῥοῦς ἐστιν ἢ παραρέον βαλανείου ... βάλε (τὴν πλάκαν) φέρεσθαι εἰς τὸν ῥοῦν ἢ εἰς θάλασσαν donde haya una corriente o un desagüe de un baño público echa la lámina a la corriente o al mar para que se la lleve P VII 436 P VII 451
Lexicon Thucydideum
impetus fluctuum, onset of the waves, 1.54.1.
Translations
current
Albanian: lumë; Arabic: تَيَّار; Armenian: հոսանք; Assamese: সোঁত; Bau Bidayuh: selog, sobag; Belarusian: паток, цячэнне; Brunei Bisaya: sinolog; Bulgarian: струя; Burmese: ယဉ်; Catalan: riu, corrent; Cebuano: sulog; Central Melanau: aruih; Chinese Mandarin: 水流, 流; Czech: proud; Dutch: stroming, stroom; Esperanto: fluo; Estonian: hoovus; Finnish: virta, virtaus; French: courant; Friulian: corint; Galician: corrente; Georgian: დინება, ნაკადი; German: Strömung; Greek: ρεύμα; Ancient Greek: ῥεῦμα, ῥόος, ῥοῦς, ῥόϝος; Hawaiian: au; Hebrew: זֶרֶם; Hindi: प्रवाह, धारा; Hungarian: áram, áramlat, ár; Iban: arus, arong; Indonesian: arus; Interlingua: currente; Iranun: reges; Irish: sruth; Italian: corrente; Japanese: 流れ; Kazakh: ағым; Khmer: ចរន្ត, ស្រោតា; Kimaragang: linogod; Korean: 흐름; Lao: ກະແສ; Latin: flumen, cursus, aestus; Latvian: straume; Lithuanian: srovė, tėkmė; Lotud: sinolog; Macedonian: струја; Malay: arus; Manx: stroo; Maori: au; Mongolian: урсгал; Norman: couothant, halant; Norwegian Bokmål: strøm; Nynorsk: straum; Occitan: corrent; Old Irish: sruth; Persian: جریان, جاری; Polish: prąd inan; Portuguese: corrente; Romanian: curent, șuvoi, flux; Rungus: murullun; Russian: поток, течение; Sanskrit: रेतस्; Scottish Gaelic: sruth; Serbo-Croatian Cyrillic: струја; Roman: strúja; Slovak: tok, prúd; Slovene: tok; Spanish: corriente; Swahili: mkondo; Swedish: ström, strömning; Tagal Murut: aug; Tagalog: agos; Telugu: ప్రవాహం; Thai: กระแส; Turkish: akıntı, akım; Ukrainian: струм, поті́к, течія; Urdu: دھارا; Vietnamese: dòng
flow
Arabic: تَدَفُّق; Armenian: հոսք, հոսանք; Asturian: fluxu, fluxu; Basque: etorri; Belarusian: цячэнне, плынь, паток; Blackfoot: áwa'kimsska; Breton: beradur; Bulgarian: течение, поток; Catalan: flux; Chinese Mandarin: 流; Chuvash: юх; Czech: tok, proudění; Danish: strøm; Dutch: stroom; Esperanto: fluo, alfluo; Estonian: vool; Finnish: virtaus; French: écoulement, flux; Galician: fluxo; Georgian: დინება, დენა; German: Fluss; Greek: ροή; Ancient Greek: ῥεῦμα, ῥοία, ῥόος, ῥοῦς, ῥόϝος; Hindi: प्रवाह; Hungarian: áramlás; Indonesian: alir; Irish: sreabh, sileadh; Italian: flusso, colata, scorrimento; Japanese: 流れ; Karachay-Balkar: агъым; Kashubian: cec; Korean: 흐름; Latgalian: tekme; Latin: fluxus; Latvian: plūsma; Luhya: omuhula; Macedonian: тек, течение; Marathi: वाहने; Mongolian Cyrillic: урсгал; Norwegian Bokmål: flom, strøm; Plautdietsch: Fluss; Polish: przepływ; Portuguese: fluxo, escoamento, caudal; Romanian: curgere; Russian: течение, поток; Sanskrit: रेतस्; Serbo-Croatian Cyrillic: то̑к, тѐче̄ње; Roman: tȏk, tèčēnje; Sicilian: flussu; Slovak: prúd, tok; Slovene: tok; Southern Altai: агыш; Spanish: flujo; Sundanese: kucur; Swahili: mkondo; Swedish: ström, flöde; Telugu: ప్రవాహము; Turkish: akış; Ukrainian: течі́я, теча, плин, плив, поті́к, струм; Vietnamese: dòng chảy