συνεργία
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
English (LSJ)
ἡ,
A cooperation, Arist.Pr.876b15, Plb.8.33.10; εἰς τὸν βίον, πρὸς τοὺς πολέμους, Phld.Rh.1.270 S., Mus. p.69 K.: also συνέργεια, UPZ36.14 (ii B.C.), Gal. 19.472: pl., Arist. Oec.1343b17 (-ίαι, v.l. -είαι).
II conspiracy, collusion, D.56.8; περί τι Din.1.112.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 coopération, concours, assistance;
2 en mauv. part conspiration.
Étymologie: συνεργός.
German (Pape)
ἡ, Hilfe bei der Arbeit, Teilnahme od. Mitwirkung bei einer Handlung; Din. 1.113; Dem. 56.8; Folgde, wie Pol. 8.35.10.
Russian (Dvoretsky)
συνεργία: ἡ
1 сотрудничество, содействие, помощь, Arst., Polyb.;
2 соучастие, сообщничество Dem.
Greek (Liddell-Scott)
συνεργία: ἡ, ἡ ἀπὸ κοινοῦ ἐργασία, συνεργασία, βοήθεια, Ἀριστ. Προβλ. 4. 2, 4· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Οἰκον. 1. 3, 2, Πολύβ. 8. 35, 10. ΙΙ. ἐπὶ κακῆς σημασίας, συνωμοσία, συνεννόησις ἐπὶ κακῷ, Δημ. 1285. 17· περί τι Δείναρχ. 104. 33.
Greek Monolingual
και συνέργεια, η, ΝΜΑ συνεργός / συνεργής
1. το να είναι κανείς συνεργός σε κάτι, σύμπραξη, συνεργασία («εἰς συνεργίαν καλῶν καὶ ὠφελίμων», Αθανάσ.)
2. φρ. «διαβόλου συνεργίᾳ» ή «διαβολικῇ συνεργίᾳ» — με την έμπνευση και την καθοδήγηση του διαβόλου
νεοελλ.
1. (ποιν. δίκ.) μορφή συμμετοχής σε έγκλημα, η οποία συνίσταται στην παροχή στον δράστη ψυχικής ή υλικής υποστήριξης κατά την τέλεση του εγκλήματος
2. βιολ. συνεργασία πολλών οργάνων ενός οργανισμού για την επίτευξη μιας λειτουργίας («συνεργία μυών»)
3. χημ. φαινόμενο σύμφωνα με το οποίο οι επιπτώσεις από τη συνδυασμένη δράση δύο διακεκριμένων χημικών ουσιών είναι εντονότερες από αυτές που προέρχονται από την δράση της καθεμιάς ξεχωριστά
4. (φαρμ.) φαινόμενο κατά το οποίο οι διαφορετικοί τρόποι δράσης δύο φαρμάκων αλληλοενισχύονται τείνοντας προς τον ίδιο στόχο
5. (οικον.) φαινόμενο κατά το οποίο επιτυγχάνεται ένα συνθετικό αποτέλεσμα που είναι μεγαλύτερο από το άθροισμα τών επιμέρους συστατικών μερών του
6. το αποτέλεσμα τών απρογραμμάτιστων και ασυντόνιστων αλλά συγκλινουσών ενεργειών που επιτελούν μεμονωμένα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας
7. φρ. «παραγοντική συνέργεια»
βιολ. η υποχρεωτική συνεργασία δύο ή περισσότερων γονιδίων τα οποία συντονίζουν και ρυθμίζουν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό
μσν.-αρχ.
συμπαράσταση, βοήθεια
αρχ.
συνωμοσία («τὰ περὶ τὸν σῖτον ἐκ τῶν τοιούτων ἐπιστολῶν καὶ συνεργιῶν», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
συνεργία: ἡ (συνεργέω), από κοινού εργασία, συνεργασία, συμμετοχή, σύμπραξη, σε Αριστ.· με αρνητική σημασία, συνωμοσία, συνεννόηση για δόλιο σκοπό, σε Δημ.
Middle Liddell
συνεργία, ἡ, συνεργέω
joint working, cooperation, Arist.; in bad sense, conspiracy, collusion, Dem.
Translations
conspiracy
Afrikaans: sameswering; Albanian: përbetim; Arabic: مُؤَامِرَة, مُوَاطَأَة; Armenian: դավադրություն; Azerbaijani: sui-qəsd; Belarusian: змова; Bulgarian: заговор, съзаклятие, конспирация; Catalan: conspiració; Chinese Mandarin: 陰謀, 阴谋; Czech: spiknutí; Danish: konspiration, sammensværgelse; Dutch: samenzwering, samenspanning; Esperanto: konspiro; Estonian: vandenõu; Finnish: salaliitto, vehkeily; French: conspiration, complot; Galician: conspiración; Georgian: შეთქმულება, კონსპირაცია; German: Verschwörung, Konspiration; Greek: συνωμοσία, δολοπλοκία; Ancient Greek: βούλευσις, ἐπιβουλή, κοινοπραγία, ξυνωμοσία, ξυνώμοτον, ξύστασις, ὁμόπνοια, σκευή, συμπνευσμός, συνεργία, συνωμοσία, συνώμοτον, συστασία, σύστασις, φατρία, τὸ συνεστηκός, τὸ ξυνιστάμενον, φατριασμός, φρατριασμός; Hebrew: קְנוּנִיָה, קֶשֶׁר; Hindi: साज़िश, साजिश; Hungarian: összeesküvés, konspiráció; Icelandic: samsæri; Indonesian: konspirasi; Irish: comhcheilg, comhchogar; Italian: cospirazione; Japanese: 密議, 陰謀; Korean: 음모(陰謀); Kyrgyz: кутум; Latin: coniuratio; Latvian: sazvērestība; Macedonian: заговор, завера; Malay: konspirasi; Malayalam: ഗൂഢാലോചന; Maori: kara, kakai; Marathi: कट; Norman: compliot; Norwegian Norwegian Bokmål: konspirasjon; Norwegian Nynorsk: konspirasjon; Old English: facengecwis; Persian: دسیسهچینی, توطئه; Polish: spisek, konspiracja, knucie, zmowa, podziemie; Portuguese: conspiração, complô; Romanian: conspirație; Russian: заговор, сговор; Scottish Gaelic: comh-rùn; Serbo-Croatian Cyrillic: за̑вера, за̑вјера, у̀рота; Roman: zȃvera, zȃvjera, ùrota; Slovak: sprisahanie, spiknutie; Slovene: zarota; Spanish: conspiración, contubernio; Swahili: njama class; Swedish: komplott, konspiration; Tagalog: sabwatan; Telugu: కుట్ర; Turkish: desise, kumpas, muamere; Ukrainian: змова