Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμφέρω

From LSJ
Revision as of 11:44, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_23)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφέρω Medium diacritics: συμφέρω Low diacritics: συμφέρω Capitals: ΣΥΜΦΕΡΩ
Transliteration A: symphérō Transliteration B: sympherō Transliteration C: symfero Beta Code: sumfe/rw

English (LSJ)

fut.

   A συνοίσω A.Th.510: aor. 1 συνήνεγκα E.HF488, Ion. -ήνεικα Hdt.7.152: aor. 2 συνήνεγκον Th.2.51: pf. συνενήνοχα D.18.198.    A Act.    I bring together, gather, collect, τὰ κακὰ ἐς μέσον Hdt. 7.152; τάλαντα ἐς τὠυτό Id.3.92, cf. D.24.74; δαπάνην σ. Th.1.99; esp. of dead bodies, X.An.6.4.9, Lycurg.45 codd.    2 bring together, contribute, βουλεύματα A.Pers.528; ἐκ πάντων γόους E. l.c.; πολλοὶ πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Arist.SE183b33:—Med., of a river, Φάσιδι σ. ῥόον A.R.4.134.    3 bring into conflict, πολεμίους θεούς A.Th.510; give battle, συνοίσομεν ὀξὺν Ἄρηα Tyrt.1.40 Diehl: v. infr. B.1.2.    4 bear along with or together, ὁ ἵππος ὅπλον σ. X.Cyr.4.3.13; ἐγώ σοι ξυμφέρω (sc. τὴν παμπησίαν) Ar.Ec.869; bring with, λύχνον . . παῖς μοι συμφέρει Epich.35.8; of sufferings, labours, and the like, bear jointly, help to bear, ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω S.El.946; σ. κακά E.HF1366; πένθος τινί Id.Alc.370; τὰς τούτων ἁμαρτίας Antipho    3 2.11: hence, suffer, bear with, indulge, ὀργὰς ξυνοίσω σοι A.Eu. 848.    II intr., confer a benefit, be useful or profitable, οὔ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος did not do him any good, Hdt.9.37; τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ Id.8.87; καλῶς ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα A.Supp.753, cf. Ar. Ach.252; τοῦτο σ. τῷ βίῳ Id.Pl.38; ἅπαντ' ἐπὶ τὸ βέλτιον ξ. turn out for the best, Id.Ec.475; σῖτον . . καὶ οἶνον . . καὶ εἴ τι ἄλλο βρῶμα, οἷ' ἂν ἐς πολιορκίαν ξυμφέρῃ Th.4.26; πάντα ὅσα ἂν οἴηται συνοίσειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον X.Mem.2.2.5; ὃ σ. πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1272a30, etc.    2 impers., it is of use, expedient, mostly c. inf., ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει A.Eu.520 (lyr.), cf. S.El.1440, Th.2.63, etc.; with Art. prefixed to inf., τὸ περιγενέσθαι . . ἀμφοτέροις σ. X. Mem.3.4.10; the inf. is freq. to be supplied, Th.1.123, X.Ath.3.11; also ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων Pl.Phdr.230e; folld. by a clause, σ. τῷ κοινῷ, ἢν . . Id.Lg.875a, cf. PCair.Zen.21.41 (iii B.C.); σ. ἐπὶ τὸ βέλτιον, ἐπὶ τὸ ἄμεινον, X.An.7.8.4, Decr. ap. And.1.77.    3 part. συμφέρων, ουσα, ον, useful, expedient, fitting, S.OT875 (lyr.), etc.; βίος . . ἐκεῖσε συμφέρων profitable even beyond the grave, Pl.Grg.527b; ἔστιν ἡσυχία . . συμφέρουσα τῇ πόλει D.18.308.    b in neut. as Subst., συμφέρον, οντος, τό, use, profit, advantage, S.Ph.926, Antipho 5.50, etc.; ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Th.4.60; ἡδίω τοῦ συμφέροντος more pleasant than is good for one, X.Smp.4.39; περαιτέρω τοῦ ὑμετέρου σ. Aeschin.3.80; τὸ σ. τινός Pl.R.338c, 340c, al.; τὸ σ. τινί ib.341d, 342b, D.18.139; πρὸς τὸ σ. αὑτῷ PCair.Zen.451.15 (iii B.C.): freq. also in pl., τὰ σ. S.Ph.131, etc.; τὰ μικρὰ σ., opp. τὰ ὅλα, the petty interests, D.18.28; τὰ συμφέροντα ἀνθρώποις Pl.Lg.875a, cf. IG42(1).68.84 (Epid., iv B.C.); but also τὰ τῆς πατρίδος σ. Din.1.99, cf. Pl.Plt.297a, D.18.120, etc.; also in aor. part., τό τῳ ξυνενεγκόν Th.2.51; συμφέρον ἐστί, = συμφέρει, Heraclit.8, Ar.Pl. 49, X.An.6.1.26, etc.; εἰ μὴ ξυμφέρον (sc. ἐστί) Th.3.44.    III intr., also,    1 work with, assist, σφῷν ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός S.Ph.627; πάντα συμφέρουσ' Ἰάσονι E.Med.13; συμφέροντι (or Συμφέροντι as pr. n.) Ἡρακλεῖ IG22.2114.    2 agree with, τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς S.Aj.431; εἴ τι ξυνοίσεις . . τοῖς θεσφάτοις Ar.Eq. 1233; ἐὰν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ Id.Lys.166; come to terms with, give way to, τοῖς κρείσσοσι S.El.1465; v. infr. B.11.    3 fit, suit, ᾗ μήτε Χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει (v. Χλαῖνα) Ar.Ra.1459; [γυνὴ] σιμὴ ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι X.Cyr.8.4.21.    4 of events, happen, take place, turn out, c. acc. et inf., Hdt.1.73, 3.129, 6.23,117, etc.; with ὥστε . ., Id.1.74; τὰ ἄλλα . . αὐτῇ συνήνεικε ἐς εὐτυχίην γενόμενα turned out for her advantage, Id.8.88; v. infr. B.111.2.    B Pass. συμφέρομαι: fut. συνοίσομαι: aor. Pass. ξυνηνέχθην Th. 7.44, Ion. συνηνείχθην Hdt.1.19, 2.111, 3.10: pf. συνενήνεγμαι (Hes. Sc.440), v. συνενείκομαι:—come together, opp. διαφέρεσθαι, Heraclit. 10, cf. Pl.Sph.242e, etc.; meet, associate with, Theoc.Ep.8.2; of sexual intercourse, Luc.Herm.34, Tox.15.    2 in hostile sense, meet in battle, engage, πτόλεμόνδε Il.8.400; μάχῃ 11.736; τινι with one, A. Th.636: abs., Th.7.36; so συνοισόμεθα πτολεμίζειν Hes.Sc.358; σ. κακῷ encounter it, Hdt.6.50.    II agree with, οὐδαμοῖσι ἄλλοισι σ. ἀνθρώπων, in custom, Id.1.173, cf. 2.80, etc.; in statement, ib.44, al.; περί τινος Id.4.13; opp. διαφέρεσθαι, Antipho 5.42; live on friendly terms with, τισι Hdt.4.114, Opp.H.5.34: abs., agree together, be of one mind, εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο if they could not agree, Hdt.1.196; ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῇ συμφέρωνται Pl.Lg.929e; also ξ. γνώμῃ ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου Th.4.65; καθ' αὑτοὺς ξ. settle their affairs by themselves, Id.6.13; concur, τῇδε γὰρ ξυνοίσομαι S.OC641; ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ συμφέρομαι Pl.Prt. 317a.    2 to be in harmony with, εὖ τοῖς πράγμασι σ. Id.Cra.419d; adapt oneself to, τοῖς παροῦσιν Plu.Tim.15; σ. τὰ πολλὰ πολλοῖς correspond with, E.Heracl.919(lyr.); Χαίτης πῶς συνοίσεται πλόκος; correspond, be like, Id.El.527; συμφέρεται ὡυτὸς εἶναι Hdt.2.79; ἔργῳ τοὔνομα συμφέρεται Call.Epigr.6.6.    III of events, happen, turn out, occur, come to pass, ἔμελλε τοιοῦτό σφι συνοίσεσθαι Hdt.8.86; οὐδὲν γάρ σφι Χρηστὸν συνεφέρετο Id.4.157; οὐδέν οἱ μέγα ἀνάρσιον πρῆγμα συνηνείχθη Id.3.10; ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα . . συνοίσεται Ar.Nu.594; οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν... ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη Th.7.44; ξ. θόρυβος Id.8.84; μεταβολαί Pl.Plt.270c, etc.    2 impers., συμφέρεται ἐπὶ τὸ ἄμεινον it happens, falls out for the better, Hdt.7.8.ά; ἄμεινον συνοίσεσθαι Id.4.15; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως it turned out ill to him, ib.156; so συνηνείχθη τοιόνδε γενέσθαι πρῆγμα Id.1.19, cf. 6.86.ά, Th.1.23, al.; σ. οἱ τυφλὸν γενέσθαι Hdt.2.111; v. supr. A. 111.4.    IV literally, to be carried along with, ἀστράσι μήνη σ. Man.6.319; κύδεα . . ψυχαῖς οὐ μάλα σ. do not follow them (beyond the grave), AP4.4.4 (Agath.).    V Gramm., to be constructed with, αἰτιατικῇ, etc., A.D.Synt.285.1, al.: also, agree in form with, σ. φωνῇ [τῇ] πρὸς τὰς δοτικάς Id.Adv.209.28.

German (Pape)

[Seite 991] (s. φέρω), 1) zusammentragen, -bringen; ἐς μέσον, Her. 3, 92. 7, 152; ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ' ἀσπίδων θεούς, Aesch. Spt. 492; ὑμᾶς δὲ χρὴ 'πὶ τοῖσδε τοῖς πεπραγμένοις πιστοῖσι πιστὰ ξυμφέρειν βουλεύματα, Pers. 520; τοὺς νεκρούς, Xen. An. 6, 2, 9; auch zusammen ertragen, πενίαν, 7, 6, 20. – Pass., mit fut. med., zusammenkommen, -treffen; a) im feindlichen Sinne, an einander gerathen, handgemein werden, kämpfen, συμφερόμεσθα μάχῃ, Il. 11, 736; συνοισόμεθα πολεμίζειν, Hes. Sc. 358; συνοισόμενος μεγάλῳ κακῷ, der im Begriff ist, in ein großes Unglück zu gerathen, Her. 6, 50. – b) allgemein, Umgang, Gemeinschaft mit Einem haben, mit ihm umgehen, τινί, Aesch. Spt. 613. Daher – c) übereinkommen, passen, μόνον τόδ' Ἑλλὰς χθὼν ξυνοίσεται στόχῳ, Aesch. Suppl. 240; auch einwilligen, sich Etwas gefallen lassen; auch = mit Einem übereinkommen, übereinstimmen, ἓν τόδε ἴδιον νενομίκασι καὶ οὐδαμοῖσι ἄλλοισι συμφέρονται ἀνθρώποισι, Her. 1, 173; συμφέρονται δὲ καὶ τόδε ἄλλο Αἰγύπτιοι Λακεδαιμονίοισι, 2, 80; τὰ δ' ἐπίλοιπα τοῦ λόγου συμφέρονται Θηραῖοι Κυρηναίοισι, 4, 154, im Uebrigen stimmen die Th. mit den Kyr. überein; vgl. 2, 44. 4, 13. 6, 59, u. sonst; τῇδε γὰρ συνοίσομαι, Soph. O. C. 647; Soph. braucht so auch das act., ὥςτε συμφέρειν τοῖς κρείσσοσιν, El. 1457, den Mächtigern nachgeben; τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς, Ai. 426, daß mein Name mit meinem Unglück zusammentreffen, damit übereinstimmen werde; u. so ist auch wohl Phil. 623 zu nehmen, σφῷν δ' ὅπως ἄριστα συμφέροι θεός, er stimme mit euch überein; vgl. Pflugk Eur. Med. 13; ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι, ich stimme ihnen nicht bei, Plat. Prot. 317 a; Theaet. 152 e u. oft; αὐτοὶ κατὰ σφᾶς αὐτοὺς ξυνηνέχθησαν γνώμῃ, ὥςτε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου, Thuc. 4, 64; Sp. gradezu beistimmen, Plut. Symp. 9, 14. – 2) beitragen; ξυνοίσω πᾶν ὅσονπερ ἂν σθένω, Soph. El. 934; εἴς τι, Her. 3, 92; πρός τι, Isocr. 1, 14; συνήνεγκε τοῖς Ἀθηναίοις ἐπὶ τὸ ἄμεινον, Andoc. 1, 76; zutragen, bes. συμφέρει, es ist zuträglich, nützlich, es frommt, ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει, Aesch. Eum. 495, καλῶς γ' ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα, Suppl. 734; παῦρά γ' ὡς ἠπίως ἐννέπειν πρὸς ἄνδρα τόνδε συμφέροι, Soph. El. 1432; ὁποῖον ἄν σοι ξυμφέρ ῃ, γενήσεται, Phil. 655; τὰ συμφέροντα τῶν ἀεὶ λόγων, das Nützliche, 131; ἃ μὴ 'πίκαιρα μηδὲ συμφέροντα, O. R. 875; ξυμφέρειν ἐπὶ τὸ βέλτιον, Ar. Eccl. 475; καλῶς ξυμφέρει, Ach. 252; u. in Prosa: Her. 8, 87. 9, 37; οὐ γὰρ συμφέρει τοῖς ἄρχουσι φρονήματα μεγάλα ἐγγίγνεσθαι τῶν ἀρχομένων, Plat. Conv. 182 c, u. oft; γνῶναι τὰ συμφέροντα ἀνθρώποις εἰς πολιτείαν, Legg. IX, 875 a; οὐδ' ὑμῖν δοκεῖ μοι συμφέρον εἶναι, Xen. An. 5, 9, 26; vgl. Ar. Plut. 49; τὰ τῆς πόλεως ξυμφέροντα, Din. 1, 99; τινί, ib. 111. – 3) intr., sich zutragen, sich ereignen, c. inf., Her. 3, 129. 6, 23. 117. 7, 4 u. oft; συνήνεικε αὐτῇ ἐς εὐτ υχίην γενόμενα, es schlug ihr zum Glück aus, 8, 88; u. eben so pass., συμφέρεσθαι ἐπὶ τὸ βέλτιον, 7, 8, 1, vgl. 1, 19. 2, 111. 4, 157; συμφέρεται, es trifft sich, begiebt sich, 7, 8, 1; οὐδέν σφι χρηστὸν συνεφέρετο, es erging ihnen nicht gut, 4, 157; αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως, es erging ihm widerwärtig, 4, 156; συμφέρει, es trägt sich zu, 7, 10; παθήματα ξυνηνέχθη γενέσθαι τῇ Ἑλλάδι, Thuc. 1, 23, u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

συμφέρω: μέλλ. συνοίσω· ἀόρ. α΄ συνήνεγκα, Ἰων. -ήνεικα· ἀόρ. β΄ συνήνεγκον· πρκμ. συνενήνοχα Δημ. 294. 15. Α. Ἐνεργ. Ι. φέρω ὁμοῦ, ἐπὶ τὸ αὐτό, συνάγω, συναθροίζω, τὰ κακὰ ἐς μέσον Ἡρόδ. 7. 152 τάλαντα ἐς τωὐτὸ ὁ αὐτ. 3. 92, πρβλ. Δημ. 724. 20· δαπάνην σ. Θουκ. 1. 99· ἰδίως, ὡς τὸ συγκομίζω, ἐπὶ νεκρῶν σωμάτων, πρβλ. Ξενοφ. Ἀνάβ. 6. 4, 9, Λυκοῦργ. 153. 29. ― Παθ., συμφέρεσθαι, ἀντίθετον τῷ διαφέρεσθαι, Ἡράκλειτ. παρ’ Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5. 2) φέρω ὁμοῦ, συνεισφέρω, βουλεύματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 528· ἐκ πάντων γόους Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 488· πολλοὶ πολλὰ συνενηνόχασι μέρη Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 33. 15. ― Μέσ., ἐπὶ ποταμοῦ Φάσιδι σ. ῥόον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 134. 3) ὡς τὸ συμβάλλω ΙΙ, φέρω εἰς σύγκρουσιν, ξυνοίσετον δὲ πολεμίους ἐπ’ ἀσπίδων θεοὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 510· ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. 4) φέρω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, ὁ ἵππος ὅπλον σ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 13· ἐγώ σοι ξυμφέρω (ἐξυπακ. τὴν παμπησίαν) Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 869· ἐπὶ παθημάτων, κόπων καὶ τῶν τοιούτων, φέρω ἀπὸ κοινοῦ, βοηθῶ ὥστε νὰ φέρῃ τις, ξυνοίσω πᾶν ὅσο, περ ἂν σθένω Σοφ. Ἠλ. 946· σ. κακὰ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1366· πένθος τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 369· τὰς τούτων ἁμαρτίας Ἀντιφῶν 122, 21. ― ἐντεῦθεν, ἀνέχομαι, ὑπομένω, συγχωρῶ, ὀργὰς συνοίσω σοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 848. ΙΙ. ἀμεταβ., παραλειπομένης τῆς αἰτ. πράγματος, φέρω ὠφέλειαν, εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, συμφέρων, οὒ οἱ συνήνεικε τὸ ἔχθος, δὲν ἀπέβη εἰς καλόν, δὲν ἔφερε καλὸν ἀποτέλεσμα, δὲν ὠφέλησεν αὐτόν, Ἡρόδ. 9. 37· τὸ καὶ συνήνεικε ποιησάσῃ ὁ αὐτ. 8. 87· καλῶς γ’ ἂν ἡμῖν ξυμφέροι ταῦτα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 753, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 252· τοῦτο σ. τῷ βίῳ ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 38· ἅπαντ’ ἐπὶ τὸ βέλτιον ξ., ἀποβαίνουσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 457, πρβλ. Νεφ. 595· βρῶμα, οἷον ἂν ἐς πολιορκίαν συμφέρῃ Θουκ. 4. 26· πάντα ὅσα ἂν οἴηται συμφέρειν αὐτοῖς πρὸς τὸν βίον Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 5· ὃ συμ. πρὸς τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολ. 2. 10, 10, κτλ. 2) ἀπροσ., ὠφελεῖ, εἶναι ὠφέλιμον, χρήσιμον, καλόν, συμφέρον, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετ’ ἀπαρεμφ., ξυμφέρει σωφρονεῖν ὑπὸ στένει Αἰσχύλ. Εὐμ. 520, ἡπίως ἐννέπειν· ... συμφέρει Σοφ. Ἠλ. 1440, Θουκ. 2. 63, κτλ.· μετὰ τοῦ ἄρθρου προτασσομένου εἰς τὸ ἀπαρ., τὸ περιγίγνεσθαι... αὐτοῖς σ. Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 10· συχνάκις τὸ ἀπαρέμφατον πρέπει νὰ νοηθῇ, Θουκ. 1. 1231, Ξεν. Ἀθην. 3. 11· οὓ ως, ὡς νομίζω συμφέρειν ἡμῖν γενομένων τούτων Πλάτ. Φαῖδρ. 230Ε· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, συμφ. τῷ κοινῷ, ἤν... ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 875Α· σ. ἐπὶ τὸ βέλτιον, ἐπὶ τὸ ἄμεινον Ξεν. Ἀν. 7. 8, 4, Ἀνδοκ. 10. 35. 3) μετοχ. συμφέρων, ουσα, ον, χρήσιμος, ὠφέλιμος, ἁρμόδιος, καλός, Σοφ. Ο. Τ. 875, κτλ.· βίος... ἐκεῖσε συμφέρων, καὶ πέραν τοῦ τάφου ὠφέλιμος, Πλάτ. Γοργ. 527Β· ἔστιν ἡσυχία... συμφέρουσα τῇ πόλει Δημ. 328. 3. β) ἐν τῷ οὐδετ. ὡς καὶ νῦν ὡς οὐσιαστ., συμφέρον, οντος, τό, χρησιμότης, τὸ ὄφελος, ἡ ὠφέλεια, τὸ κέρδος, τὸ συμφέρον, Λατ. utile, Σοφ. Φιλ. 926, Ἀντιφῶν 135, 18, κτλ.· ἐς τὸ ξ. καθίστασθαί τι Θουκ. 4. 60· ἡδίω τοῦ συμφέροντος, εὐχαριστότερα παρ’ ὅσον συμφέρει ἢ εἶναι καλὸν διά τινα, Ξεν. Συμπ. 4, 39· περαιτέρω τοῦ ἡμετέρου σ. Αἰσχίν. 65. 8· τὸ σ. τινὸς ἢ τινὶ Πλάτ. Πολ. 341Α, Β, 342D, E, κτλ.· ἐν Ἀριστ. Τοπ. 3. 3, 7, ἀντὶ συμφερώτερον, ἡ πιθαν. γραφ. φαίνεται ὅτι εἶναι συμφορ-· ― ὡσαύτως συχν. καὶ ἐν τῷ πληθ., τὰ συμ. Σοφ. Φιλ. 13., πρβλ. Ο. Τ. 875, κτλ.· τὰ μικρὰ σ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ὅλα Δημ. 234. 26· τὰ ξυμφέροντα ἀνθρώποις Πλάτ. Νόμ. 875Α· ἀλλὰ καί, τὰ τῆς πατρίδος σ. Δείναρχ. 102. 40, πρβλ. Πλάτ. Πολιτ. 297Α, Δημ. 267. 16, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ ἀορ. μετοχ., τό τῳ ξυνενεγκὸν Θουκ. 2. 51· (ἐντεῦθεν ἐπίρρ. συμφερόντως, ὃ ἴδε)· συμφέρον ἐστί, = συμφέρει, Ἡράκλειτος ἐν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 1, 6, Ἀριστοφ. Πλ. 49, Ξεν., κλπ.· εἰ μὴ ξυμφέρον (ἐξυπακ. ἐστὶ) Θουκ. 3. 44. ΙΙΙ. ἀμεταβ. ὡσαύτως, 1) ἐργάζομαι μετά τινος, βοηθῶ, συνεργῶ, σφῶν ὅπως ἄριστα συμφέροι θεὸς Σοφ. Φιλ. 627, πρβλ. 1085· πάντα συμφέρουσ’ Ἰάσονι Εὐρ. Μήδ. 13· συμφέροντι Ἡρακλεῖ Συλλ. Ἐπιγρ. 146, ἐν τῷ μετωπίῳ (περιθωρίῳ). 2) συμφωνῶ μετά τινος, τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς Σοφ. Αἴ. 431· εἴ τι ξυνοίσεις... τοῖς θεσφάτοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ἂν μὴ τῇ γυναικὶ συμφέρῃ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 166· ― ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν, εἰς συμφωνίαν μετά τινος, ὑποχωρῶ εἴς τινα, τοῖς κρείσσοσι Σοφ. Ἠλ. 1465, ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 3) ἁρμόζω, «ταιριάζω», ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει (ἴδε ἐν λέξ. χλαῖνα) Ἀριστοφ. Βάτρ. 1549· γυνὴ σιμὴ ἄν σοι ἰσχυρῶς συμφέροι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 8. 4, 21. 4) ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, ἀποβαίνω, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 3. 129., 6. 23, 117, κ. ἀλλ.· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 1. 73, κτλ.· μετὰ τοῦ ὥστε... 1. 75· τὰ ἄλλα... συνήνεικε αὐτῇ ἐς εὐτυχίην γενόμενα, ἀπέβησαν εἰς εὐτυχίαν της, ὁ αὐτ. 8. 88· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙΙ. 2. Β. Παθητ., συμφέρομαι· μέλλ. συνοίσομαι· ἀόρ. παθ. συνηνέχθην, -είχθην Ἡρόδ.· πρκμ. συνενήνεγμαι (Ἕρμανν. εἰς Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440), ἴδε συνενείκομαι. Ἔρχομαι ὁμοῦ, ἀντίθετον τῷ διαφέρεσθαι, Ἡράκλειτος ἐν Πλάτ. Συμπ. 187Α, πρβλ. Σοφιστ. 242D, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 5· ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, σ. γυναικὶ Ἀριστοφ. Λυσ. 166, πρβλ. Λουκ. Ἑρμότ. 34. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συναντῶ ἐν μάχῃ, συγκρούομαι, Λατ. congredi, πόλεμόνδε Ἰλ. Θ. 400· μάχῃ Α. 736· τινι, μετά τινος, Αἰσχύλ. Θήβ. 636· ἀπολ., Θουκ. 7. 36· οὕτω, συνοισόμεθα πτολεμίζειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 358· πεζῇ σ. τινι Πλουτ. Σόλ. 9. ΙΙ. συνεννοοῦμαι, συμφωνῶ, ὁμοφωνῶ, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 173., 2. 80, κτλ.· ἀντίθετ. τῷ διαφέρεσθαι, Ἀντιφῶν 134. 19· ― διάγω φιλικῶς μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 4. 114· ἁπλῶς εἶμαι μετά τινος, ἀλλά μοι καὶ θνήσκοντι συνοίσει [σὺ] Σοφ. Φιλ. 1085· ― ἀπολ., συμφωνῶ ὁμοῦ, ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, τῇδέ σοι ξυνοίσομαι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 641· εἰ δὲ μὴ συμφεροίατο, ἐὰν δὲν ἤθελον δυνηθῆ νὰ συμφωνήσωσιν, Ἡρόδ. 1. 196· ἐὰν δὲ ἀνὴρ καὶ γυνὴ μηδαμῆ ξυμφέρωσι Πλάτ. Νόμ. 997Ε· ὡσαύτως, σ. ὥστε ἀπαλλάσσεσθαι τοῦ πολέμου Θουκ. 4. 65 καθ’ ἑαυτούς, ξ., ἐξομαλύνουσι τὰς μεταξύ των ὑποθέσεις καθ’ ἑαυτούς, ὁ αὐτ. 6. 13. 2) μετὰ δοτικ. πράγμ., προσαρμόζω ἐμαυτὸν εἴς τι, συναινῶ, συγκατανεύω, εὖ τοῖς πράγμασι ξ. Πλάτ. Κρατ. 419D· τοῖς παροῦσιν Πλουτ. Τιμολ. 15· μετ’ ἀπαρεμφ., ἐγὼ δὲ τούτοις κατὰ τοῦτο εἶναι οὐ ξυμφέρομαι Πλάτ. Πρωτ. 317Α· ξυμφέρεται ωὐτὸς εἶναι, εὑρίσκεται ὅτι εἶναιαὐτός, Ἡρόδ. 2. 79· οὐ συμφέρεται περί τινος, δὲν συμφωνεῖ μετ’ αὐτῶν περί..., ὁ αὐτ. 4. 13· ξ. τὰ πολλὰ πολλοῖς, ἀντιστοιχεῖ, εἶναι ὅμοιος, Εὐρ. Ἡρακλ. 919· χαίτης... ξυμφέρεται πλόκον, ἀντιστοιχεῖ, ὁμοιάζει, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 527. 3) συμβουλεύομαί τινα, συσκέπτομαι μετά τινος, ἰητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 7. ΙΙΙ. ἐπὶ γεγονότων, συμβαίνω, γίνομαι, ἀποβαίνω, ἔμελλε τοιοῦτὸ σφι συνοίσεσθαι Ἡρόδ. 8. 86· οὐδέν σφι σ. χρηστὸν ὁ αὐτ. 4. 157· οὐδέν σοι ἀνάρσιον πρῆγμα ὁ αὐτ. 3, 10· ἐπὶ τὸ βέλτιον τὸ πρᾶγμα... συνοίσεται Ἀριστοφ. Νεφ. 594· οὐδὲ πυθέσθαι ῥᾴδιον ἦν..., ὅτῳ τρόπῳ ἕκαστα ξυνηνέχθη Θουκ. 7. 44· ξ. θόρυβος ὁ αὐτ. 8. 84· μεταβολαὶ Πλάτ. Πολιτ. 270Β, κτλ.· ― ὡσαύτως, 2) ἀπροσώπ., συμφέρεται εἰς τὸ ἄμεινον, συμβαίνει, ἀποβαίνει, Ἡρόδ. 7. 8, 1· ἄμεινον συνοίσεσθαι ὁ αὐτ. 4. 15· αὐτῷ συνεφέρετο παλιγκότως, ἀπέβαινεν εἰς αὐτὸν πάλιν κακῶς, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. 4. 156· οὕτως συνηνείχθη γενέσθαι ὁ αὐτ. 1. 19., 6. 86, Θουκ. 1. 23, κ. ἀλλ.· σ. οἱ τυφλὸν γενέσθαι Ἡρόδ. 2. 111· οὕτω, σ. ὥστε, μετ’ ἀπαρεμφ., ὁ αὐτ. 1. 74· ἴδε ἀνωτ. Α. ΙΙΙ. 4. IV. κυριολεκτικῶς φέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, ἀστράσι μήνη σ. Μανέθων 6. 313· κύδεα... ψυχαῖς οὐ μάλα σ., δὲν παρακολουθοῦσι πέραν τοῦ τάφου, Ἀνθ. Π. 4. 4, 4.