ἐπέρχομαι

From LSJ
Revision as of 19:56, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπέρχομαι Medium diacritics: ἐπέρχομαι Low diacritics: επέρχομαι Capitals: ΕΠΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: epérchomai Transliteration B: eperchomai Transliteration C: eperchomai Beta Code: e)pe/rxomai

English (LSJ)

impf.

   A ἐπηρχόμην Th.4.120 (unless fr. ἐπάρχομαι: Att. impf. is ἐπῇα (but v. ἔρχομαι) and fut. ἔπειμι): aor. 2 ἐπῆλθον, Ep. -ήλῠθον: pf. -ελήλυθα:    I come upon:    1 of persons, approach, c. dat., Il.12.200,218, etc.; esp. come suddenly upon, Od.19.155, Hdt. 6.95: c. acc., ἐ. πόλιν E.HF593 codd. (nisi leg. ἐσ-); come to for advice, μάντεις, μοῦσαν, Id.Supp.155, Hel.165, cf. Pl.Lg.772d: with Preps., ἐ. ἐς ποταμόν Od.7.280, cf. S.Aj.438: metaph., ἐ. ἐς λόγου στάσιν Id.Tr.1180; ἐ. ἐς πόλεμον Th.3.47; ἐ. ἐνθάδε Il.24.651.    b freq. in hostile sense, go or come against, attack, abs., 12.136, al., Th. 1.90, etc.: c. dat., Il.20.91, E.Ba.736, Th.6.34, etc.: rarely c. acc., τμήδην αὐχέν' ἐπῆλθε Il.7.262; τὴν τῶν πέλας ἐ. invade it, Th.2.39: hence, visit, reprove, ταῦτα μέν σε πρῶτ' ἐπῆλθον E.IA349, cf. Andr. 688: with a Prep., invade, ἐπὶ τὴν οἰκίαν PFay.12.12 (ii B.C.).    c come forward to speak, E.Or.931, Th.1.119, Pl.Lg.850c; ἐ. ἐπὶ τὸν δῆμον, ἐπὶ τοὺς ἐφόρους, Hdt.5.97, 9.7; ἐπὶ τὸ κοινόν Th.1.90; τοῖς Αακεδαιμονίοις ib.91.    d in Law, proceed against, ἐπί τινα PEleph.3.3 (iii B.C.); ἐπί τινα περί τινος PAmh.2.96.8 (iii A.D.); τινὶ περί τινος POxy.489.11 (ii A.D.); ἐπὶ πιττάκιον impugn, BGU1167.14 (i B.C.): also in aor. 1 ἐπελεύσασθαι PStrassb.35.25 (ii B.C.), etc. (ἐπιπορεύομαι (q. v.) is more common in the pres. in the Hellenistic period.)    2 of events, conditions, etc., come upon, esp. come suddenly upon, c. acc., μιν . . ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Od.4.793, al., cf. Hdt.2.141; ἔρως γὰρ ἄνδρας οὐ μόνους ἐπέρχεται E.Fr.431: c. dat., τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Od.12.311, cf. 5.472; μοι νοῦσος ἐπήλυθεν 11.200; βροτοῖσιν .. ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ A.Pers.600, cf. Ag.1256; ἐπῆλθέ μοι πάθος Pl.Lg.811d, etc.    3 c. dat. pers., come into one's head, occur to one, ἵμερος ἐπειρέσθαι μοι ἐπῆλθε Hdt.1.30; ὅ τι ἂν ἐπέλθῃ Lat. quicquid in buccam venerit, Isoc.12.24: impers. c. inf., καί οἱ ἐπῆλθε πταρεῖν Hdt.6.107, cf. S.Tr.134 (lyr.); ἐμοὶ τοιαῦτ' ἄττα ἐ. λέγειν Pl. Grg.485e, etc.; also ἐπέρχεταί με λέγειν Id.Phd.88d.    4 come in, of revenues, etc., ἐπερχόμενοι τόκοι, ἐπιβολαί, BGU155.11 (ii A.D.), 1049.16 (iv A.D.).    II of Time, come on, ἐπήλυθον ὧραι the season came round again, Od.2.107, etc.; also, come on, be at hand, νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε 14.457; γῆρας ἐ. Thgn.528,728; ἕκαθεν ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος Pi.O.10(11).7; τὸ παρὸν τό τ' ἐπερχόμενον πῆμα and that which is coming, the future, A.Pr.98.    2 come in after or over another, of a second wife, Hdt.5.41.    III go over or on a space, traverse, mostly of persons, c. acc., πολλὴν γαῖαν Od.4.268; ἀγρόν 16.27; ἄγκεα πολλά Il.18.321, cf. Od.14.139, Hdt.1.30; go the round of, visit, δόμους S.El.1297; ναοὺς χοροῖς Id.Ant.153 (lyr.); πόλιν, of a god, Maced.Pac.29; of an officer, πύλας φυλακάς τ' ἐπῆλθον E.Ph. 699; τὰς ξυνωμοσίας ἐπελθών Th.8.54; walk on ice, Id.3.23; also of water, ἐπέρχεται ὁ Νεῖλος τὸ Δέλτα overflows it, Hdt.2.19, cf. A.Supp. 559 (lyr.), Th.3.89.    2 go through or over, discuss, recount, c. acc., Hes.Fr.160.4 codd. Str., Ar.Eq.618; review, τὰ εἰρημένα περί τινος Arist.EN1172b8; also ἐ. περί τινος Id.Ph.189b31, al.; folld. by an interrog., πειρατέον ἐπελθεῖν τίνες . . Id.Pol.1289b24; πῶς δεῖ . . ἐπέλθωμεν συντόμως ib. 1317a15.    3 accomplish, πολέμῳ καὶ διαχειρίσει πραγμάτων Th.1.97.    IV come up to, imitate, πάτρῳ Pi.P.6.46.

German (Pape)

[Seite 917] (s. ἔρχομαι), 1) herzu-, herankommen, sich nahen; absolut, μεῖναι ἐπερχόμενον Il. 7, 535; ἐνθάδε, ὁπόσε, Il. 24, 651 Od. 14, 139; c. dat. der Person, ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε, Il. 12, 200. 15, 84; βροτοῖσιν ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ Aesch. Pers. 592; in Prosa gew., Her. 6, 95; Thuc. 1, 36, s. auch unten; – mit dem acc. des Ortes, zu dem man kommt, den man besucht, ἀγρόν Od. 16, 27; πολλὴν δ' ἐπελήλυθα γαῖαν 4, 268, wie πολλὰ δέ τ' ἄγκε' ἐπῆλθε, durchstreifte viele Thäler, Il. 18, 321; ὁ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα, verbreitet sich über das Delta, überschwemmt es, Her. 2, 19, wie Aesch. Suppl. 554 λειμῶνα ἐπέρχεται – ὕδωρ τὸ Νείλου; δόμους, ναούς, Soph. El. 1289 Ant. 153; auch εἰς τόπον, Ai. 433, wie εἰς ποταμόν Od. 7, 280; εἰς τὸ κενούμενον, in die leere Stelle einrücken, Xen. Oec. 8, 7; πόλιν Eur. Herc. fur. 593; χώρας ὅσην ἐπήλθομεν Xen. An. 7, 8, 25; ἅπασαν τἡν οἰκουμένην, durchwandern, Din. 1, 13; auch τοὺς χειρωνακτικούς, Plat. Ax. 368 b; auch ὄψεσιν ἐπελθὼν τοὺς κατακειμένους, Plut. Symp. 1, 2, 1. – Absolut, bes. vom Auftreten des Redners, ἐπῆλθε, ἔλεξε δέ, Eur. Or. 931; Thuc. 1, 119; ἐπελθὼν καὶ πείσας τὴν πόλιν Plat. Legg. VIII, 850 e; ἐπελθὼν ἐπὶ τὸν δῆμον Her. 5, 97; ἐπὶ τοὺς ἐφόρους 9, 7. 11, vor dem Volke, den Ephoren auftreten, wie ἐπὶ τὸ κοινόν Thuc. 1, 90. – Von der Zeit, heran kommen, ἐπήλυθον ὧραι, die Jahreszeiten kamen wieder heran, Od. 2, 107. 11, 295; νὺξ δ' ἄρ' ἐπῆλθε 14, 457; ἕκαθεν ἐπελθὼν ὁ μέλλων χρόνος Pind. Ol. 11, 7; ἐπεὰν νὺξ ἐπέλθῃ Her. 4, 84; ἦρί τ' ἐπερχομένῳ Ar. Nubb. 311; ἐπῆλθεν Ὀλύμπια Thuc. 1, 126, u. so oft von regelmäßig wiederkehrenden Zeitabschnitten; dah. setzt Aesch. Prom. 98 τὸ παρὸν τό τ' ἐπερχόμενον πῆμα einander gegenüber. – Uebertr., νοῦσος ἐπήλυθέν μοι Od. 11, 200, befiel mich, wie γλυκερὸς δέ μοι ὕπνος ἐπέλθῃ 5, 472; aber auch τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος, 4, 793, es überraschte sie dabei der Schlaf, wie Her. 2, 141; vgl. ἔρως ἄνδρας οὐ μόνους ἐπέρχεται Soph. frg. 607; ἐπέρχεταί μοι u. με, es kommt mich, wandelt mich an, entweder mit dem nom. der Sache oder dem infinit., τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν Soph. Tr. 135; καί οἱ ἐπῆλθε πταρεῖν Her. 6, 107; ἐμοὶ τοιαῦτ' ἐπέρχεται πρὸς σὲ λέγειν Plat. Gorg. 485 e, wie καί μοι ἴσως οὐδὲν θαυμαστὸν πάθος ἐπῆλθε Legg. VII, 811 c; ἵμερος ἐπελθὼν ὑμῖν 823 e. Vgl. Xen. Mem. 4, 3, 3; Dem. 1, 1 Lpt. 52. Aber auch ἵμερος ἐπείρεσθαί με ἐπῆλθε σέ, Her. 1, 30 (v. l. μοι), wie αὐτόν με νῦν τι τοιοῦτόν τι λέγειν ἐπέρχεται Plat. Phaed. 88 c; vgl. Legg. VII, 823 e, wo die Lesart zwischen τὸν νοῦν u. εἰς τὸν νοῦν schwankt; ohne Casus, ὅ, τι ἂν ἐπέλθῃ λέγειν, was gerade in den Sinn kommt, sagen, Plut. Stoic. rep. 28. – 2) feindlich herankommen, an greifen, anfallen; absolut, Hom. u. Folgde, od. mit dem dat., βουσὶν ἐπήλυθεν Il. 20, 91; μόσχοις Eur. Bacch. 736; Thuc. 1, 38 u. A.; auch τὴν τῶν πέλας ἐπελθεῖν, Thuc. 2, 39; vgl. τμήδην δ' αὐχέν' ἐπῆλθε Il. 7, 262, die Lanze drang an den Nacken. – Auch = tadeln, Eur. Andr. 689; ταῦτά σε ἐπῆλθον I. A. 349; τὴν παρανομίαν, bestrafen, Plut. – Auch übertr., Etwas angreifen, πάντα διὰ βραχέων Plat. Polit. 279 c; vgl. Thuc. 1, 70; τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ, = διεπράξαντο, 1, 97; τινί τι, Einem Etwas auseinandersetzen, Ar. Equ. 618; in der Rede durchgehen, τὰς ξυνωμοσίας Thuc. 8, 54; τὰ εἰρημένα Arist. Nic. Eth. 10, 1, 4, u. öfter περί τινος, wie Sp.; – κρύσταλλος οὐ βέβαιος ὥςτ' ἐπελθεῖν, so daß man darauf, darüber gehen konnte, Thuc. 3, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπέρχομαι: παρατατ. ἐπηρχόμην Θουκ. 4. 120 (ἴδε ἔρχομαι), ἀλλ' ὁ Ἀττικὸς παρατατ. εἶναι ἐπῄειν καὶ ὁ μέλλων ἔπειμι (εἶμι): Ἀποθ. μετ’ ἐνεργ. ἀορ. ἐπῆλθον, καὶ Ἐπικ. -ήλῠθον, πρκμ. -ελήλῠθα: Ι. ἔρχομαι ἐπί τι: 1) ἐπὶ προσώπων ἢ ζῴων, ἔρχομαι πλησίον, πλησιάζω, μετὰ δοτ., ὄρνις γάρ σφιν ἐπῆλθε Ἰλ. Μ. 200, κτλ.· ἰδίως, ἔρχομαι αἴφνης πρός τινα, εἷλον ἐπελθόντες Ὀδ. Τ. 155, Ἡρόδ. 6. 95:- μετ’ αἰτ. ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 593:- ἔρχομαι πρός τινα ὅπως λάβω συμβουλὴν παρ’ αὐτοῦ, Λατ. adire aliquem, μάντεις δ’ ἐπῆλθες ἐμπύρων τ’ εἶδες φλόγα; Εὐρ. Ἱκέτ. 155· τίνα μοῦσαν ἐπέλθω; Ἑλ. 165, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 772D· μετὰ προθ., ἔρχομαι, φθάνω εἰς μέρος τι, ἕως ἐπῆλθεν ἐς ποταμὸν Ὀδ. Η. 280, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 437· μεταφ., ἐπ. ἐς λόγου στάσιν ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 1180· ἐπ. ἐς πόλεμον, Λατ. inire bellum, Θουκ. 3. 47· ἐπ. ἐνθάδε καὶ ὁπόσε Ἰλ. Ω. 651, Ὀδ. Ξ. 139. β) συχνάκις ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ὑπάγωἔρχομαι ἐναντίον τινός, προσβάλλω, ἐπιτίθεμαι, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ.· μετὰ δοτ., Ἰλ. Υ. 91, Εὐρ. Βάκχ. 736, Θουκ. 6. 34· σπανίως μετ’ αἰτιατ., τμήδην αὐχέν’ ἐπῆλθε, ὅσον ἐπιτεμεῖν καὶ οὐκ εἰς βάθος τρῶσαι ἦλθεν ἐπὶ τὸν αὐχένα τὸ ἔγχος, Ἰλ. Η. 262· τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες, ὅταν εἰσβάλωμεν εἰς τὴν γὴν τῶν γειτόνων μας, Θουκ. 2, 39:- ἐντεῦθεν, ἐπιτιμῶ, ἐπιπλήττω διά τι, ταῦτα μέν σε πρῶτ’ ἐπῆλθεν Εὐρ. Ι. Α. 349, πρβλ. Ἀνδρ. 688 (ἀλλ’ ἐν Ἀνδρ. 735, ἐπεξελθεῖν). γ) προβαίνω, παρουσιάζομαι ὅπως ὁμιλήσω, σὸς δ’ ἐπῆλθε σύγγονος, ἔλεξε δ’ ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 391, Θουκ. 1. 91, 119, Πλάτ. Νόμ. 850C· ὡσαύτως, ἐπ. ἐπὶ τὸν δῆμον, ἐπὶ τοὺς Ἐφόρους Ἡρόδ. 5. 97., 9. 7· ἐπὶ τὸ κοινὸν Θουκ. 1. 90. 2) ἐπὶ γεγονότων, κλπ., ἔρχομαι ἐπί τινα, καταλαμβάνω τινά, ἰδίως, ἔρχομαι αἰφνιδίως, μετ’ αἰτ., τόσσα μιν ὁρμαίνουσαν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Ὀδ. Δ. 793, κτλ., πρβλ. Ἡρόδ. 2. 141· ἔρως γὰρ ἄνδρας οὐ μόνους ἐπέρχεται Σοφ. Ἀποσπ. 607· μετὰ δοτ., τοῖσιν ἐπήλυθε νήδυμος ὕπνος Ὀδ. Μ. 311, πρβλ. Ε. 472· οὔτε τις οὖν μοι νοῦσος ἐπήλυθεν Λ. 200· βροτοῖσιν… ὅταν κλύδων κακῶν ἐπέλθῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 600, πρβλ. Ἀγ. 1256· ἐπῆλθέ μοι πάθος Πλάτ. Νόμ. 811C, κτλ. β) μετὰ δοτ. προσώπου, ὡς τὸ νῦν «μοῦ ἔρχεται», ἐπέρχεταί μοι, ἤτοι μετ’ ὀνομ., ἵμερος ἐπῆλθέ μοι ἐπείρεσθαι Ἡρόδ. 1. 30· ὅ τι ἂν ἐπέλθῃ, Λατ. quicquid in buccam venerit, Ἰσοκρ. 238Α, ἢ ἀπροσώπως μετ’ ἀπαρ., καί οἱ ἐπῆλθε πταρεῖν Ἡρόδ. 6. 107, πρβλ. Σοφ. Τρ. 135, Πλάτ. Γοργ. 485Ε, κτλ.· ὡσαύτως, τοιοῦτόν τι λέγειν πρὸς ἐμαυτὸν ἐπέρχεται ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 88C· πρβλ. ἔπειμι Ι. 2. β, εἰσέρχομαι V. 2. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔρχομαι, ἐπανέρχομαι, ἐπῄλυθον ὧραι Ὀδ. Β. 107, κτλ.·- ὡσαύτως, ἔρχομαι, πλησιάζω, νὺξ δ’ ἄρ’ ἐπῆλθε Ξ. 457, πρβλ. Θέογν. 528, 728, Πινδ. Ο. 40 (11). 9· τὸ πάρος τότ’ ἐπερχόμενον, καὶ τὸ ἐρχόμενον, δηλ. τὸ μέλλον, Αἰσχύλ. Πρ. 98. 2) ἐπὶ δευτέρας γυναικός, ἔρχομαι μετὰ τὴν πρώτην, ἡ ἐσύστερον ἐπελθοῦσα γυνὴ τίκτει, κτλ., Ἡρόδ. 5. 41. ΙΙΙ. διέρχομαι ἔκτασίν τινα, ἐπισκέπτομαι τόπον τινά, Λατ. obire, μετ’ αἰτιατ., πολλὴν γαῖαν Ὀδ. Δ. 268· οὐ μὲν γάρ τι θάμ’ ἀγρὸν ἐπέρχεται Π. 27· πολλὰ δέτ’ ἄγκε’ ἐπῆλθε μετ’ ἀνέρος ἴχνι’ ἐρευνῶν Ἰλ. Σ. 321, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 139, Ἡρόδ. 1. 30:- ἐπὶ ποταμοῦ, ὁ Νεῖλος ἐπέρχεται τὸ Δέλτα, κατακλύζει αὐτό, Ἡρόδ. 2. 19, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 560, Θουκ. 3. 89:- οὕτω παρ’ Ἀττ., εἰσέρχομαι, προχωρῶ ἐντός, ἐπισκέπτομαι, ἐπελθόντοιν δόμοις Σοφ. Ἠλ. 1297· ναοὺς χοροῖς… ἐπέλθωμεν Ἀντ. 153· ἐπισκέπτομαι μέρος τι πρὸς ἀναζήτησίν τινος, πύλας φύλακάς τ’ ἐπῆλθον σὸν δέμας θηρώμενος Εὐρ. Φοίν. 699· οὕτω, τὰς ξυνωμοσίας ἐπελθών, ἐπισκεψάμενος τὰς ἑταιρείας τῶν πολιτῶν, Θουκ. 8. 54·- ὡσαύτως, περιπατῶ ἐπάνω εἴς τι, κρύσταλλός τε γὰρ ἐπεπήγει οὐ βέβαιος ἐν αὐτῇ (δηλ. τῇ τάφρῳ) ὥστ’ ἐπελθεῖν ὁ αὐτ. 3. 23. 2) πραγματεύομαι, ἐξετάζω τι μετ’ ἀκριβείας, συζητῶ, διηγοῦμαι, ὡς τὸ διέρχομαι, μετ’ αἰτ., Ἡσ. Ἀποσπ. 14. 4, Εὐρ. Ἀνδρ. 688, Ἀριστοφ. Ἱππ. 618· ὡσαύτως, ἐπ. περί τινος Ἀριστ. Φυσ. 1. 7, 1. κ. ἀλλ.· πειρατέον ἐπελθεῖν τίνες φθοραὶ καὶ τίνες σωτηρίαι τῶν πολιτῶν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 4. 2, 6· πῶς δεῖ… ἐπέλθωμεν συντόμως αὐτόθι 6. 1, 6. 3) διαπράττομαι, κατορθώνω, τοσάδε ἐπῆλθον πολέμῳ, «διεπράξαντο» (Δούκας), Θουκ. 1. 97. IV. ἀκολουθῶ τοῖς βήμασί τινος, μιμοῦμαι αὐτόν, πάτρῳ τε ἐπερχόμενος ἀγλαΐαν ἔδειξε Πινδ. Π. 6. 46.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐπηρχόμην, f. ἐπελεύσομαι, ao.2 ἐπῆλθον, pf. ἐπελήλυθα ; chez les Att. l’impf. usité est ἐπῄειν de ἔπειμι² et le fut. ἔπειμι;
I. venir auprès, s’approcher de, τινι ; particul. s’avancer pour parler;
II. venir sur, survenir : τοῖσιν ἐπήλυθε ὕπνος OD le sommeil descendit sur eux ; • impers. μοι ἐπέρχεται inf. : il m’arrive de ; particul.
1 avec idée d’hostilité venir sur ou contre, attaquer, assaillir, τινι;
2 p. ext. blâmer, acc.;
III. venir dans : τμήδην αὐχέν’ ἐπ. IL s’enfoncer dans le cou en le coupant ; fig. ἐς πόλεμον THC s’engager dans une guerre, entreprendre une guerre ; en parl. de pensées, de sentiments se présenter à l’esprit, pénétrer dans le cœur;
IV. venir à travers, traverser, parcourir : πολλὴν γαῖαν OD beaucoup de pays ; ναοὺς χοροῖς SOPH parcourir les temples en formant des chœurs de danse ; particul. parcourir jusqu’au bout ; achever, accomplir : ἐπ. τι πολέμῳ THC parvenir à mettre sa puissance dans (cet) état par la guerre;
V. venir à la suite ou après : τὸ ἐπερχόμενον ESCHL la souffrance à venir;
VI. venir de nouveau, revenir.
Étymologie: ἐπί, ἔρχομαι.