ἡγέομαι

Revision as of 15:29, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

Dor. ἁγ- (irreg. pres. part.

   A ἁγώμενος Hymn.Curet.4), impf. ἡγούμην ll.12.28, etc., Ion. -εύμην Hdt.2.115, ἡγέοντο Id.9.15: fut. ἡγήσομαι Il.14.374, etc.: aor. 1 ἡγησάμην Od.14.48, etc.: aor. 1 ἡγήθην in pass. sense, PGiss.48.20 (iii A.D.) (cf. περιηγ-): pf. ἥγημαι Hdt.1.126, 2.115, ἅγημαι Pi.P.4.248:—go before, lead the way, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ', ἡ δ' ἕσπετο Παλλὰς 'Αθήνη Od.1.125; ἂν πάϊς ἡγήσαιτο νήπιος 6.300, etc.; πρόσθεν δὲ . . Ἶρις ἡγεῖτ' Il.24.96; ἡγοῦ πάροιθε E. Ph.834; ἡ. ἐπὶ νῆα Od.13.65; ἐς τεῖχος Il.20.144; κλισίηνδε Od.14. 48, cf. Hdt.2.93, etc.; ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται X.An.2.4.5: Astron., precede in the daily movement, Autol.2.3, al.    b c. dat. pers., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Il.22.101; ἐκ Δουλιχίου . . ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od.16.397; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Ar.Pl.15; ἡ. τοῖς πολίταις πρὸς ἀρετήν X.Ages.10.2.    c with ὁδόν added, ὁδὸν ἡγήσασθαι to go before on the way, Od.10.263; ἡ. τινὶ τὴν ὁδόν Hdt.9.15.    d c. acc. loci, ἥ οἱ . . πόλιν ἡγήσαιτο who might guide him to the city, Od.6.114, cf. 7.22, 15.82; ἡ. βωμοὺς ἀστικούς A.Supp.501.    e ἅρματα ἡ. drive chariots, Philostr.Im.2.23.    f of logical priority, to be antecedent, opp. ἕπεσθαι, Stoic.2.71, 88, S.E. M.8.110, al., Dam.Pr.241, Phlp.in GC195.13, in Ph.496.14.    g ἡγούμενον, τό, the leading principle, the main thing, Ph.Bel.63.14, cf. Sosip.1.47.    2 c. dat. pers. et gen. rei, to be one's leader in a thing, θεῖος ἀοιδὸς . . ἡμῖν ἡγείσθω . . ὀρχηθμοῖο Od.23.134; ἡ. τινὶ σοφίας, ᾠδῆς, Pi.P.l.c., Pl.Alc.1.125d; ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις Id.Lg.730c; ἡ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις X.Cyr.8.7.1, cf. Call.Del.313: c. gen. rei, ἁ. νόμων to lead the song, Pi.N.5.25; φρόνησις ἡ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Pl.Men.97c; ἡ. παντὸς καὶ λόγου καὶ ἔργου X.Mem.2.3.15: also, τὸ ὀρθῶς τοῖς τοιούτοις χρῆσθαι ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη Pl.Euthd.281a.    3 c. dat. rei, to be leader in . ., κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡ. τινί, Il.22.247, Od.24.469.    4 c. acc. rei, lead, conduct, ἡ. τὰς πομπάς D.21.174; τὴν ἀποδημίαν (v.l. for ᾐτήσατο) Dinon 7; τὰς τύχας E.Supp.226: with adverbial acc., ἡ γλῶσσα πάνθ' ἡγουμένη S.Ph.99.    5 part. ἡγούμενος, η, ον, as Adj., σκέλη ἡγούμενα, opp. ἑπόμενα, the front legs, Arist.IA713b6; ὁ ἡ. πούς the advanced foot, Id.Fr.74.    II lead, command in war, c. dat., νῆες θοαί, ᾗσιν 'Αχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Il.16.169, cf. Od.14.238; οὐ γὰρ ἔην ὅς τίς σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο might lead them to their ranks, Il.2.687; ἡ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον 5.211; ἡ. Μῄοσιν 2.864; λόγχαισιν E.Ba.1360; ἑτέροις Lys. 31.17, cf. X.An.5.2.6; ἐν ταῖς στρατείαις, αἷς ἡγεῖται βασιλεύς Isoc. 12.180: also generally, πόλει E.Fr.282.24; but usu. c. gen., Σαρπηδὼν δ' ἡγήσατ' . . ἐπικούρων Il.12.101; ἡγήσατο λαῶν 15.311, cf. 2.567, al.; ἡ. τῆς ἐξόδου Th.2.10; ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν Isoc.9.45: abs., to be in command, Id.16.21, etc.    2 rule, have dominion, c. gen., τῆς 'Ασίης, τῆς συμμαχίης, Hdt.1.95, 7.148; οἱ Θεσσαλίης ἡγεόμενοι Id.9.1: abs., οἱ ἡγούμενοι the rulers, S. Ph.386, cf. A.Ag.1363; ἡ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς leading men, Act.Ap. 15.22; ἡ. σχολῆς to be the head of a philosophical school, Phld.Acad. Ind.p.107 M., al.    3 as official title, ἡγούμενος, ὁ, president, συνόδου PGrenf.2.67.3 (iii A.D.); γερδίων ib.43.9 (i A.D.); ἱερέων PLond. 2.281.2 (i A.D.): abs., PFay.110.26 (i A.D.).    b of Roman governors, ἡ. ἔθνους,= Lat. praeses provinciae, POxy.1020.5 (ii/iii A.D.); ἡ. τῆς Γαλατίας Luc.Alex.44.    c of subordinate officials, ἡ. τοῦ στρατηγοῦ POxy.294.19 (i A.D.); κώμης PRyl.125.3 (i A.D.).    d abbot, Just.Nov.7.1, al.: fem. -μένη abbess, ibid.    4 ἡγούμενος as Adj., principal, πυλών PFlor.382.15 (iii A.D.), POxy.55.9 (iii A.D.).    III post-Hom., believe, hold, Hdt. (usu. in pf. ἥγημαι, 3pl. ἡγέαται), etc.; ἡ. τι εἶναι Id.1.126, al.; ἡγεῖσθε δὲ [θεοὺς] βλέπειν . . πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν S.OC278, cf. Th.2.89, Ar.Nu.1020 (lyr.), etc.    2 with an attributive word added, ἡ. τινὰ βασιλέα hold or regard as king, Hdt.6.52; μηδ' αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον' ἡγήσῃ ποτέ A.Pr.1035; ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον Id.Ch.902, cf. 905; ἡ. τἄλλα πάντα δεύτερα to hold everything else secondary, S.Ph.1442; οὐκ αἰσχρὸν ἡγῇ . . τὰ ψευδῆ λέγειν; ib.108, cf. Ant.1167; τὰς τούτων ἀπορίας ἀντιπάλους ἡ. τῷ ἡμετέρῳ πλήθει Th.4.10; περὶ πολλοῦ ἥγημαι μὴ ξεινοκτονέειν Hdt.2.115; περὶ πλείονος Isoc.19.10; περὶ πλείστου Th.2.89; περὶ οὐδενός Lys.7.26; παρ' οὐδέν Decr. ap. D.18.164: c. part., πᾶν κέρδος ἡγοῦ ζημιουμένη φυγῇ E.Med.454.    3 esp. of belief in gods, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Hdt.2.40, cf. 3.8; ἡ. θεούς to believe in gods, Ar.Eq.32, E.Hec.800, Ba.1326; δαίμονας ἡ. Pl.Ap.27d.    4 ἡγοῦμαι δεῖν think fit, deem necessary, c. inf., And.1.23, D.1.20: without δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ . . Th.2.42 (s.v.l.); ἡγησάμην διατάγματι αὐτοὺς σωφρονίσαι Inscr.Magn.114 (ii A.D.); ἡγήσατο ἐπαινέσαι Pl.Prt.346b.    IV pf. in pass. sense, τὰ ἁγημένα,= τὰ νομιζόμενα, Orac. ap. D.43.66; ἡγεόμενον being led, Hdt.3.14 (ἀγόμενον Dind.): hence act. form ἡγέω, Hdn.Gr.2.950. (sāg-, cf. Lat. praesagio.)

German (Pape)

[Seite 1150] (ἄγω), dep. med.; das act. ist nur von Grammatikern, wie Hdn. περὶ μον. λ. p. 45 Arcad. p. 150, 22 angenommen; – 1) vorangehen; absolut, ἃς ἄρα φωνήσας ἡγήσατο, τοὶ δ' ἅμ ἕποντο Il. 12, 251, öfter; auch πρόσθεν ἡγεῖτο, 24, 96 (vgl. Eur. Bacch. 920, πάροιθε Phoen. 841); ἡγήσατο Παλλὰς Ἀθήνη –, ὁ δ' ἔπειτα μετ' ἴχνια βαῖνε θεοῖο Od. 2, 405; ὁδὸν ἡγήσασθαι, den Weg zeigen, Od. 10, 263; der Wegweiser sein u. als solcher zeigen, καὶ ἂν παῖς ἡγήσαιτο 6, 300; ἥ οἱ Φαιήκων ἀνδρῶν πόλιν ἡγήσαιτο 6, 114; οὐκ ἄν μοι δόμον ἀνέρος ἡγήσαιο 7, 22, möchtest du mir nicht das Haus zeigen (indem du auf dem Wege dahin mir vorangehst); so ἄστεα δ' ἀνθρώπων ἡγήσομαι 15, 82, vgl. κήρυκα προΐει – ἡγεῖσθαι ἐπὶ νῆα 13, 65 u. κλισίηνδε ἡγήσατο 14, 48; ἐς τεῖχος Il. 20, 144; π οτὶ πτόλιν 22, 101. So auch die Tragg., ἄγει γυνή τις σωφρόνως ἡγουμένη Aesch. Spt. 627, vgl. Pers. 392 Eum. 964; μαντεύομαι γὰρ ὡς ἂν ἡγῆται θεός, wie der Gott mich leitet, Eum. 33; ἡγεῖσθε βωμοὺς ἀστικούς, führt mich dahin, zeigt sie mir, Suppl. 496; οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα, οὗτος δ' ἀκολουθεῖ Ar. Plut. 15; τοῖς προβατίοις 299; in Prosa, ἡγέομαί σοι τὴν ὁδόν Her. 9, 15; ἐπὶ θάνατον 3, 14; ἡγεῖται τὸ ποιοῦν ἀεὶ κατὰ φύσιν, τὸ δὲ ποιούμενον ἐπακολουθεῖ Plat. Phil. 27 a; im Ggstz von ἕπομαι, Phaed. 93 a, wie Od. 1, 125; Thuc. ὁ μἐν ἡγούμενος, ἡ δ' ἐφεπομένη, 3, 45; ὁ ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται, es wird sich keiner finden, der uns den Weg weisen wird, Xen. An. 2, 4, 5; οἵτινες ὑμῖν συμμαχοῦνταί τε καὶ τὴν ὁδὸν ἡγήσονται u. dgl. öfter; ἡγεῖτο μὲν Χειρίσοφος, ὠπισθοφυλάκει δὲ Εενοφῶν, Cheiris. zog voran, führte die Vorhut, 4, 1, 15; auch πρὸς τὰ ἐπιτήδεια, = ἄγειν, 2, 3, 9; – ἡγ. εἰς φιλότητα, den ersten Schritt zur Freundschaft thun, Hes. O. 714; τὸ ἡγούμενον dem λῆγον entgeggstzt, S. Emp. pyrrh. 2, 111, wie adv. log. 2, 110 u. oft. – 21 als Anführer seiner Schaar voranziehen, sie anführen, befehligen, u. absol., Anführer, Befehlshaber sein; c. dat., νῆες, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο, die Ach. nach Troja führte, Il. 16, 169, Ἴλιον εἰς ἐρατεινὴν ἡγεόμην 5, 211; ἐκ Δουλιχίου ἡγεῖτο μνηστῆρσι Od. 16, 397; 24, 469; πόλει Eur. bei Ath. X, 413 e; Κλέαρχος τοῖς ἄλλοις ἡγεῖτο, οἱ δὲ εἵποντο, er ging den Uebrigen voran, Xen. An. 2, 2, 8; Εενοφῶν ἡγεῖτο τοῖς ὁπλίταις, befehligte sie, 5, 2, 6; οἱ σοφοὶ ταῖς πόλεσιν Plat. Men. 99 b, – c. gen., wobei der Begriff des Gebieteus mehr hervortritt, ἡγήσατ' ἀγακλειτῶν ἐπικούρων Il. 12, 101; λαῶν 15, 311 u. öfter; λεῶν, ὧν ὅδ' ἡγεῖτο Soph. Ai. 1080; πόλις γάρ ἐστι πᾶσα τῶν ηγουμένων Phil. 386, der Anführer, der Regierenden, wie es auch Aesch. Ag. 1336 absolut braucht; Andere in Prosa, Xen. An. 3, 1, 25; παντὸς τῶν Ἑλλήνων στρατοῦ Her. 7, 161; Πέρσαι – τῆς Ἀσίας Plat. Menex. 239 d; Κλέαρχον τοῦ δεξιοῦ κέρως ἡγεῖσθαι Xen. An. 1, 7, 1; τῆς πόλεως Mem. 1, 7, 5 u. Sp.; bes. die Hegemonie unter den griechischen Staaten haben, Plut. Them. 7 Aristid. 24. – Auch τινί τινος, z. B. ἀοιδὸς ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμ οῖο, er soll mit seinem Spiele zum Tanze anführen, uns zum Tanze vorspielen, Od. 23, 134; πολλοῖσι δ' ἅγημαι σοφίας ἑτέροις Pind. P. 4, 248, vgl. Mosch. 2, 121. ἀνθρώποις ἡγούμενοι ᾠδῆς Plat. Alc. I 125, c; allgemeiner, in Etwas vorangehen, leiten, anordnen, auch hervorrufen, auctorem esse, ἁγεῖτο παντοίων νόμων Pind. N. 5, 25; ἀλήθεια πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται, πάντων δὲ ἀνθρώποις Plat. Legg. V, 730 c; φρόνησις μόνον ἡγεῖται τοῦ ὀρθῶς πράττειν Men. 97 c; ἂν ὀρθῶς ἡμῖν ἡγῶνται τῶν πραγμάτων ibd. a; ἐπιστήμη ἦν ἡγουμένη καὶ κατορθοῦσα τὴν πρᾶξιν Euthyd. 281 a; ἐν τῇ τέχνῃ Sosip. Ath. IX, 378 f; vgl. Plat. Charm. 172 a. – Einen acc. der allgemeinen Beziehung vrbdí damit Soph. ὁρῶ βροτοῖς τὴν γλῶσσαν οὐχὶ τἄργα πάνθ' ἡγουμένην, in allen Dingen, Phil. 99; vgl. ὁ θεὸς τὰς τύχας ἡγούμενος Eur. Suppl. 225. – 31 wie duco, meinen, glauben, u. mit doppeltem acc. Einen dafür halten, ζῶντα γάρ νιν κρείσσον' ἡγήσω πατρός Aesch. Ch. 892; αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνονα Prom. 1037; οὐκ αἰσχρὸν ἡγεῖ τὰ ψευδῆ λέγειν Soph. Phil. 108, öfter, wie Eur.; τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Her. 2, 40, öfter; so oft im perf., das sonst selten, z. B. Eur. Phoen. 553 (bei Dem. 43, 66 in einem Orac. ist ἁγημένα passivisch gebraucht); φίλον γάρ σε ἡγοῦμαι Plat. Gorg. 473 a; bei Folgdn sehr gewöhnlich; θεοὺς ἡγεῖσθαι, glauben, daß Götter sind, Götter glauben, Eur. Hec. 800; Bacch. 1325; Ar. Equ. 32; τούτους μόνους θεοὺς ἡγεῖσθαι Plat. Crat. 397 c; εἴπερ δαίμονας ἡγοῦμαι Apol. 27 d; Sp.; vollständig sagt Her. 3, 8 Διόνυσον δὲ θεὸν μοῦνον καὶ τὴν Οὐρανίην ἡγεῦνται εἶναι. – Man bemerke noch περὶ πολλοῦ ἥγημαι, ich halte es hoch, Her. 2, 115; περὶ πλείονος, Isocr. 19, 10; κόσμον καὶ σιγὴν περὶ πλείστου ἡγεῖσθε, ihr achtet Ordnung am höchsten, Thuc. 2, 89.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγέομαι: Δωρ. ἁγ-· παρατ. ἡγούμην Ἰλ. Μ. 28, κτλ., Ἰων. -εόμην ἢ εύμην Ἡρόδ. 2. 115, ἡγέοντο 9. 15· μέλλ. ἡγήσομαι Ἰλ. Ξ. 374, Ἀττ.· ἀόρ. ἡγησάμην Ὅμ., Ἀττ.· ἀόρ. ἡγήθην μεταγεν. (ἀλλὰ πρβλ. περιηγ-)· πρκμ. ἥγημαι Ἡρόδ., Ἀττ., ἐν χρήσει καὶ ἐπὶ παθ. σημασ. (ἴδε κατωτ. IV)· ἀποθ. (Ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς καὶ τὸ ἄγω, ἂν καὶ ἐμποδίζει ὁ πνευματισμός, Curt. Gr. Et. σ. 677). Προπορεύομαι, προηγοῦμαι, ὁδηγῶ, ὣς εἰπὼν ἡγεῖθ’, ἡ δ’ ἕσπετο Παλλὰς Ἀθήνη Ὀδ. Α. 125· ἂν παῖς ἡγήσαιτο νήπιος Ζ. 300, κτλ.· πρόσθεν δ’... Ἶρις ἡγεῖτ’ Ἰλ. Ω. 96· (οὕτως, ἡγοῦ πάροιθε Εὐρ. Φοιν. 834)· ἡγ. ἐπὶ νῆα Ὀδ. Ν. 65· ἐς τεῖχος Ἰλ. Υ. 144· κλισίηνδε Ὀδ. Ξ. 48· οὕτω παρὰ πεζοῖς, Ἡρόδ. 2. 93, κτλ.· ἡγησόμενος οὐδεὶς ἔσται Ξεν. Ἀν. 2. 4, 5. β) μετὰ δοτ. προσ., Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι Ἰλ. Χ. 101· ἐκ Δουλιχίου… ἡγεῖτο μνηστῆρσι Ὀδ. Π. 397· οὕτω παρ’ Ἀττ., οἱ γὰρ βλέποντες τοῖς τυφλοῖς ἡγούμεθα Ἀριστοφ. Πλ. 15· ἡγ. τινι πρὸς ἀρετὴν Ξεν. Ἀγησ. 10, 2. γ) προστιθεμένου τοῦ ὁδόν, ὁδὸν ἡγ., προπορεύομαι ἐν τῇ ὁδῷ, Λατ. praeire viam, Ὀδ. Κ. 263· οὕτω, ἡγ. τινι τὴν ὁδὸν Ἡρόδ. 9. 15 (ἴδε κατωτ.). δ) μετ’ αἰτ. τόπου, ἥ οἱ... πόλιν ἡγήσαιτο, ἥτις θὰ ἠδύνατο νὰ ὁδηγήσῃ αὐτὸν εἰς τὴν πόλιν, Ὀδ. Ζ. 114, πρβλ. Η. 22, Ο. 82· ἡγ. βωμοὺς ἀστικοὺς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 501· ὡσαύτως, ἡγ. ἐς φιλότητα, προηγοῦμαι, κάμνω τὸ πρῶτον βῆμα, τὴν ἀρχὴν πρός, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 710. 2) μετὰ δοτ. προσ. καὶ γεν. πράγμ., εἶμαι ὁ ἀρχηγὸς ἔν τινι πράγματι, θεῖος ἀοιδὸς... ἡμῖν ἡγείσθω... ὀρχηθμοῖο Ὀδ. Ψ. 134· ἡγ. τινι σοφίας, ᾠδῆς Πίνδ. Π. 4. 442, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 125C, πρβλ. Εὐθυδ. 281Α· ἀλήθεια δὴ πάντων μὲν ἀγαθῶν θεοῖς ἡγεῖται πάντων δὲ ἀνθρώποις ὁ αὐτ. Νόμ. 730C· ἡγ. τοῦ χοροῦ Πέρσαις Ξεν. Κύρ. 8. 7, 1, πρβλ. Καλλ. εἰς Δῆλ. 313· καὶ συχνάκις μετὰ γεν. πραγμ. μόνον, ἡγ. νόμων, ἀρχίζω τὸ ᾆσμα, τὸ μέλος, Πίνδ. Ν. 5. 44· φρόνησις ἡγ. τοῦ ὀρθῶς πράττειν Πλάτ. Μένωνι 97C· ἡγ. παντὸς καὶ ἔργου καὶ λόγου Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 15. 3) μετὰ δοτ. πράγμ., εἶμαι ὁδηγὸς ἔν τινι, εἶμαι πρῶτος εἴς τι, κερδοσύνῃ, νηπιέῃσι ἡγ. τινι Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Ω. 469· ἔν τινι Πλάτ. Χαρμ. 172Α. 4) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὁδηγῶ, διευθύνω, ἡγ. τὰς πομπὰς Δημ. 571. 3 (ἀλλ’ ἴδε Δινδ.)· τήν ἀποδημίαν Δίνων παρ’ Ἀθην. 633D. 5) μετοχ., ἡγούμενος, -η, -ον, ὡς ἐπιθ., σκέλη ἡγούμενα, ἀντίθ. ἑπόμενα, οἱ πρόσθιοι πόδες, Ἀριστ. Πορ. Ζ. 16, 2, κἑξ.· ὁ ἡγ. ποὺς ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 64· - ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. ΙΙ. ὁδηγῶ στρατὸν ἢ στόλον, συχν. παρ’ Ὁμ., μετὰ δοτ., νῆες θοαί, ᾗσιν Ἀχιλλεὺς ἐς Τροίην ἡγεῖτο Ἰλ. Π. 169, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 238· οὐ γὰρ ἔην ὅστις σφιν ἐπὶ στίχας ἡγήσαιτο, ὅστις θὰ ἠδύνατο νὰ ὁδηγήσῃ αὐτοὺς εἰς τὰς τάξεις, Ἰλ. Β. 687· ἡγ. Τρώεσσιν ἐς Ἴλιον Ε. 211· ἡγ. Μῄοσιν Β. 864· λόγχαισιν Εὐρ. Βάκχ. 1359· ἀκολούθως συχνὸν παρὰ Ξεν., κτλ. - συνηθέστερον μετὰ γεν… εἶμαι ὁ ἡγεμὼν ἢ ἄρχων καὶ κυβερνήτης τινός, Σαρπηδὼν δ’ ἡγήσατ’… ἐπικούρων Ἰλ. Μ. 101· ἡγήσατο λαῶν Ο. 311, πρβλ. Β. 567, 638, κτλ.· οὕτω παρὰ πεζοῖς, ἡγ. τῆς Ἀσίης, τῆς συμμαχίης Ἡρόδ. 1. 95., 7. 148· οἱ τῆς Θεσσαλίης ἡγεόμενοι, οἱ ἄρχοντες τῆς Θεσσ., ὁ αὐτ. 9. 1· ὅς ἡγεῖτο τῆς ἐξόδου Θουκ. 2. 10· ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ’ οὐκ ἀγόμενος ὑπ’ αὐτῶν Ἰσοκρ. 198Α, κτλ.· ἐκ τῶν παραδειγμάτων τούτων γίνεται φανερὸν ὅτι μετὰ τῆς δοτ. τὸ ῥῆμα διασῴζει τὴν πρὼτην αὑτοῦ σημασίαν, τοῦ προπορεύεσθαι ἢ ὁδηγεῖν, ἥτις ἐν τῇ μετὰ γενικ. συντάξει ἀπώλετο. 2) ἀπολ., οἱ ἡγούμενοι, οἱ ἄρχοντες, οἱ κυβερνῶντες, Σοφ. Φ. 386, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1363· ἡγ. ἐν τοῖς ἀδελφοῖς, πρόκριτοι μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν, Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 22· πρβλ. ἡγούμενος, ὁ. ΙΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ., ὡς τὸ Λατ. ducere, νομίζω, φρονῶ, Ἡρόδ. (ὅστις ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας μεταχειρίζεται τὸν πρκμ. ἥγημαι), κτλ.· ἡγ. τι εἶναι ὁ αὐτ. 1. 126, 136., 2. 69, 72· ἡγεῖσθε δὲ θεοὺς βλέπειν… πρὸς τὸν εὐσεβῆ βροτῶν Σοφ. Ο. Κ. 278. 2) προστιθεμένης λέξεως δηλούσης ἰδιότητα, ἡγ. τινα βασιλέα, νομίζω ἢ θεωρῶ ὡς βασιλέα, Ἡρόδ. 6. 52· μηδ’ αὐθαδίαν εὐβουλίας ἀμείνον’ ἡγήσῃ ποτὲ Αἰσχύλ. Πρ. 1035· ἅπαντας ἐχθροὺς τῶν θεῶν ἡγοῦ πλέον ὁ αὐτ. Χο. 902, πρβλ. 905· ἡγ. τἆλλα πάντα δεύτερα, θεωρῶ πάντα τἆλλα δευτερεύοντα, Σοφ. Φ. 1442· οὐκ αἰσχρὸν ἡγεῖ… τὰ ψευδῆ λέγειν; αὐτόθι 108, πρβλ. Ἀντ. 1167· ἀντίπαλον ἡγ. τί τινι Θουκ. 4. 10· οὕτως, ἡγ. τι περί πολλοῦ Ἡρόδ. 2. 115· περὶ πλέονος Ἰσοκρ. 386Ε· περὶ πλείστου Θουκ. 2. 89· περὶ οὐδενὸς Λυσ. 110. 31· παρ’ οὐδεν Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 282. 14. 3) συχν. ἐπὶ τῆς εἰς θεοὺς πίστεως, τὴν μεγίστην δαίμονα ἥγηνται εἶναι Ἡρόδ. 2. 40, πρβλ. 3. 8· ἡγ. θεούς, πιστεύω εἰς τὴν ὕπαρξιν αὐτῶν, κτλ. Εὐρ. Ἑκ. 800, Βάκχ. 1327, Ἀριστοφ. Νεφ. 32· δαίμονας ἡγ. Πλάτ. Ἀπολ. 27D, πρβλ. Πορσ. Ἑκ. 788, καὶ ἴδε νομίζω ΙΙ. 1. 4) ἡγοῦμαι δεῖν, νομίζω ὅτι πρέπει, θεωρῶ καλὸν, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 4. 21, Δημ. 14. 26· - οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ δεῖν, παθεῖν μᾶλλον ἡγησάμενοι ἤ... Θουκ. 2. 42, ἔνθα ἴδε Ἀρνόλδ.· ἡγήσατο ἐπαινέσαι Πλάτ. Πρωτ. 346Β. IV. ὁ πρκμ. εἶναι εὔχρηστος ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ ἁγημένα = τὰ νομιζόμενα, Χρησμ. παρὰ Δημ. 1072, 25· ὡσαύτως μέλλ. ἡγηθήσομαι Ὠριγέν.· ἀόρ. τὸ περιηγηθὲν Πλάτ. Νόμ. 770Β· ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ ἡγεόμενον, ὁδηγούμενον, Ἡρόδ. 3. 14, ὁ Ald. καί τινα χειρόγραφα ἔχουσιν ἀγεόμενον (ἀντὶ ἀγόμενον)· - τὸ ἐνεργ. ἡγέω, ὅπερ σημειοῖ ὁ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 45 καὶ ἕτεροι, φαίνεται ὅτι προῆλθε κατ’ εἰκασίαν ἐκ τῶν τοιούτων τύπων.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. ἡγήσομαι, ao. ἡγησάμην, pf. ἥγημαι;
A. marcher devant :
I. en gén. conduire, guider :
1 au propre Τρωσὶ ποτὶ πτόλιν ἡγήσασθαι IL conduire les Troyens vers la ville ; ἡγεῖσθαί τινι εἰς τὸ θέατρον ESCHN conduire qqn au théâtre ; ἡγήσασθαι βωμούς ESCHL conduire vers des autels ; ὁδὸν ἡγήσασθαι OD conduire par une route ; τινι τὴν ὁδὸν ἡγήσασθαι HDT montrer le chemin à qqn, marcher devant lui (cf. lat. praeire viam) ; τινι πόλιν ἡγεῖσθαι OD guider qqn vers la ville;
2 fig. donner l’exemple ou le signal de : τινί τινος, donner à qqn le signal de qch ; τινι ὀρχηθμοῖο OD donner le ton à qqn pour la danse;
II. conduire comme chef (une armée, une flotte, etc.) :
1 commander comme chef militaire : ἡγεῖσθαι νήεσσι ἐς Τροίην IL diriger des vaisseaux contre Troie ; ἡγεῖσθαι Τρώεσσιν IL amener du secours aux Troyens ; ἡγ. τῆς Ἀσίης HDT commander à l’Asie ; παντὸς τοῦ Ἑλλήνων στρατοῦ HDT commander à toute l’armée des Grecs;
2 commander comme chef d’une cité, comme gouverneur d’un pays : ἡγ. τῆς πόλεως XÉN gouverner la cité ; abs. οἱ ἡγούμενοι SOPH les chefs de la cité;
3 commander (au sens politique), exercer l’hégémonie, avoir la prééminence en Grèce;
4 en gén. diriger comme chef : ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν, ἀλλ’ οὐκ ἀγόμενος ὑπ’ αὐτῶν ISOCR gouvernant les plaisirs, mais ne se laissant pas conduire par eux;
B. après Homère croire, penser (cf. lat. duco) ; avec une prop. inf. : ἡγεῖσθαί τι εἶναι HDT penser que qch est ; ἡγεῖσθαί τινα βασιλέα HDT regarder qqn comme roi ; αἰσχρὸν ἡγεῖσθαι τι SOPH regarder qch comme honteux ; θεοὺς ἡγεῖσθαι EUR, δαίμονας ἡγεῖσθαι PLAT croire aux dieux, propr. croire qu’il y a des dieux ; ἡγεῖσθαί τι περὶ πολλοῦ, παρ’ οὐδέν DÉM faire grand cas, ne faire aucun cas de qch.
Étymologie: R. Ἀγ, conduire ; cf. ἄγω.

English (Autenrieth)

(ἄγω), fut. -ήσομαι, aor. -ησάμην: go before, lead the way, guide, lead; opp. ἕπομαι, Od. 1.125; πρόσθεν ἡγεῖσθαι, Il. 24.696; ὁδόν, Od. 10.263; w. acc. of the place led to, ἄστεα, Od. 15.82; met., w. gen., ὀρχηθμοῖο, Od. 23.134; w. gen. of persons commanded, Il. 2.567, 620, 851.