οἶκος

From LSJ
Revision as of 12:20, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (sl1)

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκος Medium diacritics: οἶκος Low diacritics: οίκος Capitals: ΟΙΚΟΣ
Transliteration A: oîkos Transliteration B: oikos Transliteration C: oikos Beta Code: oi)=kos

English (LSJ)

ὁ,

   A house, not only of built houses, but of any dwelling-place, as that of Achilles at Troy (v. κλισία), Il.24.471,572, cf. S.Aj.65 ; of the Cyclops' cave, Od.9.478 ; of a tent, LXXGe.31.33 ; οἶκον ἱκάνεται is coming home, Od.23.7 ; εἰς or ἐς οἶκον A.Eu.459, S.Ph.240 ; πρὸς οἶκον A.Ag.867, S.OT1491, etc. ; κατ' οἶκον Id.El.929, etc. ; κατ' οἶκον ἐν δόμοις Id.Tr.689 ; οἱ κατ' οἶκον ib.934 ; αἱ κατ' οἶκον κακοπραγίαι Th.2.60 ; τἂν οἴκῳ A.Ch.579 ; ἐν οἴκῳ καθεύδειν Antipho 2.1.4,8 ; οἱ ἐν οἴκῳ PCair.Zen.93.10 (iii B.C.); ἐξ οἴκου ἀποδημεῖν ib.44.23 (iii B.C.) ; ἐπ' οἴκου ἀποχωρῆσαι go home wards, Th.1.87, cf. 30, 108,2.31, etc. ; ἀπ' οἴκου from home, Id.1.99, etc. ; cf. οἰκία.    b freq. omitted after εἰς or ἐν, v. εἰς 1.4c, ἐν A.1.2.    2 room, chamber, Od.1.356, 19.514,598 ; οἶ. θερμός Dsc.2.164 ; dining-hall, ἑπτάκλινος οἶ. Phryn. Com.66, X.Smp.2.18; room in a temple, IG42(1).110A27, al.(Epid., pl.) : pl. οἶκοι freq., = a single house, Od.24.417, A.Pers.230,524, etc.; κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων domestic griefs, Id.Ag.1554 (anap.); ἀπ' οἴκων S.Aj.762 ; ἐς or πρὸς οἴκους, Id.Ph.311,383 ; κατ' οἴκους at home, within, Hdt.3.79, S.Aj.65, Mnesim.4.52.    3 of public buildings, meeting-house, hall, οἶ. Κηρύκων IG22.1672.24 ; Δεκελειῶν ib. 1237.33 ; of treasuries at Delos, JHS25.310, al., cf. Hsch. s.v. θησαυρός ; ἐγκριτήριοι οἶ., v. ἐγκριτήριος ; temple, IG 4.1580 (Aegina), Hdt.8.143, E.Ph.1373, Ar.Nu.600 ; οἶ. τεμένιος ἱερός SIG987.3, cf. 25 (Chios, iv B.C.) ; ἐν τῷ οἴ. τοῦ Ἄμμωνος UPZ79.4 (ii B.C.) ; ὁ οἶ. [τοῦ θεοῦ] Ev.Matt.21.13, al. ; of a funerary monument, BCH2.610 (Cibyra), 18.11 (Magnesia) ; ἀΐδιοι οἶ., i.e. tombs, D.S.1.51.    4 cage for birds, Id.13.82 (s.v.l., οἰκ<ίσκ>ῳ Valck.); beehive, Gp.15.2.22.    5 Astrol., domicile of a planet, PLond.1.98r.12, al.(i/ii A.D.), Ael.NA12.7, Vett.Val.7.25, Man.2.141, Eust.162.2.    II one's household goods, substance (cf. οἴκοθεν 2), οἶ. ἐμὸς διόλωλε Od.2.64 ; ἐσθίεταί μοι οἶ. 4.318 ; καὶ οἶ. καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il.15.498 ; οἶκον δέ κ' ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην Od.7.314, cf. Hdt.3.53, 7.224, etc.: in Att. law, estate, inheritance, οἶκον κατασχεῖν τινος And.4.15, cf. Lys.12.93, Is.5.15, D.27.4, etc. ; οἶ. πέντε ταλάντων Is.7.42 ; cf. οἰκία.    III a reigning house, οἶ. ὁ βασιλέος Hdt.5.31, cf.6.9, Th. 1.137, Isoc.3.41 ; Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον A.Ch.862 (anap.), cf. S.Ant.594(lyr.) ; also of any family, Is.10.4, LXXGe.7.1, D.H.1.85 ; οἶ. Σεβαστός, = domus Augusta, Ph.2.520 ; οὐδενὸς οἴκου δεύτερον γενόμενον IG42(1).84.32 (Epid., i A.D.) ; τοὺς πρώτους τᾶς πόλιος οἴκους ib.86.15(ibid., i A.D.). (Orig. ϝοῖκος, cf. ϝοίκω, οἰκία : cf. Skt. veśás, viś- 'house', Lat. vicus, vicinus, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

οἶκος: ὁ (ἴδε ἐν τέλ.) οἰκία, κατοικία, οἴκημα, συχν. ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς, ἰδίως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔρ. κ. Ἡμ.· οὐ μόνον. ἐπὶ κτιστῶν οἴκων ἀλλὰ καὶ ἐπὶ παντὸς οἰκήματος, ἐπὶ πάσης κατοικίας ἐν ᾗ τις διαιτᾶται, οἵα ἡ τοῦ Ἀχιλλέως κλισία ἐν Τροίᾳ, ἥτις δὲν ἦτο μόνιμος οἰκοδομή, ἀλλὰ πρόχειρον παράπηγμα, Ἰλ. Ω. 471, 575, πρβλ. Σοφ. Αἴ 63· ἐπὶ τοῦ σπηλαίου τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 478· - αἰτ. οἶκον,= οἶκόνδε, οἴκαδε, πρὸς τὸν οἶκον, πρὸς τὴν πατρίδα, Ψ. 7· οὕτω, ἐς οἶκον Αἰσχύλ. Εὐμ. 459, Σοφ. Φ. 240 πρὸς οἶκον Αἰσχύλ. Ἀγ. 867, Σοφ., κτλ.· κατ’ οἴκους, οἴκοι, ἐν τῇ οἰκίᾳ, Ἡρόδ. 3. 79, Σοφ. Αἴ 65· κατ’ οἶκον ὀ αὐτ. ἐν Ἠλ. 929, κτλ.· κατ’ οἶκον ἐν δόμοις ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 689· οἱ κατ’ οἶκον αὐτόθι 934· αἱ κατ’ οἶκον κακοπραγίαι Θουκ. 2. 60· - τὰν οἴκῳ Αἰσχύλ. Χο. 579· - ἐπ’ οἴκου ἀποχωρεῖν, ἀπέρχεσθαι εἰς τὴν πατρίδα, Θουκ. 1. 87, πρβλ. 1. 30, 108., 2. 31, κτλ., - ἀπ’ οἴκου, μακρὰν τῆς πατρίδος, ὁ αὐτ. 1. 99· ἀπ’ οἴκων εὐθύς ἐξορμώμενος, εὐθὺς ὅτε ἀπήρχετο ἐκ τῆς πατρίδος, Σοφ. Αἴ. 762, κτλ.· - πρβλ. οἰκία. β) συχνάκις παραλείπεται μετὰ τὰς προθέσεις εἰς ἢ ἐν, ἴδε εἰς Ι. 4. γ, ἐν Ι. 2. 2) μέρος οἰκίας, δωμάτιον, θάλαμος, ἀλλ’ εἰς οἶκον ἰοῦσα τά σ’ αὐτῆς ἔργα κόμιζε Ὀδ. Α. 356, πρβλ. 362, Τ. 514, 598· τὸ δειπνητήριον, ἑπτάκλινος οἶκος Φρύν. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 5· (οὕτω, οἶκος τρίκλινος Πολυδ. Α΄, 79)· ἐγκριτήριοι οἶκοι, θάλαμοι ἀσκήσεως τῶν ἀθλητῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. κτλ.· ὁ πληθ. οἶκοι συχνάκις κεῖται ἐπὶ μιᾶς μόνης οἰκίας, Λατ. aedes, ὡς τὸ οἰκήματα, Λατ. aedes, lecta, Ὀδ. Ω. 417, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 230, 524, κ. ἀλλ.· κλαυθμῶν τῶν ἐξ οἴκων, τῶν οἰκιακῶν κλαυθμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1554: ἐς ἢ πρὸς οἴκους Σοφ. Φ. 311, 383· κατ’ οἴκους, οἴκοι, Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 52· πρβλ. δόμος, δῶμα. 3) Ὁ οἶκος θεοῦ, ναός, ἱερόν, πρῶτον παρ’ Ἡροδ. 8. 143, Εὐρ. Φοίν. 1373. 4) ἀκολούθως ἐπὶ ζῴων ἀγρίων ἢ ἡμέρων, φωλεά, τρώγλη, τρῦπα, κτλ., Γεωπ. 15. 2, 22. 5) ἐν τῇ ἀστρολογίᾳ, ὁ οἶκος ἀστέρος τινός, (πρβλ. οἰκοδεσπότης), Εὐστ. 162. 2, πρβλ. Αἰλ π. Ζ. 12. 7. ΙΙ. τὰ ἐν τῷ οἴκῳ, περιουσία (πρβλ. οἴκοθεν 2), οἶκος ἐμὸς διόλωλε Ὀδ. Α. 64· ἐσθίεταί μοι οἶκος Δ 318, κ. ἀλλ.· καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Ἰλ. Ο. 408· οἶκον δέ τ’ ἐγὼ καὶ κτήματα δοίην Ὀδ. Η. 314· οὕτω καὶ Ἡρόδ. 3. 53., 7. 224, Ἀντιφῶν 120. 28, κτλ.· - ἐν τοῖς Ἀττ. νόμοις, ἡ ὅλη περιουσία, ἡ ὅλη κληρονομία· οἶκον κατασχεῖν Ἀνδοκ. 31. 2, πρβλ. Ἰσαῖ. 52. 11, συχν. παρὰ Δημ. κατὰ Ἀφόβ.· ἴδε ἐν λ. οἰκία. ΙΙΙ. οἰκογένεια, σοὶ δὲ θεοὶ δοῖεν ... ἄνδρα τε καὶ οἶκον Ὀδ. Ζ. 181· συχνότερον παρ’ Ἀττ., Ἀγαμεμνονίων οἴκων ὄλεθρον Αἰσχύλ. Χο. 862, κτλ.· πρβλ. οἰκέτης. IV. ἐς οἶκον τὸν βασιλικόν, εἰς τὴν βασιλικὴν οἰκογένειαν, εἰς τὴν βασιλείαν, Ἡρόδ. 5. 31, πρβλ. 6. 9, Πινδ. Ο. 13. 2, Σοφ. Ἀντ. 594, Θουκ. 1. 137, κτλ. (Ὁ ἐξ ἀρχῆς τύπος ἦτο Fοῖκος, καὶ Fοικία ἀπαντᾷ ἐν ἀρχαίᾳ τινὶ ἐπιγραφῇ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4, καὶ ἐν Βοιωτικ. ἐπιγραφῇ, αὐτόθι 1565, πρβλ. 1562-4· πρβλ. ve←as, vi← (domus), vic-patis (οἰκο-δεσπότης)· Λατ. vicus, vicinus· Γοτθ. veilis (κώμη, ἀγρός)· πρβλ. τὰ ἀγγλ. wick, wich, ὡς ἐν τοῖς τοπικοῖς ὀνόμασι, Painswick, Norwich).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. maison, habitation en gén. : κατ’ οἶκον SOPH ou κατ’ οἴκους HDT à la maison ; p. ext. résidence en gén. ; particul.
1 appartement, chambre;
2 salle à manger;
3 temple;
II. train de maison :
1 biens, propriété, avoir;
2 famille, race.
Étymologie: p. *Ϝοῖκος, cf. lat. vicus.

English (Autenrieth)

(ϝοῖκος, cf. vicus): house as home, including the family, and other inmates and belongings, Od. 2.45, 48; said of the tent of Achilles, the cave of Polyphemus, Il. 24.471, 572; the women's apartment, Od. 1.356, cf. 360.

English (Slater)

οἶκος (-ος, -ῳ, -ον; -ων:
   1ϝοικ- (P. 7.5), (N. 6.25))
   a house, home βασιλεὺς δ' ἅπαντας ἐν οἴκῳ εἴρετο παῖδα (O. 6.48) ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ ἀλαλατὸς ἔχῃ (P. 1.72) εὔχεται ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.294) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον (P. 7.5) φεῦγε γὰρ Ἀμφιαρῆ ποτε θρασυμήδεα καὶ δεινὰν στάσιν πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος (N. 9.14) χρυσέων οἴκων ἄναξ Herakles in Olympos (I. 4.60) “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα (Pae. 4.45) μή μιν εὔφρον' ἐς οἶ [κ] ον μήτ ἐπὶ γῆρας ἱξέμεν βίου (supp. Housman) Πα.. 11.] οἶκον Ἀμφιτρύωνος (Pae. 20.16) ὃς ἀμαξοφόρητον οἶκον οὐ πέπαται of the wagon of the Scythian nomads fr. 105b. 2.
   b house, family τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον (O. 13.2) “κοὔ με πονεῖ τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' ἄγαν” (P. 4.151) ἕτερον οὔ τινα οἶκον ἀπεφάνατο πυγμαχία πλεόνων ταμίαν στεφάνων (N. 6.25) τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον τάνδε πόλιν θεοφιλῆ ναίοισι (I. 6.65) ἀλλ' ᾧτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 1. ὁ γὰρ ἐξ οἴκου ποτὶ μῶμον ἔπαινος κίρναται (cf. οἴκοθεν, arising from the achievements of one's family) *fr. 181.*