σφάλλω
σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity
English (LSJ)
S.Fr.192, Hdt.7.16.ά, etc.: fut.
A σφᾰλῶ Th.7.67: aor. 1 ἔσφηλα, Ep. σφῆλα Od.17.464, Dor. ἔσφᾱλα Pi.P.8.15: but the intrans. ἔσφαλεν LXX Jb.21.10, Si.13.22, Am.5.2, opt. σφάλαι ib.Jb. 18.7, are prob. forms of a Hellenistic aor. 1 Εσφᾰλα (presupposing Εσφᾰλον as ἦλθα presupposes ἦλθον, etc.): pf. ἔσφαλκα Plb.8.9.2:— Pass., fut. σφᾰλήσομαι S.Tr.719,1113, Th.3.14, etc.; freq. in med. form σφᾰλοῦμαι, S.Fr.588, X.Smp.2.26: aor. ἐσφάλην [ᾰ] Alc.Supp. 27.13 (prob.), Hdt.4.140, Th.8.24, etc.; ἐσφάλθην only in Gal.5.62: pf. ἔσφαλμαι E.Andr.896, Pl.Cra.436c: plpf. ἔσφαλτο Th.7.47:— make to fall, overthrow, properly by tripping up, trip up in wrestling, οὔτ' Ὀδυσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι Il.23.719; οὐδ' ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Od.17.464; Ἕκτορα Pi.O.2.81; ἀλλάλους σφάλλοντι παλαίμασι Theoc.24.112; [πώλους] E.Hipp.1232; γόνυ τινός Id.Heracl.128; τινὰ γνύξ A.R.3.1310; τινὰ ἐπὶ τὴν γῆν D.S.14.23; τὸ μὴ ὑπερπίνειν ἧττον ἂν καὶ σώματα καὶ γνώμας σ. X.Cyr.8.8.10, cf. 1.3.10 (Pass.); σ. ναῦς throw them on their beam-ends, Plu.Them.14, cf. Polyaen.3.11.13; [ἵπποι] ἔσφηλαν (gnomic aor.) τὸν ἀναβάτην throw him, X.Eq.3.9:—Pass., to be tripped up, Φρυνίχου παλαίσμασιν Ar. Ra.689 (troch.); of a drunken man, σφαλλόμενος προσέρχεται reeling, staggering, Id.V.1324, cf. Heraclit. 117; σ. ὑπὸ οἴνου X.Lac.5.7, cf. AP11.26 (Marc. Arg.); σ. ἵππος Plu.Phil.18; σ. [ἱππεύς] is thrown, X. Eq.7.7. II generally, cause to fall, overthrow, βία καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν Pi.P.8.15; ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σ. τινά Hdt.7.16.ά; σμικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτούς S.El.416; σφάλλω . . ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα E.Hipp.6; [ὀργὴ] πλεῖστα . . σ. βροτούς Id.Fr.31; ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σ. τινά, Th.1.122, 2.87: abs., ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις φασὶ σφάλλειν πλέον ἢ τέρπειν E.Hipp.262 (anap.): also of things, ἁμαρτίαι σ. τὴν σωτηρίαν S.Fr.192; δειναὶ τύχαι σ. δόμους E.Med.198 (anap.); σ. τὰς πόλεις Th.3.37, etc.; σ. δίκαν E.Andr.780 (lyr.); σφάλλων, name of a throw of the dice, Eub.57.5 (s. v.l.):—Pass., to be overthrown, fall, esp. of persons falling from high fortunes, σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Chaerem. 26, cf. S.Tr.297,719, E.Fr.262.2, etc.; ἢν σφαλῇ [ἡ Ἑλλάς] Hdt.7.168; ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, opp. κατορθοῦν, Th.1.140, cf. Ar. Ra.736 (troch.), Pl.351; σφαλλομένους ἐπανορθῶν X.Mem.2.4.6; ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Th.2.87, cf. 43; ὑπὸ νόσων, ἐρώτων, μέθης ἐσφαλμένος, Pl.R.396d; ὑπὸ χρόνων τι σ. suffer from length of time, Id.Lg.769c: c. dat. modi, σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Th.6.10; τοῖς ἀγῶσι Id.7.61; τοῖς ὅλοις Plb.1.43.8: with a Prep., ἐν τῇ μάχῃ X. HG7.2.2, cf. Hdt.7.50; τι ἐν τοῖς λόγοις Pl.Grg.461d; περί τι Id.R. 451a; περί τινος Plu.2.164c: with neut. Adj., σφάλλεσθαι ἓν μέγα Pl.Lg.648e; ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ' ἐσφάλη this mishap took place by means of... S.Aj.1136; οὔ τι μὴ σφαλῶ γ' ἐν σοί I shall not fail in thy business, Id.Tr.621. III baffle, balk, frustrate, of an oracle, Hdt.7.142; θεὰ ἤδη μ' . . ἔσφηλεν S.Aj.452, cf. E.Alc.34 (anap.), Andr.223; ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν σ. Aeschin.3.125:— Pass., err, go wrong, be mistaken, κατὰ γνώμην Hdt.7.52: abs., S.El. 1481, E.IA1541, etc.; μῶν ἐσφάλμεθ'; am I mistaken? Id.Andr.896; ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Isoc.1.32; γνώμῃ σφαλέντες Th.4.18; διανοίᾳ σ. Pl.Sph.229c; so σ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμόν, Clearch.23, Plu. Sull.15: c. inf., οὐκ ἂν σφαλείη . . ἑλέσθαι be led astray into choosing, Id.2.711b. 2 Pass. also, c. gen. rei, to be balked of or foiled in a thing, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; A.Eu.717; γάμων, δόξης, τύχης, E.Or.1078, Med.1010, Ph.758; τῆς δόξης Th.4.85; τοῦ αὐχήματος Id.7.66, cf. 5.110; οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Pl.Cra.436c; τῶν πραγμάτων ᾗ ἔχει Id.Hp.Mi.372b; ἀνδρός lose him, S.Tr.1113; τοῦ παντός Plu.Brut.20:—σφάλλειν τινὰ ἀπ' ἐλπίδος cast him down from his hope, Luc.Dem.Enc.29.
Greek (Liddell-Scott)
σφάλλω: μέλλ. σφᾰλῶ, Θουκ. 7.67, Πλάτ.· ἀόρ. α΄ ἔσφηλα, Ἐπικ. σφῆλα Ὀδ. Ρ. 464, Δωρ. ἔσφᾱλα Πινδ. Ο. 2. 145· πρκμ. ἔσφαλκα Πολύβ. - Παθητ., μέλλ. σφᾰλήσομαι Σοφ. Τρ. 719, 1113, Θουκ., κλπ.· συχνάκις ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σφᾰλοῦμαι Σοφ. Ἀποσπ. 513, Ξεν. Συμπ. 2, 26· ἀόριστ. ἐσφάλην [ᾰ] Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· ἐσφάλθην μόνον παρὰ Γαληνῷ· πρκμ. ἔσφαλμαι Εὐρ. Ἀνδρ. 897, Πλάτ.· ὑπερσ. ἔσφαλτο Θουκ. 7. 47. - Ὁ ἐνεργητ. ἀόρ. β΄ καὶ μέσ. ἔσφᾰλον, -όμην, ἐν χρήσει παρὰ λίαν μεταγενεστέροις εἰσήχθησαν ὑπὸ τῶν Ἀντιγραφέων εἰς τὸ κείμενον τοῦ Θουκ. 1. 140., 5. 110., 6. 23, κτλ. (Ἐκ τῆς √ ΣΦΑΛ γίνονται καὶ αἱ λ. σφάλμα, σφαλερός, ἀσφαλής, καὶ αἱ λ. σφηλὸς (ἔσφηλα), ἐρίσφηλος, πρβλ. Σανσκρ. sphal, sphul, sphal-âmi, sphul-âmi (vacilo, concutio)· Λατιν. fall-o, fall-ax, κτλ.· Ἀρχ. Γερμ. fall-an (fall-en, fehlen· to fall, fail)· τὸ δὲ s ἐξέπεσεν ὡς ἐν τοῖς φηλός, φηλητής, φηλόω, Λατ. funda = σφενδόνη, fundus = σφόγγος). Κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, καταρρίπτω, ἀνατρέπω, κυρίως παρεμβάλλω τὸν πόδα μου (pedes fallere, Ι. v. 21.36), ἀνατρέπω κατὰ τὴν πάλην, οὔτ’ Ὀδυσσεὺς δύνατο σφῆλαι οὔδει τε πελάσσαι Ἰλ. Ψ. 719· οὐδ’ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ὀδ. Ρ. 464· σφ. Ἕκτορα Πινδ. Ο. 2. 145· ἀλλάλως σφάλλοντι παλαίσματι Θεόκρ. 24, 110· σφ. ἵππους Εὐρ. Ἱππ. 1232· σφ. γόνυ τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 129· σφ. τινὰ γνὺξ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1310· ἐπὶ τὴν γῆν Διόδ. 14. 23· αἱ πόσεις σφ. σώματα Ξεν. Κύρ. 8. 8, 10, πρβλ. 1. 3, 10· τὸ πνεῦμα ἔσφαλλε (τὰς ναῦς) προσπῖπτον καὶ παρεδίδου πλαγίας τοῖς Ἕλλησι Πλουτ. Θεμιστ. 1, Πολύαιν. 3. 11, 13· - ἵππος σφ. τὸν ἀναβάτην, ἀνατρέπει, καταρρίπτει, Ξεν. Ἱππ. 3, 9. - Παθ., ἀνατρέπομαι, Φρυνίχου παλαίσμασιν Ἀριστοφ. Βάτρ. 689· ἐπὶ μεθύσου, σφαλλόμενος προσέρχεται, παραπαίων, κλονούμενος, ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1324· σφ. ὑπὸ οἴνου Ξεν. Λακ. 5, 7· σφ. ἵππος Πλουτ. Φιλοπ. 18· σφ. ἱππεύς, ῥίπτεται, Ξεν. Ἱππ. 7, 7. ΙΙ. καθόλου, κάμνω τινὰ νὰ πέσῃ, ἀνατρέπω, νικῶ, βία σφάλλει καὶ μεγάλαυχον Πινδ. Π. 8. 19· ἀνθρώπων κακῶν ὁμιλίαι σφ. τινὰ Ἡρόδ. 7. 16, 1· μικροὶ λόγοι ἔσφηλαν ἤδη καὶ κατώρθωσαν βροτοὺς Σοφ. Ἠλ. 416· σφάλλω... ὅσοι φρονοῦσι μέγα Εὐρ. Ἱππ. 6· ὀργὴ πλεῖστα σφ. βροτοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 31· ἡ καταφρόνησις, ἡ ἀπειρία σφ. τινὰ Θουκ. 1. 122., 2. 87· ἀπολ., ἀτρεκεῖς ἐπιτηδεύσεις σφ. μᾶλλον ἢ τέρπουσι Εὐρ. Ἱππ. 261· - ὡσαύτως ἐπὶ πραγμάτων, ἁμαρτίαι σφ. σωτηρίαν Σοφ. Ἀποσπ. 204· δειναὶ τύχαι σφ. δόμους Εὐρ. Μήδ. 198· σφ. τὰς πόλεις Θουκ. 3. 37, κλπ.· σφ. δίκαν Εὐρ. Ἀνδρ. 780· - σφάλλων, ὄνομα βόλου τινὸς τῶν κύβων, Εὔβουλος ἐν «Κυβευταῖς» 2. 5. - Παθ., ἀνατρέπομαι, καταρρίπτομαι, πίπτω, ἐκλείπω, φθείρομαι, καταστρέφομαι, ἐπὶ τῶν ἐκπιπτόντων ἐξ ὑψηλῆς θέσεως ἢ πλούτου, σφαλεὶς γὰρ οὐδεὶς εὖ βεβουλεῦσθαι δοκεῖ Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 258, Σοφ. Τρ. 297, 719, Εὐριπ., κλπ.· ἢν σφαλῇ ἡ Ἑλλὰς Ἡρόδ. 7. 168· ἢν ἄρα τι σφαλλώμεθα, ἀντίθετον τῷ κατορθοῦν ἢ κατορθοῦσθαι, Θουκ. 1. 140, Ἀριστοφ. Βάτρ. 736, Πλ. 351· σφαλλομένους ἐπανορθῶν Ξεν. Ἀπομν. 2. 4, 6· ταῖς τύχαις σφάλλεσθαι Θουκ. 2. 87, πρβλ. 43· ὑπὸ νόσων, ἔρωτος, μέθης ἐσφαλμένος Πλάτ. Πολ. 396D· ὑπὸ χρόνων σφ., ὑποφέρω ἕνεκα τοῦ μακροῦ χρόνου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 769C· - μετὰ δοτ. τρόπου, σφάλλεσθαι ἀξιόχρεῳ δυνάμει Θουκ. 6. 10· τοῖς ἀγῶσι ὁ αὐτ. 7. 61· τοῖς ὅλοις Πολύβ. 1. 43, 8· - μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 2, πρβλ. Ἡρόδ. 7. 50, 1· ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Γοργ. 461D περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 451Α· περί τινος Πλούτ. 2. 164C˙ καὶ μετ’ οὐδετ. ἐπιθ., ἓν μέγα σφάλλεσθαι Πλάτ. Νόμ. 648 Ε˙ - οὕτως, ἐν τοῖς δικασταῖς, κοὐκ ἐμοί, τόδ’ ἐσφάλη, τοῦτο ἐγένετο διὰ τῶν δικαστῶν καὶ οὐχὶ δι’ ἐμοῦ, Σοφ. Αἴ. 1136˙ οὔ τι μὴ σφαλῶ γ’ ἐν σοί, δὲν θὰ κάμω σφάλμα εἰς τίποτε ἀποβλέπον σέ, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 621. ΙΙΙ. καταστρατηγῶ, ματαιῶ, ἀνατρέπω, βλάπτω, ἐπὶ χρησμοῦ, Ἡρόδ. 7. 142˙ θεὰ σφ. τινά Σοφ. Αἴ. 452, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 34, Ἀνδρ. 223˙ ἐκ τοῦ φανεροῦ τὴν πόλιν σφ. Αἰσχίν. 72. 20. - Παθ., σφάλλομαι, πλανῶμαι, ἀπατῶμαι, κατά τι Ἡρόδ. 7. 52, Σοφ. Ἠλ. 1481, Εὐρ. Ι. Α. 1541, Πλάτ. κλπ.˙ μῶν ἐσφάλμεθ’; μήπως εἶμαι ἠπατημένος; Εὐρ. Ἀνδρ. 896˙ ἡ ψυχὴ πολλὰ σφάλλεται Ἰσοκρ. 9Β˙ γνώμῃ σφαλέντες Θουκ. 4. 18˙ σφ. διανοίᾳ Πλάτ. Σοφιστ. 229C˙ οὕτω, σφ. τὴν γνώμην, τὸν λογισμὸν Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 590C, Πλουτ. Σύλλ. 15. 2) τὸ παθητ. εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρ’ Ἀττ. μετὰ γενικ. πράγματος, ἀπατῶμαι ἢ ἀποτυγχάνω εἴς τι πρᾶγμα, ἦ καὶ πατήρ τι σφάλλεται βουλευμάτων; Αἰσχύλ. Εὐμ. 717˙ γάμου, δόξης, τύχης Εὐρ. Ὀρ. 1078, Μήδ. 1010, Φοίν. 758˙ τῆς δόξης Θουκ. 4. 85˙ τοῦ αὐχήματος ὁ αὐτ. 7. 66, πρβλ. 5. 110˙ οὐκ ἔσφαλται τῆς ἀληθείας Πλάτ. Κρατύλ. 436C˙ ὡσαύτως, ἀνδρὸς τοῦδέ γ’ εἰ σφαλήσεται, ἐὰν χάσῃ τοῦτον τὸν ἄνδρα, Σοφ. Τρ. 1113˙ τοῦ παντὸς Πλουτ. Βροῦτ. 20˙ -σφάλλειν τινὰ ἀπ’ ἐλπίδος, διαψεύδειν τὰς ἐλπίδας τινός, Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφάλλειν˙ κλίνειν. καταβάλλειν. ἁμαρτάνειν». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 486-489.
French (Bailly abrégé)
f. σφαλῶ, ao. ἔσφηλα, pf. réc. ἔσφαλκα;
Pass. f. σφαλοῦμαι, f.2 σφαλήσομαι, ao.2 ἐσφάλην, pf. ἔσφαλμαι;
faire glisser, d’où
1 faire tomber, abattre, renverser ; Pass. tomber;
2 faire vaciller, faire chanceler : αἱ πόσεις σφ. σώματα XÉN, γνώμας XÉN la boisson fait chanceler les corps, les intelligences ; Pass. vaciller, chanceler : ὑπὸ οἴνου XÉN par l’effet du vin ; σφ. καὶ ταῖς γνώμαις καὶ τοῖς σώμασι XÉN chanceler de corps et d’esprit ; fig. mettre en danger ; ναῦς THC des vaisseaux;
3 tourner sur le côté, faire chavirer (un navire) acc. ; fig. précipiter, renverser, faire tomber dans le malheur, abattre, acc. ; avec une prép. : σφ. ἀπ’ ἐλπίδος LUC faire perdre l’espoir ; Pass. tomber, échouer, souffrir un dommage, subir un malheur ou un échec ; κεῖνος εἰ σφαλήσεται SOPH s’il lui arrive un malheur ; avec un dat. : τύχαις σφ. THC subir des revers de fortune ; ἤν τι σφαλώμεθα THC si nous subissons qqe échec ou qqe dommage ; μή τι σὸν σφαλῂ στόμα EUR que ta bouche ne commette pas une erreur ; σφ. παρασκευῇ THC échouer dans ses préparatifs ; σφ. ἐν τῇ μάχῃ XÉN échouer dans le combat ; ἐν τῷ διανοεῖσθαι μεγάλα σφ. XÉN faire de graves erreurs de raisonnement ; avec l’acc. : ἐσφάλη τόδε SOPH il a échoué dans ce combat ; σφάλλεσθαι τὸν λογισμόν PLUT courir un danger dans sa façon de raisonner, de calculer, agir d’une façon déraisonnable, imprudente ; avec le gén. : σφ. ἀνδρός SOPH perdre un homme, être privé de lui ; τοῦ πάντος PLUT perdre tout;
4 induire en erreur, tromper, égarer : τινα qqn ; Pass. s’égarer, se faire illusion, se tromper, commettre une erreur : τι, ἔν τινι, περί τι en qch ; περί τινος au sujet de qch ; σφ. πείρᾳ του THC se tromper dans l’essai de qch, se tromper dans son calcul, éprouver un mécompte ; γνώμῃ THC se tromper dans son calcul ; avec le gén. : σφ. δόξης THC, γνώνης THC se voir déçu dans son attente, dans sa manière de voir ; τοῦ αὐχήματος THC dans sa confiance exagérée ; τῆς ἐλπίδος LUC dans son espérance ; avec l’inf. : se faire illusion sur ce point que.
Étymologie: R. Σφαλ, glisser ; cf. lat. fallo.
English (Autenrieth)
(cf. fallo), aor. 1 σφῆλε, inf. σφῆλαι: make to totter or fall, Od. 17.464, Il. 23.719.
English (Slater)
σφάλλω (aor. ἔσφᾶλε(ν), ἔσφᾶλ, σφᾶλε: aor. pass. σφᾰλῇ.)
a bring to ruin βία δὲ καὶ μεγάλαυχον ἔσφαλεν ἐν χρόνῳ (P. 8.15) καὶ κρέσσον' ἀνδρῶν χειρόνων ἔσφαλε τέχνα καταμάρψαισ (I. 4.35) ἀλλ' ᾦτινι μὴ λιπότεκνος σφαλῇ πάμπαν οἶκος βιαίᾳ δαμεὶς ἀνάγκᾳ Παρθ. 1. 17.
b kill Ἀχιλλέα ὃς Ἕκτορα σφᾶλε (Ἕκτορ' ἔσφαλε v. l.) (O. 2.81)
c frag. ἔσφᾳλ fr. 1a. 6.