καταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 14:32, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλαμβάνω Medium diacritics: καταλαμβάνω Low diacritics: καταλαμβάνω Capitals: ΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: katalambánō Transliteration B: katalambanō Transliteration C: katalamvano Beta Code: katalamba/nw

English (LSJ)

fut.

   A -λήψομαι Pl.Prt.311a(in pass.sense, A.D.Synt. 48.9), Ion. -λάμψομαι Hdt.6.39, Aeol. -λᾱμψομαι dub. in Alc.Supp. 5.9 (v. λαμβάνω): pf. -είληφα Pl.Phdr.250d, etc. (καθ- SIG129.18 (Carpathos, iv B. C.)), -λελάβηκα Pherecyd.Syr. ap. D.L.1.122, Hdt.3.42 (v.l. -λελαβήκεε):—Pass., Ion. aor. -ελάμφθην Id.5.21; -ελάφθην SIG279.7 (Zelea, iv B. C.): pf. in med. sense, D.S.17.85:—seize, lay hold of, c. acc., τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od.9.433, cf. Ar.Lys.624, etc.; κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν Th.1.126, cf. Hdt.5.71, Ar.Lys.263(lyr., tm.), Isoc.4.153, etc. (metaph., τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν κ. Pl.R. 560b); πάντα φυλακαῖς κ. Plu.Per.33; κ. ἕδρας Ar.Ec.21, 86; φάσκων Ποσειδῶ πρότερον Ἀθηνᾶς καταλαβεῖν αὐτήν (sc. τὴν πόλιν) Isoc.12.193; later, simply, arrive at a place, POxy.1829 (vi A. D.), etc.:—Med., seize for oneself, τὰ πρήγματα Hdt.6.39; τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο matters which others had not preoccupied, ib.55: freq. in Plb., κ. λόφον 1.19.5, al.:—Pass., of a person, ὑπὸ τοῦ θεοῦ καταληφθείς possessed, Plot. 5.8.11.    2 of death, fatigue, disaster, etc., τὸν δὲ κατ' ὄσσε ἔλλαβε . . θάνατος Il.5.82; Ἄργον . . κατὰ μοῖρ' ἔλαβεν . . θανάτοιο Od.17.326: c. dupl. acc., εὖτ' ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν 1.192; Δίκη καταλήψεται ψευδῶν τέκτονας Heraclit.28; befall, overtake, συμφορὰ κ. πόλεις E.Hipp.1161: freq.in Hdt., θεῖα πρήγματα καταλαμβάνει τοὺς αἰελούρους 2.66; πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. ibid., cf. 3.42; ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν may be expected to befall them, 4.11; ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν πεζόν 8.21: folld. by inf., νοῦσός τινα κ. νοσῆσαι 3.149, cf. 3.75; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς κ. Th.4.20; κίνδυνος κ. τινά D.18.99; rarely of good fortune, τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Hdt.3.139.    3 seize with the mind, comprehend, Pl.Ax.370a, Chrysipp.Stoic.2.39, Plb.8.2.6, Ev.Jo.1.5 (perh. overcome); κάλλος διὰ τῆς [ὄψεως] Pl.Phdr.250d; ἐκ τοῦ φάσματος ὅτι . . D.H.5.46, cf. Arr.Epict.1.5.6:—so in Med., D.H.2.66, S.E.M.7.288; ὅτι . . Act.Ap.4.13; τί τὸ πλάτος Ep.Eph.3.18:— Pass., Phld.Sign.22, Mus.p.62K., Numen. ap. Eus.PE14.8.    4 accept, παρὰ τοῦ βασιλέως . . δωροδοκήματα dub. l. in Pl.Com.119.1 (κᾆτ' ἔλαβον Mein.).    II catch, overtake, come up with, τοὺς φεύγοντας Hdt.1.63, cf. 2.30, etc.:—Pass., Id.7.211, Plb.1.47.8.    2 find on arrival, c. part., τινὰ ζῶντα Hdt.3.10; τὰ πλεῖστα . . προειργασμένα Th.8.65; πάντα ἔξω Id.2.18; ἀνεῳγμένην τὴν θύραν Pl. Smp.174d; τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας D.21.85; τινὰ ἔνδον Pl.Prt.311a; τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν D.34.8; τι ὑπάρχον Arist.Top.131a29; detect, ἐπ' αὐτοφώρῳ ἐμαυτόν Pl.Ap.22b:—Pass., κατελήφθη σοῦ λάθρᾳ πωλῶν τὰ σά E.Cyc.260, cf. Ev.Jo.8.3, etc.; κατείληπτο σοφιζόμενος D.21.164; to be taken by surprise, Plu.Publ.20.    III impers., καταλαμβάνει τινά c. inf., it happens to one, it is one's fortune to... καταλαμβάνει μιν φεύγειν Hdt.2.152, cf. 3.118; καταλελάβηκέ με . . τοῦτο . . ἐκφῆναι Id.3.65, cf. 4.105, 6.38.    IV abs., πρὸς τὴν καταλαβοῦσαν συμφορήν that had befallen, Id.4.161; τὰ καταλαβόντα, = τὰ συμβάντα, what had happened, the circumstances, Id.9.49; ἢν πόλεμος καταλάβῃ Th.2.54, cf. 18; εἰ -λαμβάνοι ἀναχώρησις Id.4.31; τῆς νυκτὸς -λαμβανούσης as night was coming on, D.S.20.86; Χειμῶνος ἤδη -λαμβάνοντος Hdn.7.2.9.    V hold down, cover, τῇ Χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν Pl.Tht.165b; τὰς Χεῖρας Plu.Sert.26; fasten down, κ. πῶμα γόμφοις Id.2.356c, cf. Gal.13.358 (so in Med., D.S.3.37):—Pass., to be compressed, opp. διαλύεσθαι, Arist.Pr.870b11; τὰς φλέβας -λαμβανόμενοι Id.Somn.Vig.455b7.    2 keep under, repress, check, κ. τινῶν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Hdt.1.46; κ. τὸ πῦρ get it under, ib.87; ἴσχε καὶ κ. σεωυτόν Id.3.36; κ. τὰς διαφοράς put an end to them, Id.7.9.β; κ. ἐρίζοντας stop their quarrelling, Id.3.128: folld. by inf., κ. τοὺς Αἰγυπτίους ταῦτα μὴ ποιέειν Id.2.162; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη inquiries about their death being checked . ., Id.5.21.    b κ. τὸ πνεῦμα hold the breath, Gal.6.176, al.    3 bind, κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι Hdt.9.106; ὅρκοις Th.4.86, etc.:—Pass., εἴ τινι -λέλαμμαι ὅρκῳ SIG360.41 (Chersonesus); νόμοις, ἔθεσι κατειλημμένα enforced, Arist.Pol.1324b22; ζημίαις Pl.Lg.823a; [τὰς σπονδὰς] ηὗρε κατειλημμένας he found the treaty concluded, Th.5.21 codd.    4 compel, constrain one to do, c. inf., ἀναγκαίη μιν κ. φαίνειν forces him to bring out the truth, Hdt.3.75:—Pass., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος being constrained, Id.2.65, cf. Th.7.57.    5 convict, condemn, Antipho 2.4.11; opp. ἀπολύειν, Id.4.4.9; ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω Id.2.2.9, cf. IG12(2).526A20 (Eresus, iv B. C.); of the prosecutor, secure a conviction, Rev.Phil.1928.192 (Erythrae, v B. C.); ὁ -λαβών SIG578.58 (Teos, ii B. C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1358] (s. λαμβάνω), 1) ergreifen, erfassen, festhalten; τοῦ κατὰ νῶτα λαβών Od. 9, 43, öfter in tmesi; von der Krankheit, κατέλαβε νοῦσός μιν, Her. 3, 149; Sp.; καταλαμβανόμενος ὑπὸ πολεμίων Plat. Legg. XII, 944 c; τῇ χειρὶ τὸν ὀφθαλμόν, zuhalten, Theaet. 165 b; – einnehmen, besetzen, κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν ὡς ἐπὶ τυραννίδι Thuc. 1, 126; Ar. Lys. 263; übertr., κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν Plat. Rep. VIII, 560 b; Pol. 3, 104, 3 u. A.; ὁ δὲ Πειραιεὺς ἦν κατειλημμένος Isocr. 18, 17; στρατόπεδον, ein Lager beziehen, Thuc. 2, 81; πάντα φυλακαῖς, besetzen, Plut. Pericl. 33. – Auch im med., für sich einnehmen, κατελάβετο τὴν πόλιν Pol. 1, 58, 2, öfter; so τὰ πρήγματα Her. 6, 39; selbst perf. so, κατειλημμένων τὴν πέτραν τῶν βαρβάρων D. Sic. 17, 85; aber Andoc. 1, 19 lies't Bekker λαμβανόμενος τῶν γονάτων für die vulg. καταλ. – Aehnl. ἕδρας καταλαβεῖν, Platz nehmen, Ar. Eccl. 86; θέαν καταλαμβάνειν, einen Platz zum Schauen einnehmen, Luc. de salt. 5; – Μιλτιάδεα τὰ πρήγματα καταλαμψόμενον ἀποστέλλουσι, daß er den Oberbefehl übernehme, Her. 6, 39, der es auch von Schriftstellern braucht, vorwegnehmen, früher erzählen, τὰ δὲ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, τουτέων μνήμην ποιήσομαι 6, 55; – χρήματα, mit der Nebenbdtg des Wegnehmens, Ar. Lys. 624. – 2) festhalten, zurückhalten, hemmen; καταλαβεῖν αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Her. 1, 46; τὸ πῦρ 1, 87; ἴσχε καὶ καταλάμβανε σεωυτόν, halte dich zurück, 3, 36; τὰς διαφοράς 7, 9, 2, Streitigkeiten beilegen; auch ἐρίζοντας, 3, 128, die Streitenden beschwichtigen; pass., ὁ τῶν Περσέων θάνατος οὕτω καταλαμφθεὶς ἐσιγήθη 5, 21, er wurde unterdrückt u. verschwiegen; ἤ που ὑπὸ φυγῆς καταληφθέν, irgendwo zurückgehalten, Plat. Rep. VI, 496 b. – Erzwingen, befehlen, ἀνάγκη κατείληφεν Plat. Legg. VII, 814 d; τὰ ταῖς ζημίαις ὑπὸ νόμων κατειλημμένα 823 a; – πίστι καὶ ὁρκίοισι καταλαβόντες αὐτούς, sie durch Eide verpflichtend, bindend, Her. 9, 106; Thuc. 4, 86; ὅρκῳ κατειλημμένοι 1, 9; εὗρε τὰς σπονδὰς κατειλημμένας, festgestellt, im Ggstz von μετακινητὴ ὁμολογία, 5, 21; Sp. öfter, wie D. Hal. 3, 24 Luc. D. Mar. 10, 1. – Den Schuldigen ergreifen, verurtheilen u. bestrafen, Ggstz von ἀφεῖναι, Antiph. 2 δ 11, von ἀπολύω, 4 δ 9; καταλαμβάνεσθαι ὑπὸ τῶν νόμων 4 γ 2 u. öfter. – 3) ergreifen, ertappen, betreffen, finden; καταλαμβάνομεν τὸν.Σωκράτη ἄρτι λελυμένον Plat. Phaed. 59 e; ἀνεῳγμένην καταλ. τὴν θύραν Conv. 174 d; κατελάβομεν περιπατοῦντα Prot. 314 e, wir trafen ihn beim Spazierengehen; ὡς ἐπ' αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν ἀμαθέστερον ἐκείνων ὄντα Apol. 22 b; καταλαβὼν ἐν Βοσπόρῳ μοχθηρὰ τὰ πράγματα καὶ τῶν φορτίων πολλὴν ἀπρασίαν Dem. 34, 8; τὴν Σπάρτην ἔρημον Pol. 9, 8, 5; φεῦγε, πρὶν τὸν τοξότην ἥκοντα καταλαβεῖν Ar. Thesm. 1209; Eur. Cycl. 259 κατελήφθη πωλῶν τὰ σά; Luc. Alex. 37 hat so auch das med. – Beim Aufnehmen eines Inventariums vorfinden, Inscr. 160; vgl. Böckh Att. Seew. p. 8. – 41 mit dem Geiste erfassen, auffassen, begreifen; κατειλήφαμεν αὐτὸ διὰ τῆς ἐνεργεστάτης αἰσθήσεως Plat. Phaedr. 250 d; Phil. 16 d; Sp., wie Pol. 8, 4, 6; ἐκ τούτου κατέλαβον τοῦ φάσματος, ὅτι νίκην αὐτοῖς σημαίνει τὸ δαιμόνιον D. Hal. 5, 46; auch im med., 2, 66. – 5) wie bes. von unglücklichen Ereignissen (s. 1), die plötzlich über Einen kommen, gesagt wird εἰ δέ τινας ξυμφορὰ καταλαμβάνοι, Plat. Legg. IX, 873 a, öfter, vgl. Eur. Hipp. 1161, κίνδυνος Dem. 18, 99, Sp., so ist καταλαβοῦσα ξυμφορή ein eintreffendes Unglück, Her. 4, 161, u. so öfter; begegnen, treffen, τὸν πατέρα κατέλαβε πρῆγμα τοιόνδε 9, 93; εἰ ὑμέας καταλελάβηκε ἀδύνατόν τι 9, 60; πρίν τι ἀνήκεστον ἡμᾶς καταλαβεῖν Thuc. 4, 20; καταλελάβηκέ με τοῦτο εἰς ὑμέας ἐκφῆναι, es traf mich, ich fühlte mich gedrungen, euch dies kund zu thun, Her. 3, 65; ἕνα κατέλαβε ὑβρίσαντα τάδε ἀποθανεῖν, es traf sich, daß er starb, eigtl. den Einen ergriff das Sterben, 3, 118, vgl. 4, 105. 6, 38; τὰ καταλαβόντα, was sich zugetragen hat, die Begebnisse, = dem att. συμβάντα, 9, 49; ähnl. Thuc. ἢν δέ γε ἄλλος πόλεμος καταλάβῃ, 2, 54, wie 2, 18; Sp., τὰ ἐκ τοῦ θεοῦ κατειληφότα Paus. 10, 23, 7, öfter; τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, als die Nacht eingetreten war, D. Sic. 20, 86; D. Hal. 5, 44 u. a. Sp.; χειμῶνος ἤδη καταλαμβάνοντος, der Winter stand bevor, Hdn. 7, 2, 18, öfter. – Selten vom Glücke, wie τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Her. 3, 139. – Im pass. vrbdt Thuc. 7, 57 ἐν τοιαύταις ἀνάγκαις κατειλημμένος.

Greek (Liddell-Scott)

καταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, Ἰων. -λάμψομαι Ἡρόδ. 6. 39., 9. 108: πρκμ. Ἰων. καταλεβάβηκα ὁ αὐτ. 9, 60: πρκμ. -εἰληφα, Ἰων. ὑπερσ. -λελαβήκεε ὁ αὐτ. 3. 42.- Παθ., Ἰων. ἀόρ. -ελάμφθην ὁ αυτ.· ὅρκῳ καταλέλαμμαι ἐν Ἐπιγρ. Χερρονήσ. Dittenb. 461. 41 (ἴδε λαμβάνω). Πιάνω, λαμβάνω δυνατά, κυριεύω, Λατ. οccupare, μετ’ αἰτιατ., τοῦ κατά νῶτα λαβὼν Ὀδ. Ι. 433, κτλ.· οὕτως, Ἡρόδ. 5. 71, Εὐρ. Κύκλ. 546, Ἀριστοφ. Λυσ. 624, κτλ.· κατέλαβε την ἀκρόπολιν Θουκ. 1 126. πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 263, Ἰσοκρ. 72D, κτλ.· πάντα φυλακαῖς κ. Πλουτ. Περικλ. 33· κ. ἕδρας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 21, 86 (ἴδε ἐν λ. θέα ΙΙΙ)· επὶ θεότητος, κατέχω τόπον τινά, συχνάζω που, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Ἰσοκρ.- Μέσ., καταλαμβάνω δι’ ἐμαυτόν, Λατ. capesso, τὰ πρήγματα Ἡρόδ. 6. 39· την πόλιν κατελάβετο Πολύβ. 1. 58. 2· καὶ β πρκμ. ὡς μέσ., κατειλημμένων τῶν βαρβάρων τὴν πέτραν Διόδ. 17, 85· τὰ ἄλλοι οὐ κατελάβοντο, ὅσα οἰ ἄλλοι δὲν ἐμνημόνευσαν, διὸ ἐπιφέρει ὁ συγγραφεύς, μνήμην ποιήσομαι Ἡρόδ. 6. 55. 2) παρ’ Ὁμ. ὁ θάνατος, ἡ κόπωσις καὶ ἡ νόσος προσωποποιοῦνται ὅτι διώκουσι και καταλαμβάνουσι τὸν ἄνθρωπον, τὸν δὲ κατ’ ὂσσε ἔλαβε… θάνατος Ἰλ. Ε. 83, ΙΙ. 334· Ἄργον… κατὰ μοῖρ’ ἔλαβεν… θανάτοιο Ὀδ. Ρ. 326· εὖτ’ ἂν κάματος κατά γυῖα λάβῃσιν Α. 192· συχνάκις παρὰ τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσιν ἐπὶ δυστυχημάτων, ἐπέρχομαι αἴφνης, εὑρίσκω, συμφορὰ κατ. πόλιν Εὐριπ. Ἱππ. 1161· ἰδίως παρ’ Ἡροδ., κατελάμβανε τοὺς αἰελούρους τοιάδε 2. 66· πένθεα μεγάλα τοὺς Αἰγυπτίους κ. αὐτόθι, πρβλ. 3. 42· ὅσα φεύγοντας ἐκ τῆς πατρίδος κακὰ ἐπίδοξα καταλαμβάνειν δυνατὸν νὰ καταλάβωσιν, εὕρωσιν αὐτούς, 4. 11· νοῦσος κατέλαβέ μιν, ὡς καὶ νῦν, «τὸν ἔπιασε», 3, 149· ἤν τι καταλαμβάνῃ νεώτερον τὸν πεζὸν 8. 21· ἀνήκεστόν τι κατ. ἡμᾶς Θουκ. 4. 20· κίνδυνος κ. τινα Δημ. 259. 7· σπανίως ἐπὶ καλῆς τύχης, τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις Ἡρόδ. 3. 139. 3) καταλαμβάνω διὰ τοῦ νοῦ, ἐννοῶ, Πλάτ. Φαιδρ. 250D· διὰ τῆς ἐναργεστάτης αἰσθήσεως τὸ συνιέναι καί κατειληφέναι ὁ αὐτ. ἐν Φιλήβ. 901, κτλ.· κ. τι ὑπάρχον, Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 5· ἔκ τινος ὅτι…, Διον. Ἁλ. 5. 46·- οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 2. 66. 4) ἀποδέχομαι, παρὰ τοῦ βασιλέως… δωροδοκήματα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πρεσβ»,1. ΙΙ. φθάνω, προφθάνω, πιάνω, (οὐκ ἀπολείπομαι ἐπὶ τάχους ποδῶν), τοὺς φεύγοντας Ἡρόδ. 1. 63, πρβλ. 2. 30., 7. 211. 2) ἀνακαλύπτω, εὑρίσκω, φθάνω αἰφνιδίως, συλλαμβάνω, Λατ. Deprehendo, κ. πάντα ἔξω Θουκ. 2, 18· κ. τινά ἔνδον Πλάτ. Πρωτ. 311Α· κ. πολλήν ἀπρασίαν τῶν φορτίων 909, 12· ἐπ’ αὐτοφώρῳ καταληψόμενος ἐμαυτὸν Πλάτ. Ἀπολ. 22· καὶ μετὰ μετοχ., κ. τινὰ ζῶντα ὁ αὐτ. 3. 10· τὸν τοξότην ἥκοντα κ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 1209, πρβλ. Θουκ. 8. 63, 65, Εὐρ. Κύκλ. 260· κατ. Την θύραν ἀνεῳγμένην Πλάτ. Συμπ. 174D· καταλαμβάνει τοὺς ἄρχοντας ἐξιόντας Δημ. 542. 3· κατείληπτο σοφιζόμενος ὁ αὐτ. 567. 19. ΙΙΙ. ἀπρόσ., καταλαμβάνει τινά, μετ’ απαρ., ὡς τὸ Ἀττ. συμβαίνει, γίνεταί τι εἴς τινα, εἶνε ἡ τύχη τινὸς νὰ πράξῃ τι, τοῦτον κατέλαβε κεῖσθαι Ἡρόδ. 2. 152, πρβλ. 3. 118, 149· καταλελάβηκε ἐμὲ τοῦτο… ἐκφῆναι ὁ αὐτ. 3. 65, πρβλ. 4. 105., 6. 38. IV. ἀπολ., πρὸς τὴν καταλαβούσαν συμφορήν, ἥτις συνέβη, αὐτόθι 161· τὰ καταλαβόντα= τὰ συμβάντα, αἱ περιστάσεις, ὁ αὐτ. 9. 49· ἢν πόλεμος καταλάβῃ συμβῇ, Θουκ. 2. 54, πρβλ. 4. 31· τῆς νυκτὸς καταλαβούσης, ἐπελθούσης, Διόδ. 20. 86· ὁμοίως, ἐπὶ ἡμέρας, χειμῶνος, ἑσπέρας, οὔπω ἡμέρας καταλαβούσης, πρὶν φωτίσῃ, τὰ ἄστρα καταλαβεῖν (Ἐπιγρ.). V. πιάνω μὲ τὴν χεῖρα καὶ πιέζω, κρατῶ κάτω, καλύπτω, τὸν ὀφθαλμὸν τῇ χειρὶ Πλάτ. Θεαίτ. 165Β· καταλαμβάνεται (= κατέχεται ἐντὸς τοῦ σώματος) τὸ θερμόν, ἐναντίον τοῦ διαλύειν, ἐξατμίζειν, Ἀριστ. Προβλ. 2. 40· κ. τι ἱμᾶσι Πλούτ., κλ.· περόναις κατ. Αἰλ. γόμφοις, συνών. τοῦ καταδεῖν Ἀθήν. 672F, (καὶ οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, κατελάβοντο δεσμοῖς τὸ στόμιον Διόδ. 3. 37). 2) πιέζων κρατῶ κάτω, «σταματῶ», ἐμποδίζω, κατ. αὐξανομένην τὴν δύναμιν Κύρου Ἡρόδ. 1. 46· κ. τὸ πῦρ, καταβάλλω, αὐτόθι 87· ἴσχειν καὶ κατ. ἑαυτὸν ὁ αὐτ. 3. 36, πρβλ. 2. 162., 3. 52· κατ. τὰς διαφοράς, θέτω τέρμα εἰς αὐτάς, 7. 9, 2· κατ. ἐρίζοντας, καταπαύω τοὺς ἐρίζοντας, 3. 128· ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθείς ἐσιγήθη, κατακρυφθεὶς κωλυθείσης πάσης ἐρεύνης περὶ αὐτοῦ…, 5. 21· τὰς φλέβας καταλαμβανόμενοι, συνθλίβοντες, πιέζοντες τὰς φλέβας, Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 8. 3) δένω, κ. πίστι, ὁρκίοις, Λατ. jurejurando adstringere, δένω δι’ ὅρκου, Ἡρόδ. 9. 106, Θουκ., κτλ.- Παθ. νόμοις καὶ ἔθεσι κατειλημμένος Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 2, 12· ζημίαις Πλάτ. Νόμ. 823Α· τὰς σπονδὰς εὗρον κατειλημμένας, εὗρον τὰς σπονδὰς τελειωμένας, συνωμολογημένας (ἀντίθ. μετακινητάς), Θουκ. 5. 21. 4) ἀναγκάζω, βιάζω τινὰ νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., ἀναγκαίην μιν κατ. φαίνειν, τὸν βιάζει νὰ φανερώνῃ τὴν ἀλήθειαν, Ἡρόδ. 3. 75.- Παθ., ἀναγκαίῃ καταλαμβανόμενος, ἀναγκαζόμενος, βιαζόμενος, ὁ αὐτ. 2. 65, πρβλ. Θουκ. 7. 57. 5) εὑρίσκω ἔνοχον, καταδικάζω (αἱρῶ), τὸν ἀναίτιον καταλαβόντας, τὸν αἴτιον ἀφεῖναι Ἀντιφῶν 120. 26· καί, ἀπολύειν μᾶλλον ἢ καταλαμβάνειν δίκαιον ὁ αὐτ. 129. 5· ἐὰν καταληφθεὶς ἀποθάνω ὁ αὐτ. 117, 20· καὶ ἐν Ἐπιγρ. Dittenb. 523, 58· τὸ δὲ ἥμισυ τοῦ καταλαβόντος ἔστω, καὶ δίκῃ κ. 546, 22. VI. ἀπροσ., καταλαμβάνει τὴν πόλιν, ἐνδιαφέρει, Wyttenb. Ἑλλ. Ἐπιγρ. σ. 201. VII. παρὰ Βυζ., φθάνω εἴς τι μέρος, τόπον, εἰς ἢ ἐπὶ τόπον.

French (Bailly abrégé)

f. καταλήψομαι, ao.2 κατέλαβον, pf. κατείληφα;
I. saisir :
1 s’emparer de, acc. : κατέλαβε νοῦσός μιν HDT il tomba malade litt. une maladie s’empara de lui ; καταλαβοῦσα συμφορή HDT malheur qui est survenu ; abs. τὰ καταλαβόντα HDT les événements qui survinrent ; ἢν πόλεμος καταλαβῇ THC si la guerre survient ; impers. • κατέλαβεν avec une prop. inf. : il arriva que… (cf. att. συμβαίνει) ; rar. en b. part τοῦτον κατέλαβε εὐτυχίη τις HDT il lui survint un événement heureux;
2 prendre (une place), occuper : τὴν ἀκρόπολιν THC la citadelle ; πάντα φυλακαῖς PLUT mettre des postes partout ; θέαν LUC prendre ses places au théâtre;
3 mettre la main sur, atteindre, acc.;
4 saisir au moment opportun, mettre la main sur, trouver, rencontrer, acc.;
5 saisir par l’intelligence, comprendre, acc.;
6 saisir tout à coup, surprendre : τινα ἐπ’ αὐτοφώρῳ PLAT qqn sur le fait, en flagrant délit;
II. saisir, d’où
1 comprimer, retenir : γομφοῖς PLUT maintenir avec des chevilles ; fig. κ. πίστι καὶ ὁρκίοισι HDT lier qqn par la foi jurée et par des serments ; τὰς σπονδὰς εὗρε κατειλημμένας THC il trouva le traité conclu;
2 obliger, contraindre : τινα φαίνειν HDT qqn à dire la vérité;
3 arrêter, retenir : ἐρίζοντας HDT des gens qui se disputent ; διαφοράς HDT mettre fin à des différends ; ὁ τῶν Περσέων θάνατος καταλαμφθεὶς (ion.) ἐσιγήθη HDT on arrêta l’enquête sur la mort des Perses et l’on n’en parle plus;
Moy. καταλαμβάνομαι se saisir, s’emparer de ; fig. prendre en main (des affaires).
Étymologie: κατά, λαμβάνω.

English (Slater)

καταλαμβάνω
   1 seize ? τελέσαι δ' ολ[ κα]τελάμβανον[ (Pae. 12.18)