κοινωνέω
English (LSJ)
fut. -ήσω Pl.R.54oc: pf.
A κεκοινώνηκα Id.Phdr.246d, etc.:—Pass., fut. κοινωνήσομαι (v. infr.): pf. κεκοινώνημαι Id.Lg. 801e:—have or do in common with, share, take part in a thing with another, c. gen. rei et dat. pers., τῆς πολιτείας κ. τινί ib.753a; κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις ib.686a, cf. X.HG2.4.21; κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον ib.6.3.1; σιτήσεώς τισι Din.1.101: also in act. sense, give a share of... βρωτοῦ μηδενὸς μηδένα τούτῳ κ. D.25.61; τὰ περὶ τὰς κτήσεις τοῖς συσσιτίοις ὁ νομοθέτης ἐκοινώνησε (v.l. ἐκοίνωσε) Arist.Pol. 1264a1; πυρὸς ἢ ὕδατος κ. Luc.Alex.46; πάντων ἐκοινώνει μοι τῶν ἀπορρήτων Id.Philops.34. 2 κ. τινός have a share of, take part in a thing, χθονός A.Supp.325; μύθου Id.Ch.165; κακῶν Id.Th.1038; γάμων S. Tr.546; τάφου E.Or.1055; τύχης Id.Med.302; σίτου καὶ ποτοῦ X. Mem.2.6.22; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1268a18, etc.; τῶν αὐτῶν κ. πάντων share all things in common, ib.1257a22; ἱερῶν SIG1106.7 (Cos, iv/iii B.C.); θυσίας Inscr.Magn.44.19 (Decr. Corc.); ἦθος παιδείας κεκοινωνηκός Aristeas 290; φύσεως κεκοινώνηκε σαρκίνης Phld.Sign. 27; πάθους, of infection, Gal.12.312. b of partnership in business, BGU969.13 (ii A.D.), etc. 3 κ. τινί go shares with, have dealings with a man, Ar.V.692, Av.653, Pl.R.343d, etc.; also of things, κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις I think that this also is concerned with my public measures, D.18.58; στολὴν φοινικίδα . . ἥκιστα . . γυναικείᾳ κ. has least in common with... X.Lac.11.3; οὐδὲν τραγῳδίᾳ κ. Arist.Po.1453b10, cf. SE179b16: Medic., sympathize, of bodily parts, Hp.Mul.1.38:—Pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς united with... Pl.Lg.801e. 4 with Preps., φύσις ἡ θήλεια τῇ τοῦ ἄρρενος γένους κ. εἰς ἅπαντα Id.R.453a; κ. περί τινος Plb.31.18.6. 5 c.acc.cogn., κ. κοινωνίαν τινί Pl.Lg.881e; κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι Id.R.540c: rarely c. acc. rei, κ. φόνον τινί commit murder in common with him, E.El.1048. 6 abs., share in an opinion, agree, σκόπει... πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Pl.Cri.49d. 7 communicate, join, ἡ ἐρυθρὰ θάλασσα κ. πρὸς τὴν ἔξω . . Arist.Mete.354a2. 8 form a community, Id.Pol.1280a26, etc. II of sexual intercourse, κ. γυναικί, ἀνδρί, Pl.Lg.784e, Luc.DDeor.1.2, 10.2, PFlor.36.6 (iv A.D.):—Pass., ὑπὸ μηδενός ποτε κοινωνήσεται εἰ μὴ ὑπὸ σοῦ μόνου PMag.Osl.1.293.
German (Pape)
[Seite 1469] Etwas gemeinschaftlich haben, Theil nehmen od. Theil haben an Etwas, τινός, mit Einem, τινί; θέλουσ' ἄκοντι κοινωνεῖ κακῶν ψυχή Aesch. Spt. 1024; τῆς χθονός Suppl. 320; κοινωνοῦσα τῶν αὐτῶν γάμων Soph. Tr. 543; τάφου Eur. Or. 1055; Ar. Vesp. 692 Av. 653; ἤδη καὶ σὺ κοινώνει τοῦ λόγου Plat. Crat. 434 b; πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις, Gefahren mit einander theilen, Legg. III, 686 a; Xen. An. 7, 6, 28; τούτῳ μηδενός, ihn an Nichts theilnehmen lassen, Dem. 25, 61; Din. 1, 24; κεκοινωνηκὼς τῆς σιτήσεως τοῖς ib. 101; διανοίας Isocr. 4, 2. 110; οὗ καὶ ἡμεῖς κοινωνοῦμεν Arist. Eth. 10, 2, 4; Sp.; τῶν αὐτῶν ἐλπίδων Pol. 3, 2. 3; auch περί τινος, 31, 26, 6; – τινί, sich Einem anschließen, mit ihm über Etwas übereinkommen; πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Plat. Crit. 49 d; ὁ τοιοῦτος τῷ τοιούτῳ κοινωνήσῃ Rep. I, 343 d; ἀλλήλοις Legg. VIII, 844 c; – γυναικί, fleischlichen Umgang haben, Luc. D. D. 1, 2. 10, 2. – Auch pass., ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς, verbunden mit Gelübden, Plat. Legg. VII, 801 e. – Adj. verb., οὐδὲ κοινωνητέον τῆς ἡδονῆς τῷ ἐραστῇ Plat. Rep. III, 403 b.
Greek (Liddell-Scott)
κοινωνέω: μέλλ. -ήσω Πλάτ. Πολ. 540C· πρκμ. κεκοινώνηκα ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 246D, κτλ.· ― Παθ., πρκμ. κεκοινώνημαι, ἴδε κατωτ. 3· (κοινωνός). Ἔχω ἢ πράττω τι ἀπὸ κοινοῦ μετ’ ἄλλου, μετέχω τινὸς μετά τινος ἄλλου, συμμετέχω, μετὰ γεν. πράγμ. καὶ δοτ. προσ., τῆς πολιτείας κ. τινι Πλάτ. Νόμ. 753Α· κ. πόνων καὶ κινδύνων ἀλλήλοις αὐτόθι 686Α, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 21· κ. αὐτοῖς ὧν ἔπραττον αὐτόθι 6. 3, 1· κ. μηδενὸς τούτῳ, δὲν ἀφίνω νὰ μετάσχῃ, Δημ. 789. 4· ― ἀλλὰ συχνάκις μία τις τῶν πτώσεων τούτων παραλείπεται. 2) κ. τινος, συμμετέχω, χθονὸς Αἰσχύλ. Ἱκ. 324· μύθου ὁ αὐτ. ἐν Χο. 166· κακῶν ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 1033· γάμων Σοφ. Τρ. 546· τάφου Εὐρ. Ὀρ. 1055· τύχης ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 303· σίτου καὶ πότου Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 22· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 8, 8, κ. ἀλλ.· τῶν αὐτῶν κ. πάντων, μετέχω πάντων τῶν πραγμάτων ἀπὸ κοινοῦ, αὐτόθι 1. 9, 5. 3) κ. τινι, μετέχω μετά τινος, ἔχω σχέσεις, λήψεως καὶ δόσεως πρός τινα, Ἀριστοφ. Σφ. 692, Ὄρν. 653, Πλάτ. Πολ. 343D, κτλ.· κοινωνεῖν μὲν ἡγοῦμαι καὶ τοῦτο τοῖς πεπολιτευμένοις, νομίζω ὅτι καὶ τοῦτο ἔχει σχέσιν πρὸς τὰ ὑπ’ ἐμοῦ ληφθέντα μέτρα, Δημ. 244. 20· στολὴν φοινικίδα... ταύτην νομίζω ἥκιστα... γυναικείᾳ κοινωνεῖν, ὅτι ἔχει ἐλαχίστην σχέσιν πρὸς γυναικείαν..., Ξεν. Λακ. 11, 3· οὕτως, ἐγκώμια κεκοινωνημένα εὐχαῖς, ἡνωμένα μετ’ εὐχῶν, Πλάτ. Νόμ. 801Ε (εἰ μὴ ἀναγνωστέον κεκοινωμένα). 4) μετὰ προθέσ., κ. τινι εἰς ἅπαντα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 453Α· ὡσαύτως, κ. τινι περί τινος Πολύβ. 31. 26, 6. 5) μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., κ. κοινωνίαν τινὶ Πλάτ. Νόμ. 881Ε· οὕτω, κ. ἴσα πάντα τοῖς ἀνδράσι αὐτόθι 504C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 590· ― σπανίως μετ’ αἰτ. πράγμ., κ. φόνον τινί, ἐκτελῶ φόνον ἀπὸ κοινοῦ μετά τινος, Εὐρ. Ἠλ. 1048. 6) ἀπολ., μετέχω τῆς γνώμης τινός, συμφωνῶ, σκόπει..., πότερον κοινωνεῖς καὶ ξυνδοκεῖ σοι Πλάτ. Κρίτων 49D· οὐδὲν κ. τῇ τραγῳδίᾳ, οὐδὲν κοινὸν ἔχω μετά..., Ἀριστ. Ποιητ. 14. 4, πρβλ. Σοφ. Ἔλεγχ. 24. 4. β) συγκοινωνῶ, ἡ ἐρυθρὰ θάλασσα κ. πρὸς τὴν ἔξω... ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 1, 8. γ) ἀποτελῶ κοινότητα, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 9, 5. ΙΙ. ἐπὶ σαρκικῆς συνουσίας, κ. γυναικί, ἀνδρὶ Πλάτ. Νόμ. 784Ε, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2., 10. 2, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. κοινωνήσω, ao. ἐκοινώνησα, pf. κεκοινώνηκα;
I. intr. 1 être en communauté avec, avoir en commun avec, prendre part à, participer à : τινος, avoir ou prendre une part de qch ; τινι, s’associer à qqn ; τινός τινι, τί τινι, prendre part à qch avec qqn, être l’associé ou l’allié de qqn pour qch;
2 avoir des relations intimes avec, τινι;
3 avoir un caractère commun ou du rapport avec : στολὴν ἥκιστα γυναικείᾳ κοινωνοῦσαν XÉN robe qui n’a rien de commun avec une robe de femme;
II. tr. communiquer, faire part : τινί τινος, de qch à qqn.
Étymologie: κοινωνός.
English (Strong)
from κοινωνός; to share with others (objectively or subjectively): communicate, distribute, be partaker.
English (Thayer)
κοινώνω; 1st aorist ἐκοινώνησα; perfect κεκοινώνηκα; (κοινωνός);
a. to come into communion or fellowship, to become a sharer, be made a partner: as in Greek writings with the genitive of the thing, to enter into fellowship, join oneself as an associate, make oneself a sharer or partner: as in Greek writings, with the dative of the thing, ταῖς χεῖρας τίνος, so to make another's necessities one's own as to relieve them (A. V. communicating to the necessities etc.), εἰς τί (as in Plato, rep. 5, p. 453a.), ἐν with the dative of the thing which one shares with another, κοινωνησεις ἐν πᾶσι τῷ πλησίον σου καί οὐκ ἐρεῖς ἰδίᾳ εἶναι, Epistle of Barnabas 19,8 [ET]); cf. Winer s Grammar, § 30,8a.; (Buttmann, § 132,8; Lightfoot or Ellicott on Galatians 1.
c. Compare: συγκοινωνέω.)