χρυσός

Revision as of 18:06, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

English (LSJ)

ὁ,

   A gold, τιμῆς Il.18.475, etc.; coupled with other precious things, e.g. χαλκός, σίδηρος, 6.48; ἐσθής, Od.5.38; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (of a victim) Il.10.294 = Od.3.384, cf. 437; ὡς δ' ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ 6.232; χ. δαμασίφρων Pi.O. 13.78; κοῖλος ἄργυρος καὶ χ. silver and gold plate, Theopomp.Hist. 283a, cf. Luc.Nav.20; λευκὸς χ. white gold, i.e. gold alloyed with silver, opp. χ. ἄπεφθος refined gold, Hdt.1.50; χ. ἑψόμενος Pi.N.4.82; χρυσὸν καθαίρειν Pl.Plt.303d; βασανίζειν ἐν πυρί Id.R.413e.    2 gold, to express anything made of gold, e. g. golden armour or raiment, χρυσὸν . . ἔδυνε περὶ χροΐ, of Zeus, Il.8.43; of Poseidon, 13.25; τὸ ἐμὸν σῶμα μήτε ἐν χ. θῆτε . . X.Cyr.8.7.25; ἀραρότως σύνδεσμα χρυσὸς (a gold crown) εἶχε E.Med.1193; ἐν χρυσῷ πίνειν Luc.Merc. Cond.26.    3 freq. used by Poets to denote anything dear or precious, ταῦτα μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ . . φωνεῖς A.Ch.372 (anap.); ὁ χ. ἧσσον κτῆμα τοῦ κλάειν ἂν ἦν S.Fr.557; ὡς χρυσὸς αὐτῷ τἀμὰ . . κακὰ δόξει ποτ' εἶναι E.Tr.432, cf. D.H.Rh.9.4; cf. Pi.O.1.1, 3.42, Plu.Sert. 5: metaph. also, χρυσὸς ἐπῶν golden words, Ar.Pl.268; χρυσῷ πάττειν τινά Id.Nu.912 (anap.); ὗσαι χρυσόν τινι Pi.O.7.50. [ῡ] in χρυσός and all derivs., though Lyric Poets sts. made υ short in the Adj. χρύσεος (q.v.); once we have χρῠσός, Pi.N.7.78.] (Borrowed from Semitic, cf. Hebr. chārūts, Assyr. h<*>urāšu 'gold', Aram. hara 'yellow'.)

German (Pape)

[Seite 1382] ὁ, Gold; oft bei Hom. und Folgdn; neben χαλκός u. πολύκμητος σίδηρος unter den κειμήλια genannt, Il. 6, 48; δύω χρυσοῖο τάλαντα 18, 507, u. öfter in solchen Vrbdgn; χρυσὸν κέρασιν περιχεύας 10, 294; χρυσὸν τιμῆντα 18, 475; αὐτόρυτος, δαμασίφρων, Pind. P. 12, 17 Ol. 13, 75; μεγασθενής I. 4, 3; Tragg.; χρυσῷ πάττειν τινά Ar. Nubb. 902; in Prosa; – auch übertr., ἐπῶν Ar. Plut. 268; – χρυσὸς κοῖλος, zu Gefäßen verarbeitetes Gold, ἄπεφθος, reines, geläutertes Gold, Her. 1, 50, im Ggstz von λευκὸς χρυσός, weißes, mit Silber gemischtes Gold. – [Die Lyriker brauchen zuweilen υ kurz, Pind. nur einmal, N. 2, 115, öfter im adj. χρύσεος, w. m. s.]

Greek (Liddell-Scott)

χρυσός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «μάλαμμα», «χρυσάφι», Λατ. aurum· παρ’ Ὁμ., τιμήεις, πολύτιμος (ἴδε τὰς λέξ.), καὶ περὶ τῆς ἀξίας ἑνὸς ταλάντου χρυσοῦ κατὰ τοὺς Ὁμηρικοὺς χρόνους ἴδε ἐν λ. τάλαντον· ἦν δὲ ἐν χρήσει ἡ λέξις ἐν σχέσει πρὸς τοὺς θεούς, πρὸς τὰ ὅπλα αὐτῶν καὶ πρὸς πᾶν ὅ,τι ἀνήκει εἰς αὐτούς, ἴδε χρύσεος, χρυσάορος, χρυσηλάκατος, χρυσήνιος, χρυσόθρονος, χρυσοπέδιλος, χρυσόπτερος, χρυσόρραπις· συνάπτεται δὲ καὶ μετ’ ἄλλων λέξεων, οἶαι χαλκός, σίδηρος, Ἰλ. Ζ. 48· ἐσθὴς Ὀδ. Ε. 36 χρυσὸν κέρασιν περιχεύας (ἐπὶ θύματος) Κ. 294, Γ. 382, πρβλ. 436 ὡς δ’ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ Ζ. 232· - οὕτω, χρ. δαμασίφρων Πινδ. Ο. 13. 111, κλπ.· - χρυσὸς κοῖλος, ὡς τὸ ἄργυρος κοῖλος, χρυσὸς κατειργασμένος εἰς σκεύη, σκεύη ἐκ χρυσοῦ, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχ. 20· ὡσαύτως, ἄργυρος καὶ χρυσός, ὡς τὸ Λατ. argentum et aurum, σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, Heind. Hor. S. t. 1. 4, 28· - χρ. ἄπυρος, ἀχώνευτος, Ἡρόδοτ. 3. 97· ἐναντίον τοῦ χρ. ἄπεφθος (χρυσὸς κεχωνευμένος, δεδοκιμασμένος, καθαρός, «λαγάρα»), ὁ αὐτ. 1. 50· χρ. ἐψόμενος Πινδ. Ν. 4. 133· λευκὸς χρυσός, δηλ. χρυσὸς κεκραμένος μετ’ ἀργύρου, Ἡρόδοτ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἴδε Schw igd., καὶ πρβλ. ἤλεκτρον· καθαίρειν χρυσὸν Πλάτ. Πολ. 303· βασανίζειν ἐν πυρὶ ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 413Ε. 2) χρυσός, εἰς δήλωσιν παντὸς πράγματος κατεσκευασμένου ἐκ χρυσοῦ, χρυσὸν αὐτὸς ἔδυνε περὶ χροΐ, «χρυσῆν πανοπλίαν ἐνεδύσατο» (Σχόλ.), δηλ. ὁ Ζεύς, Ἰλ. Θ. 43· ὁ Ποσειδῶν, 13. 25. 3) συχν. ἐν χρήσει παρὰ ποιηταῖς εἰς δήλωσιν πράγματος ἀγαπητοῦ ἢ πολυτίμου, ταῦτα μὲν . . κρείσσονα χρυσοῦ .. φωνεῖς Αἰσχύλ. Χο. 372· ὁ χρ. ἦσσον κτῆμα τοῦ κλάειν ἂν ἦν Σοφ. Ἀποσπ. 501· ὡς χρυσὸς αὐτῷ τάμα .. κακὰ δόξει ποτ’ εἶναι Εὐρ. Τρῳ. 432· πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 2., 3. 76, Πλουτ. Σερτ. 5, καὶ ἴδε χρύσεος ΙΙΙ. χρυσότερος: - μεταφ. ὡσαύτως, χρυσὸς ἐπῶν, χρυσᾶ ἔπη, χρυσοῖ λόγοι, Ἀριστοφ. Πλ. 268· χρυσῷ πάττειν τινὰ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 912, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ρητορ. 4· ὕειν χρυσόν τινι Πινδ. Ο. 7. 91. (ὁ Κούρτ., ἀρ. 202, παραβάλλει πρὸς τὴν λέξιν ταύτην τὰ Σανσκρ. hir-anam, hir-anyan· Ζενδ. zar-anu, zir-anya· Γοτθικ. gulth (ὅθεν τὰ Ἀγγλ. gild, gold) Σλαυικ. glat-o· ἀλλ’ ἴσωςλέξις αὕτη εἶναι Σημιτική, πρβλ. Ἑβρ. chârûts, Patt. Et. Forsch. 1. σ. 141). - [ῡ ἐν τῷ χρυσὸς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις, εἰ καὶ οἱ λυρικοὶ ποιηταὶ κατά τινα ἄδειαν συνέστελλον αὐτὸ ἐν τῷ ἐπιθ. χρύσεος, ὃ ἴδε· ἅπαξ δὲ φέρεται καὶ χρῠσός, ἐν Πινδ. Ν. 7. 115].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 or, métal précieux : χρυσὸς ἄπυρος HDT, χρυσὸς ἄπεφθος HDT or non fondu ; χρυσὸς λευκός HDT or blanc, càd alliage d’or et d’argent ; χρυσὸς κοῖλος LUC or ciselé, vaisselle d’or;
2 objets travaillés en or (ornement ou parure en or, armure d’or ou ornée d’or, coupe d’or, etc.);
3 tout objet brillant ou précieux comme l’or, toute chose précieuse;
4 richesse en gén.
Étymologie: R. Χαρ > Χρυ, briller.

English (Slater)

χρυσός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν: χρῦς-, but
   1 χρᾰς- (N. 7.78) ) gold ὁ δὲ χρυσὸς αἰθόμενον πῦρ ἅτε διαπρέπει νυκτί (O. 1.1) ἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει (O. 2.72) κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος (O. 3.42) πολὺν ὗσε χρυσόν (O. 7.50) ἔτραπεν καὶ κεῖνον ἀγάνορι μισθῷ χρυσὸς ἐν χερσὶν φανείς (P. 3.55) πειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός (P. 10.67) υἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι (P. 12.17) ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας (N. 4.82) Μοῖσι τοι κολλᾷ χρᾰσόν (i. e. τὸν ὕμνον) (N. 7.78) χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον (sc. κτήσασθαι) (N. 8.37) τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον καὶ λεβήτεσσιν φιάλαισί τε χρυσοῦ (I. 1.20) Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων (I. 5.3) οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40) ἢ χρυσῷ μεσονύκτιον νείφοντα δεξαμένα τὸν φέρτατον θεῶν (sc. Θήβα) (I. 7.5) βασανισθέντι δὲ χρυσῷ τέλος[ (Pae. 14.38) διδάξαμεν χρυσὸν καθαρᾷ βασάνῳ fr. 122. 16. Διὸς παῖςχρυσός fr. 222. 1. and so, a golden object, παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν (cf. χρυσάμπυκα χαλινόν v. 65.) (O. 13.78)

Spanish

oro, hilo de oro

English (Strong)

perhaps from the base of χράομαι (through the idea of the utility of the metal); gold; by extension, a golden article, as an ornament or coin: gold.

English (Thayer)

χρυσοῦ, ὁ, from Homer down, Hebrew זָהָב, gold (ὁ ἐπί γῆς καί ὁ ὑπό γῆς, Plato, legg. 5, p. 728a.): universally, R G L (others χρυσίον, which see)); precious things made of gold, golden ornaments, L WH text χρυσίον); L WH text χρυσίον); L Tr text WH text χρυσίον); an image made of gold, stamped gold, gold coin, Matthew 10:9.