μήτηρ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
English (LSJ)
Dor. μάτηρ, ἡ: though parox. in nom., it follows πατήρ in the accent of the obliq. cases, gen. μητερος contr. μητρός, dat. μητέρι, μητρί, both forms being found in Hom., but the longer forms rarely in Trag. exc. lyr., as
A ματέρος A.Supp.539; ματέρι S.OC1481; μητέρος in iambics, E.HF843, Or.580, Rh.393: acc. always μητέρα, μητέρας: voc. μῆτερ:—mother, Il.1.351, etc.; of animals, dam, 17.4, Od.10.414; of a mother-bird, Il.2.313; of queen bees, Arist.HA553a29, etc.; ἀπὸ ματρὸς φίλας, ἐκ ματρός, from one's mother's womb, Pi.P.5.114, A.Ch. 422 (lyr.): in pl., mother and grandmother, Plu.Agis9; as an address to elderly women, ὦ μῆτερ D.S.17.37, cf. Theoc.15.60, etc.: in titles, μ. πατρίδος, = Mater Patriae, D.C.58.2; μ. τῶν ἀηττήτων στρατοπέδων, = Mater invictorum castrorum, of Julia Domna, BGU362 xi 16 (iii A.D.). 2 of lands, μ. μήλων, θηρῶν, mother of flocks, of game, Il. 2.696,8.47, etc.; freq. of Earth, γῆ πάντων μ. Hes.Op.563; πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο . . ματέρος Pi.P.4.74; γῆ μήτηρ A.Th.16, etc.; ὦ γαῖα μῆτερ E.Hipp.601; ἡ Μήτηρ, = Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄγουσι Hdt.8.65; also of Rhea, Pi.P.3.78; ὦ Πὰν... Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ Id.Fr.95, cf. E.Hel.1355 (lyr.); μ. ὀρεία Ar.Av.746 (lyr.); Γαλλαὶ μητρὸς ὀρείης φιλόθυρσοι δρομάδες Lyr.Adesp.121; M. θεῶν SIG1044.8 (Halic., iv B.C.); as title of Isis, PPetr.3p.2 (cf. p.xi) (iii B.C.). 3 freq. of one's native land, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Pi.I.1.1, cf. P.8.98, A.Th.416, Isoc.4.25; and so, like μητρόπολις, Pi.O.9.20, cf. 6.100; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μ. S.Ph.326. II poet., the origin or source of events, μ. ἀέθλων, of Olympia, Pi.O.8.1; πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. A.Th.225; ἡ γνώμη κακῶν μ. S.Ph.1361; of night, as the mother of day, A.Ag.265; the grape of wine, Id.Pers.614, cf. E. Alc.757; ματέρ' οἰνάνθας ὀπώραν Pi.N.5.6; Aphrodite of the Loves, Id.Fr.122.4; φάτις ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, of a rumour, S.Aj.174 (lyr.): also in Prose, γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα X.Oec.5.17; πολιτειῶν μητέρες δύο (sc. μοναρχία and δημοκρατία) Pl.Lg.693d. (Cf. Lat.mater, OE. módor, etc.)
German (Pape)
[Seite 178] ἡ, gen. μητρός, ep. auch μητέρος, auch in lyrischen Stellen der Tragg., wie Soph. O. C. 1478, im Dialog nur Eur. Rhes. 393, acc. μητέρα; die Mutter, Hom. u. Folgde überall; τὸν ἀθανάτη τέκε μήτηρ, Il. 10, 404; sehr gew. πότνια μήτηρ; auch von Thieren, Mutterkuh, Mutterschaaf u. vgl. , Od. 10, 414 Il. 17, 4; von einem Vogel, der Junge hat, 2, 313. 315, wie Soph. ψακαλοῦχοι μητέρες, frg. 962. Oft übertr. so von einem Lande gesagt, μήτηρ μήλων, θηρῶν, Mutter der Schaafheerden, des Wildes, das viele Schaafheerden ernährt, reich an Wild ist, Il. 2, 696. 8, 47 u. öfter. Vom Vaterlande, τέκνοις τε γῇ τε μητρί, Aesch. Sept. 16, vgl. 398. 566; ἡ Σκῦρος ἀνδρῶν ἀλκίμων μήτηρ ἔφυ, Soph. Phil. 326. Auch von anderen Verhältnissen, wie bei uns, für Urheberinn, Hervorbringerinn, πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, Aesch. Spt. 207, εὐάγγελος ἕως γένοιτο μητρὸς εὐφρόνης πάρα, Ag. 255, μητρὸς ἀγρίας ἄπο ποτὸν παλαιᾶς ἀμπέλου γάνος τόδε, Pers. 606; οἷς γὰρ ἡ γνώμη κακῶν μήτηρ γένηται, Soph. Phil. 1345; ὦ μεγάλα φάτις, ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, Ai. 174; μυρίων μῆτερ τροπαίων, Eur. Troad. 1222; auch in Prosa, εἰσὶ πολιτειῶν οἷον μητέρες δύο τινός, Plat. Legg. III, 693 d; τὴν γεωργίαν τῶν ἄλλων τεχνῶν μητέρα καὶ τροφὸν εἶναι, Xen. Oec. 5, 17; öfter bei Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μήτηρ: Δωρ. μάτηρ, ἡ· καίπερ παροξύτονον ἐν τῇ ὀνομαστ., ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσι τονίζεται ὡς τὸ πατήρ, - δηλ., γενικ. μητέρος συγκεκομμ. μητρός, δοτ. μητέρι μητρί, - ἀμφότεροι οἱ τύποι εὕρηνται παρ’ Ὁμ., ἀλλὰ οἱ ἀσυναίρετοι οὐχὶ παρ’ Ἀττ., εἰ μὴ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ., ὡς ματέρος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 539· ματέρι Σοφ. Ο. Κ. 1481 μητέρος ἅπαξ ἐν ἰάμβ. Εὐριπ. Ρῆσ. 393· αἰτ. μητέρα, μητέρας, οὐδέποτε συγκόπτονται· κλητ. μῆτερ. (Πρβλ. μαῖα· Σανσκρ. mât-a· Λατ. mat-er· Ἀρχ. Σκανδιν. mod-ir· Ἀγγλο-Σαξον. mod-er· Ἀρχ. Γερμ. muot-ar (mutter, Ἀγγλ. mother)· Ἀρχ. Σλαυ. mat-i· Λιθ. mot-i· Κελτ. math-air· - ἡ ῥίζα φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ Σανσκρ. mā (ποιῶ, κάμνω), M. Müller Sc. of Lang. 2. 212.) Ὡς καὶ νῦν, μήτηρ, κοινῶς «μητέρα», Ὅμ., κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ζῴων «μάννα», Ἰλ. Ρ. 4, Ὀδ. Κ. 414· ἐπὶ πτηνοῦ, Ἰλ. Β. 313· ἐπὶ μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 2, κτλ.· - ἀπὸ ἢ ἐκ μητρός, ἐκ κοιλίας μητρός, ἐκ γενετῆς, Πινδ. Π. 5. 153, Αἰσχύλ. Χο. 422· ἐν τῷ πληθ., ἡ μήτηρ καὶ ἡ μάμμη, Πλουτ. Ἆγις 9· - ὡς τύπος προσφωνήσεως πρὸς πρεσβύτιδας, «μαννίτσα μου», «κυρὰ μάννα», ὦ μῆτερ Διόδ. 17. 37, κτλ. 2) ὡσαύτως ἐπὶ πόλεως ἢ χώρας, μήτηρ μήλων, θηρῶν, μήτηρ ποιμνίων, κυνηγίου, Ἴτωνά τε μητέρα μήλων Ἰλ. Β. 696., Θ. 47, κτλ.· - συχνάκις περὶ τῆς γῆς, γῆ πάντων μ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 561· πὰρ μέσον ὀμφαλὸν εὐδένδροιο... ματέρος Πινδ. Π. 4. 133· γῆ μήτηρ Αἰσχύλ. Θήβ. 16, κτλ.· ὧ γαῖα μῆτερ Εὐρ. Ἱππ. 601· - ὡσαύτως μόνον ἡ Μήτηρ ἀντὶ τοῦ Δημήτηρ, τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κούρῃ ὁρτὴν ἄ γουσι Ἡρόδ. 8. 65· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Ρέας, Πινδ. Π. 3. 138· ὦ Πάν..., Ματρὸς μεγάλης ὀπαδὲ ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1355· οὕτω, μ. ὀρεία Ἀριστοφ. Ὄρν. 746. 3) συχνάκις ἐπὶ τῆς πατρίδος ἢ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεως, μᾶτερ ἐμά, Θήβα Πινδ. Ι. 1. 1, πρβλ. Π. 8. 140, Αἰσχύλ. Θήβ. 416, Ἰσοκρ. 45C· ἑπομένως, συνώνυμ. τῷ μητρόπολις, Πινδ. Ο. 9. 32, πρβλ. 6. 169· ἡ Σκῦρος ἀλκίμων ἀνδρῶν μ. Σοφ. Φ. 326. II. ποιητ., ἡ ἀρχὴ ἢ πηγή τινος, μ. ἀέθλων, ἡ Ὀλυμπία, Πινδ. Ο. 8. 2· πειθαρχία γὰρ τῆς εὐπραξίας μ. Αἰσχύλ. Θήβ. 225· ἡ γνώμη μ. κακῶν Σοφ. Φ. 1361· οὕτως ἡ νὺξ εἶναι μήτηρ τῆς ἡμέρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 265· ἡ σταφυλὴ τοῦ οἴνου, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 614· τὸ θέρος τοῦ βλαστοῦ τῆς ἀμπέλου, Πινδ. Ν. 5. 11· ἡ Ἀφροδίτη τῶν ἐρώτων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 87· ὦ μᾶτερ αἰσχύνας ἐμᾶς, ἐπὶ κακῆς φήμης, Σοφ. Αἴ. 174· πρβλ. μητρυιά.
French (Bailly abrégé)
voc. μῆτερ, gén. μητρός, dat. μητρί, acc. μητέρα;
plur. μητέρες, μητέρων, μητρᾶσι, μητέρας (ἡ) :
mère au pr. et au fig. ; μήτηρ σεμνή, la Vénérable ou la Grande Mère, càd Rhéa (qqf Déméter).
Étymologie: R. Ma, produire ou nourrir ; cf. Μάϊα, lat. mater, etc.
English (Autenrieth)
μητέρος and μητρός: mother; epithets, πότνια, αἰδοίη, κεδνή; fig., μήτηρ μήλων, θηρῶν, of regions abounding in sheep, game, etc., Il. 2.696, Od. 15.226.
Spanish
English (Strong)
apparently a primary word; a "mother" (literally or figuratively, immediate or remote): mother.
English (Thayer)
genitive μητρός, dative μητρί, accusative μητέρα, ἡ (from Homer down; from Sanskrit ma, 'to measure'; but whether denoting the 'moulder,' or the 'manager' is debated; cf. Vanicek, p. 657; Curtius, § 472; (cf. μέτρον)), Hebrew אֵם, a mother; properly: ἡ μήτηρ τῶν πορνῶν, that produces and harbors the harlots, G T Tr WH omit; L brackets παντον (on the origin of which cf. Lightfoot at the passage)).