διαδίδωμι

English (LSJ)

Afut. διαδώσω Pl.R.328a:—pass on, hand over, ἐμοὶ τοῦτον διέδωκαν (sc. Μοῖσαι) ἀθάνατον πόνον Pi.Pae.9 Fr.16.16; λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις Pl. l.c.; propound for consideration, Pall. in Hp.Fract.12.277 C.; spread abroad, λόγον Plu. Them.19:—Pass., λόγος διεδόθη v.l. in X.Cyr.4.2.10, cf. Plu.Sol.8; διαδοθέντος τοῦ λόγου Isoc.5.7, cf. 9.74; παρὰ τῶν ἀρχαιων διαδίδωμι to be handed down by tradition, Arist.Cael.270b17; ἐν παροιμίᾳ διαδοθῆναι Str.6.2.4.
2 distribute, τινί τι X.An.1.10.18, Th.4.38, D.49.14:—Pass., τῇ σάλπιγγι σιωπῆς εἰς ἅπαντας διαδοθείσης = having spread silence throughout all (the spectators) by sounding the trumpet Plu.Flam.10; τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας = the nutriment is diffused in the veins (of food), Arist.PA678a18; of the bowels, secrete, τῆς κοιλίης ὑδατόχολα πολλὰ διαδιδούσης Hp.Coac.67.
3 διαδίδωμι κόρας = cast one's eyes around, E.Ph.1371, cj. in Or.1267.
4 διαδοῦναι δίκας = give satisfaction to injured party, Hsch.
II intr., spread about, Arist.HA495b8.
2 remit, Hp.Acut.(Sp.)5.

Spanish (DGE)

• Morfología: [pres. opt. διαδιδοῖ Hp.Morb.1.14, part. διαδίδων T.Beni.11.1; tes. aor. inf. διαδύμεν prob. en IG 9(2).1202.4 (Coropa VI/V a.C.)]
I tr., c. suj. de pers., gener.
1 dar, entregar ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ] ιέδω[κεν] (uel -καν) ἀθάνατ[ο] ν πόνον pero a mí me otorgó (u otorgaron) esa inmortal tarea Pi.Fr.52h.22, διαδοῦναι δίκας indemnizar Hsch.
2 transmitir, pasar de uno a otro, c. dat. ἀλλήλοισι διαδόντες κόρας pasando la mirada de uno a otro E.Ph.1371, λαμπάδια ... διαδώσουσιν ἀλλήλοις Pl.R.328a, c. εἰς y ac. διαδοῦναι νῶτον ... εἰς ἀμφοτέρους τοίχους μελέων pasar la espalda a un lado y a otro, e.d. revolverse E.Tr.117, ἐς τὸ κάτω διαδίδωσι τὴν θερμασίην Hp.Nat.Puer.25.
3 distribuir, repartir c. dat. plu. o colect. οἱ Ἀθηναῖοι ... τοὺς ἄνδρας τοῖς τριηράρχοις διέδοσαν ἐς φυλακήν Th.4.38, μηνὸς μὲν τροφὴν ... πάσαις ταῖς ναυσὶ διέδωκε Th.8.29, cf. D.49.14, Plu.2.305f, Brut.39, τὰς ἁμάξας μεστὰς ἀλεύρων καὶ οἴνου ... ἵνα ... διαδιδοίη τοῖς Ἕλλησιν X.An.1.10.18, cf. I.AI 7.86, BI 7.16, (τὴν ὀρεινήν) διάδος αὐτὴν ἐν κλήρῳ τῷ Ισραηλ LXX Io.13.6, πάντα ... πτωχοῖς Eu.Luc.18.22, τὴν κλάσιν τοῖς κληρικοῖς Serap.Euch.15, sin dat., parcelas de tierra IG 92(1).609.20 (Naupacto VI/V a.C.), τὰ σκύλα αὐτοῦ διαδίδωσιν Eu.Luc.11.22, en v. pas. διαδίδοσθαι τοῖς ἱερεῦσι ... προβάτων ... τὰ ἔκγονα Ph.2.233, χρυσῶν δαρεικῶν καὶ διαδοθέντων τοῖς δημαγωγοῖς Plu.2.211b, cf. PLips.35.10 (IV d.C.)
entregar (ἐσθῆτα) ... ἐπὶ τῆς αὐτῆς Ἀλεξανδρέων PLips.58.14 (IV d.C.).
II rel. la palabra, el sonido
1 tr. propagar, difundir τὸν περὶ τῆς Ἀθηνᾶς διέδοσαν λόγον Plu.Them.19, en v. pas. τῶν τοῦ Ξανθίππου λόγων διαδοθέντων εἰς τὰ πλήθη Plb.1.32.3, περὶ τὴν αὐλὴν ὁ λόγος διαδοθείς I.AI 16.121, cf. Plu.Sol.8, Alex.27, διαδοθείσης ἔξω τῆς φήμης LXX 2Ma.4.39, cf. 4Ma.4.22, τῇ σάλπιγγι σιωπῆς εἰς ἅπαντας διαδοθείσης Plu.Flam.10
de escritos publicar τὸ πλάσμα τῶν ... διαδεδωκότων lo espúreo de las (actas) publicadas Eus.HE 1.9.3.
2 intr. propagarse γεγωνυίας καὶ ἐναργεῖς τήν τε ἠχὴν ἄχρι τοῦ νοῦ διαδιδούσας Ph.1.123
transmitirse ἔοικε ... τοὔνομα παρὰ τῶν ἀρχαίων διαδεδόσθαι Arist.Cael.270b17 (cód.), cf. Demo 7.
III cont. cien. y de medic., c. ac. de fluidos
1 excretar, evacuar κοιλίης ὑδατόχολα πολλὰ διαδιδούσης Hp.Coac.67, cf. 154, 287, Epid.3.17.2, 13
verter (κιρσός) διαδιδοῖ αἷμα Hp.Morb.1.14, ἡ μὲν κοιλίη οὐ διαδιδοῖ τὸ ὕδωρ ἐς αὑτήν Hp.Aff.22.
2 distribuir a c. dat. (τὰ φλέβια) τὸ πιαρὸν τοῖν μαζοῖν διαδιδόασι Hp.Nat.Puer.21, cf. 23, (δένδρον) οὐ δύναται πᾶν διαδόναι τοῖς καρποῖς Thphr.CP 3.9.1, (αἱ ῥίζαι) οὐδὲ γὰρ τότε διαδιδόασι (ἰκμάδα) Thphr.CP 5.9.8, cf. 2.1.3, en v. pas. ἀπὸ τῆς εἰσιούσης τροφῆς τὸ διαδιδόμενον Arist.PA 678a19, ἔχειν τὴν ἐκ τῆς γῆς ἰκμάδα διαδιδομένην Thphr.Fr.171.9, (τὸ ὑγρόν) διαδοθὲν ἐπὶ τὰ μόρια τοῦ φυομένου Mnesith.Ath.25.14.
IV intr., c. prep. y ac.
1 extenderse a τὸ ἐξεστηκὸς ... διαδιδοῖ γὰρ ἐς τὰς μήτρας Hp.Mul.1.2, (ὀδύνη) διαδιδοῖ ἐς τὴν κύστιν διὰ τῶν φλεβίων Hp.Morb.1.26
en v. pas. pasar (οἴδημα) περὶ ἥβην διεδόθη Hp.Epid.2.3.18, (λέπρα) εἰς σῶμα διαδοθέν Meth.Lepr.6.2.
2 c. suj. de fluidos verterse en, desparramarse τὸ ῥεῦμα ... διαδιδοῖ ... ἐς τὰ στέρνα Hp.Flat.10, ἐκ τῶν φλεβίων διαδιδοῖ ἐς τὸ ἕλκος αἷμα Hp.Morb.1.15, διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη τοῦ πλεύμονος τὸ πνεῦμα Arist.HA 495b8, cf. Plu.2.951e
c. suj. de partes del cuerpo y gen. partit. del fluido verter διαδιδοῖ ἡ φλὲψ τοῦ αἵματος ἐς τὴν σάρκα Hp.Morb.1.20, (μῆτραι) διαδιδοῦσι τοῦ αἵματος ἐς τὰς φλέβας Hp.Nat.Puer.15.
3 remitir οὐ γὰρ διαδιδοῖ ὠμὸν ἐὸν τὸ πάθος pues el mal todavía sin desarrollarse totalmente no remite Hp.Acut.(Sp.) 5.

French (Bailly abrégé)

f. δώσω, ao.2 διέδων, etc.
1 distribuer, répartir;
2 envoyer de côté et d'autre, répandre : τῇ σάλπιγγι σιωπῆς διαδοθείσης PLUT la trompette ayant envoyé dans toutes les directions l'ordre de garder le silence ; λόγον περί τινος PLUT répandre un bruit sur qqn ; λόγος διεδόθη XÉN le bruit se répandit.
Étymologie: διά, δίδωμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-δίδωμι, Ion. ook διαδιδόω doorgeven, overhandigen:; λαμπάδια... διαδώσουσιν ἀλλήλοις zij zullen fakkels aan elkaar doorgeven Plat. Resp. 328a; overdr.. ἀλλήλοισι διαδόντες κόρας blikken met elkaar uitwisselen Eur. Phoen. 1371. verdelen:. τοὺς ἄνδρας τοῖς τριηράρχοις διέδοσαν ἐς φυλακήν zij verdeelden de mannen onder de kapiteins om ze te laten bewaken Thuc. 4.38.4; πάντα ὅσα ἔχεις... διάδος πτωχοῖς verdeel alles wat u bezit onder de armen NT Luc. 18.22. verspreiden:. τὸν... διέδοσαν λόγον zij verspreidden het verhaal Plut. Them. 19.4; λόγος εἰς τὴν πόλιν... διεδόθη een gerucht was in de stad verspreid Plut. Sol. 8.1. geneesk. uitscheiden:; κοιλίη δὲ χολώδεα σμικρὰ διέδωκεν de buik scheidde geringe gal-achtige ontlasting uit Hp. Epid. 3.17.2; intrans.: τὸ ῥεῦμα... διαδιδοῖ... ἐς τὰ στέρνα de vochtstroom verspreidt zich naar de borstholte Hp. Flat. 10.

German (Pape)

(δίδωμι),
1 von Hand zu Hand geben, überliefern, λαμπάδα ἀλλήλοις Plat. Rep. I.328a; ἀρχὴ διαδιδομένη Thuc. 1.76; bes. λόγον, φήμην, verbreiten, ein Gerücht, Pol. 5.39, 23.2.2 und öfter; λόγος διεδόθη Xen. Cyr. 4.2.10; Plut. Thes. 6 und öfter bei Sp.; εἰς τὴν πόλιν Plut. Sol. 8; τῇ σάλπιγγι διαδοθείσης σιωπῆς, als durch die Trompete Ruhe hergestellt war, Flam. 10; auch intr., sich verbreiten, τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη Arist. H.A. 1.18; nachlassen, wie ἐνδίδωμι, Hippocr.
2 verteilen, unter mehrere, Plat. Tim. 64b; Xen. Cyr. 1.4.10 und öfter; An. 1.10.18; τὴν λείαν ἴσως τοῖς στρατιώταις Pol. 3.76.13; Sp.
3 von sich geben, vom Unterleibe, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

διαδίδωμι:
1 раздавать, распределять (τί τισιν Xen., Plat., Dem., Polyb., Plut.): κόρας δ. Eur. глядеть вокруг, озираться; ἀλλήλοισι διαδόντες κόρας Eur. обмениваясь или обменивающиеся взглядами;
2 передавать (λαμπάδια ἀλλήλοις Plat.);
3 разносить, распространять (λόγον περί τινος Plut.; διαδεδόσθαι εἰς τὸ πᾶν σῶμα Arst.): διαδοθείσης τῆς φήμης ἐν τῷ στρατοπέδῳ Polyb. когда слух об этом разнесся по войску; ὕδωρ διαδίδοται εἰς τὴν γῆν Arst. вода впитывается в землю;
4 распространяться, проникать (τὸ πνεῦμα διαδίδωσιν εἰς τὰ κοῖλα μέρη τοῦ πλεύμονος Arst.).

English (Slater)

διαδίδωμι allot ἐμοὶ δὲ τοῦτο[ν δ]ιέδω[κ. ν] ἀθάνατον πόνον (ἔ]τ' ἔδω[ etiam possis, nott. Snell) Πα. 7B. 21.

English (Strong)

from διά and δίδωμι; to give throughout a crowd, i.e. deal out; also to deliver over (as to a successor): (make) distribute(-ion), divide, give.

English (Thayer)

future διαδιδώσω (); 1st aorist διέδωκα; 2nd aorist imperative διάδος; passive, imperfect 3rd person singular διεδίδοτο (L T Tr WH read διεδίδετο (see ἀποδίδωμι);
1. to distribute, divide among several (cf. διά, C. 3): τί, τί τίνι, δός); Tdf. ἔδωκεν); passive Xenophon, Cyril 1,3, 7 τόν Κυρον λαβόντα τῶν κρεῶν διαδιδοναι τοῖς ... θεραπευταις ... τοιαῦτα ἐποίει, ἕως διεδιδου πάντα ἅ ἔλαβε κρέα.
2. to give over, deliver: τί τίνι, G L T Tr WH have restored διδοασι (cf. δίδωμι, at the beginning).

Greek Monotonic

διαδίδωμι: μέλ. -δώσω, αόρ. βʹ διέδων·
1. δίνω από χέρι σε χέρι, μεταβιβάζω, παραδίδω κάτι σε κάποιον, Λατ. tradere, λαμπάδια διαδώσουσιν ἀλλήλοις, σε Πλάτ. — Παθ., λέγεται για φήμες, κοινολογούμαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι, σε Ξεν.
2. διανέμω, διαμοιράζω, τινί τι, στον ίδ.
3. δ. κόρας, ρίχνω το βλέμμα μου τριγύρω, κοιτάζω ολόγυρα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

διαδίδωμι: μέλλ. -δώσω: - δίδω ἀπὸ χειρὸς εἰς χεῖρα, κάμνω τι νὰ μεταβιβασθῇ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς εἰς τὸν ἕτερον, παραχωρῶ, Λατ. tradere, λαμπάδια ἔχοντες διαδώσουσιν ἀλλήλοις Πλάτ. Πολιτ. 328Α. - Παθ., ἐπὶ φημῶν, κοινολογοῦμαι, ἐξαπλοῦμαι, λόγος διεδόθη Ξεν. Κύρ. 4. 2, 10· διαδοθέντος τοῦ λόγου Ἰσοκρ. 83D, πρβλ. 204Β· παρὰ τῶν ἀρχαίων δ., μεταδίδομαι διὰ παραδόσεως, Ἀριστ. Οὐρ. 1. 3, 12. 2) διανέμω, διαπέμπω, τινί τι Ξεν. Ἀν. 1. 10, 28, Δημ. 1188. 21· τῇ σάλπιγγι σιωπὴν εἰς ἅπαντας δ. Πλούτ. Φλαμιν. 10. - Παθ., τὸ διαδιδόμενον εἰς τὰς φλέβας, ἐπὶ τῆς τροφῆς, Ἀριστ. Ζ. Μ. 4. 4, 5· πρβλ. διάδοσις. 3) δ. κόρας, ῥίπτω τὰ βλέμματά μου πέριξ, Εὐρ. Ὀρ. 1267, πρβλ. Φοιν. 1371. 4) ἐκδίδωμι, ἐκβάλλω, ἡ κοιλία διαδίδωσι σκληρὰ Ἱπποκρ. Κωακ. 17. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐξαπλοῦμαι, μεταδίδομαι, ἐκτείνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 16, 13. 2) = ἐνδίδωμι, χαλαρώνω, Ἱππ. 396. 53.

Middle Liddell

fut. -δώσω aor2 διέδων
1. to give from hand to hand, to pass on, hand over, Lat. tradere, λαμπάδια διαδώσουσιν ἀλλήλοις Plat.:—Pass., of reports, to be spread abroad, Xen.
2. to distribute, τινί τι Xen.
3. δ. κόρας to cast one's eyes around, Eur.

Chinese

原文音譯:diad⋯dwmi 笛阿-笛多米
詞類次數:動詞(5)
原文字根:經過-給
字義溯源:全給出去,分給,給,分;由(διά)*=通過)與(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成。參讀 (ἀναδίδωμι)同義字
出現次數:總共(5);路(2);約(1);徒(1);啓(1)
譯字彙編
1) 分給(3) 路18:22; 約6:11; 徒4:35;
2) 給(1) 啓17:13;
3) 分了(1) 路11:22

Lexicon Thucydideum

distribuere, to divide among, 4.38.4, 8.29.1, [praeterea besides διαδιδομένην pro for διδ.vulgo commonly 1.76.2.]