καταφρονέω
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
English (LSJ)
A look down upon, think slightly of, τινος Hdt.4.134, Th.7.63, etc.; τῶν παρόντων καταφρονῶν, τῶν ἀπόντων ἐπιθυμῶν Lys. 12.78; κ. τοῦ κινδύνου Pl.Ap.28c; τῆς τέχνης Id.Grg.512c, al.; καύματος καὶ ψύχους Ephor.149 J.; κυνηγεσίων X.Cyn.1.18; θεῶν E.Ba. 199, Antiph.262; τῶν πτωχῶν Men.301.10; οὐ δεῖ διαβολῆς κ. Id.88.1.
2 c. acc., regard slightly, despise, E.Ba.503; τοὺς ἐπιόντας Th.6.34:—Pass., to be despised, ὑπό τινων Pl.R. 556d; εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονούμενοι X.HG7.4.30: fut. καταφρονηθήσομαι Isoc.6.95, Aeschin. 1.176: also in med. form καταφρονήσομαι Pl.Hp.Ma.281c: aor. κατεφρονήθην Isoc.6.108, Pl.Euthd.273d.
3 abs., to be disdainful, deal contemptuously, Th.2.11, Amphis 1.3, Arist.Rh.1378b15; τὸ καταφρονοῦν = contempt, D.H.5.44.
4 c. inf., think contemptuously that... presume, καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι Hdt.1.66; καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι Th.3.83: also c. acc., καταφρονήσαντες ταῦτα Hdt.8.10.
5 c. acc. et gen., like καταγιγνώσκω, κ. τῶν Ἀθηναίων ἀδυνασίαν Th.8.8.
II c.acc.rei, fix one's thoughts upon, aim at, τὴν τυραννίδα Hdt.1.59; τοὺς βύστακας μὴ καταφρόνει do not think of your moustache, do not aim at having one (because the Spartans had to shave the upper lip, cf. μύσταξ), Antiph.44.
III come to one's senses, Hp.Morb.Sacr.15, Nat.Mul.3 (prob.l.), Plu.2.165f.
French (Bailly abrégé)
καταφρονῶ :
1 mépriser, dédaigner, ne faire aucun cas de, gén. ou acc. ; abs. être hautain, dédaigneux ; avec un inf., penser avec orgueil ou présomption, avoir la présomption de penser que;
2 penser à, songer à, prétendre à : τὴν τυραννίδα HDT à la royauté.
Étymologie: κατά, φρονέω.
English (Strong)
from κατά and φρονέω; to think against, i.e. disesteem: despise.
English (Thayer)
καταφρόνω; future καταφρονήσω; 1st aorist κατεφρόνησα; (from Herodotus down); to contemn, despise, disdain, think little or nothing of: with the genitive of the object (Buttmann, § 132,15), Hebrews 12:2.
Greek Monotonic
καταφρονέω: μέλ. -ήσω,
I. 1. περιφρονώ, αψηφώ, δηλ. θεωρώ ανάξιο, απαξιώ, τινός, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. με αιτ., δεν λογαριάζω, παίρνω αψήφιστα, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., αψηφούμαι, περιφρονούμαι, σε Ξεν. κ.λπ.
3. απόλ., είμαι περιφρονητικός, είμαι υπεροπτικός, σε Θουκ.
4. με απαρ., σκέφτομαι περιφρονητικά πως..., θεωρώ ότι..., καταφρονήσαντες κρέσσονες εἶναι, σε Ηρόδ.· καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι, σε Θουκ.
II. με αιτ. πράγμ., μόνο στους Ιων. συγγραφείς (πρβλ. κατανοέω), στηρίζω τις σκέψεις μου πάνω σε..., επιζητώ, επιδιώκω σε, Λατ. affectare, τὴν τυραννίδα, σε Ηρόδ.· επίσης παρατηρώ με περιφρόνηση, τι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-φρονέω minachten, geringschatten, met gen.:; οὐ καταφρονῶ... τῶν θεῶν ik minacht de goden niet Eur. Ba. 199; κ. τοῦ κινδύνου het gevaar geringschatten Plat. Ap. 28c; met acc.:; καταφρονήσαντες τῶν’ Αθηναίων ἀδυνασίαν met minachting voor de onmacht van de Atheners Thuc. 8.8.4; zich verbeelden, met inf.:; κ. Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι zich verbeelden sterker te zijn dan de Arcadiërs Hdt. 1.66.1; abs. arrogant zijn. beogen, zijn aandacht richten op:. κ. τὴν τυραννίδα de alleenheerschappij beogen Hdt. 1.59.3. geneesk. bij kennis komen.
German (Pape)
1 gering denken von Einem, ihn verachten; gew. τινός, z.B. τῶν θεῶν Eur. Bacch. 199; Plat. Gorg. 527c und öfter, sowohl von Personen als von Sachen, wie Folgde; εἴς τι, in Beziehung auf Etwas, Xen. Hell. 7.4.29; abs., Thuc. 2.11; τὸ καταφρονοῦν, die Verachtung, Dion.Hal. 5.44; auch τινά, καταφρονεῖ με καὶ Θήβας ὅδε Eur. Bacch. 503; τοὺς βύστακας μὴ καταφρόνει Antiphan. bei Ath. IV.143a; τοὺς ἐπιόντας Thuc. 6.34; Luc. Dem. enc. 5. – Auch pass., ὅταν καταφρονῶνται οἱ πένητες ὑπὸ τῶν πλουσίων Plat. Rep. VIII.556d; καταφρονηθῆναι Phaedr. 239b, wie Dem. 40.2; fut. dazu sowohl καταφρονήσομαι, Plat. Hipp. mai. 281c, als καταφρονηθήσομαι, Isocr. 6.95.
2 im Sinne haben, worauf, woran denken; καταφρονήσας τὴν τυραννίδα Her. 1.59; καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι 1.66, vgl. 8.10. – Hippocr. auch = bei Besinnung sein, zur Besinnung, zu Verstande kommen.
Russian (Dvoretsky)
καταφρονέω:
1 относиться с презрением, презирать, пренебрегать (τῶν θεῶν Eur.; τοῦ κινδύνου, τοῦ μηχανοποιοῦ καὶ τῆς τέχνης τῆς ἐκείνου Plat.; μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων NT): τῶν μὲν παρόντων καταφρονῶν, τῶν δὲ ἀπόντων ἐπιθυμῶν Lys. пренебрегая тем, что есть, и гоняясь за тем, чего нет; τὸ κ. τοὺς ἐπιόντας Thuc. презрительное отношение к нападающим; κ. τῶν Ἀθηναίων ἀδυνασίαν Thuc. с презрением думать о слабости афинян; εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονούμενοι Xen. считающиеся плохими воинами;
2 самоуверенно полагать: καταφρονήσαντες Ἀρκάδων κρέσσονες εἶναι Her. считая, что они сильнее аркадцев;
3 замышлять, иметь в виду (τὴν τυραννίδα Her.): καταφρονήσαντες ταῦτα ἐκυκλοῦντο αὐτοὺς ἐς μέσον Her. учитывая это, (персы) стали окружать их.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to think down upon, i. e. to look down upon, think slightly of, τινός Hdt., Eur., etc.
2. c. acc. to regard slightly, despise, Hdt., Attic:—Pass. to be thought little of, despised, Xen., etc.
3. absol. to be disdainful, deal contemptuously, Thuc.
4. c. inf. to think contemptuously that, to presume, καταφρονήσαντες κρέσσονες εἶναι Hdt.; καταφρονοῦντες κἂν προαισθέσθαι Thuc.
II. c. acc. rei, only in ionic writers (cf. κατανοέὠ, to fix one's thoughts upon, aim at, Lat. affectare, τὴν τυραννίδα Hdt.: also to observe with contempt, τι Hdt.
Chinese
原文音譯:katafronšw 卡他-弗羅尼哦
詞類次數:動詞(9)
原文字根:向下-意向 相當於: (בָּגַד) (בּוּז) (בָּזָה / נְמִבְזָה)
字義溯源:有反感,藐視,輕慢,輕,輕看,小看;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思,悟性)。雖然這是負面的字眼,但也有其正面的描述:他因擺在我們前頭的喜樂,就‘輕看’羞辱,⋯( 來12:2)。這裏輕看與羞辱都是負面的字,但連在一起就有正面的果效。參讀 (ἐξουθενέω / ἐξουθενόω)同義字
同源字:1) (καταφρονέω)輕視 2) (καταφρονητής)輕視者 3) (φρονέω)想著
出現次數:總共(9);太(2);路(1);羅(1);林前(1);提前(2);來(1);彼後(1)
譯字彙編:
1) 輕(2) 太6:24; 路16:13;
2) 輕看(2) 太18:10; 來12:2;
3) 就輕看他們(1) 提前6:2;
4) 輕慢(1) 彼後2:10;
5) 要藐視(1) 林前11:22;
6) 你藐視(1) 羅2:4;
7) 讓人小看(1) 提前4:12
Lexicon Thucydideum
contemnere, to scorn, despise, 2.11.4, 4.34.1. 6.11.5. 6.33.3. 6.34.9, 6.35.1. 6.49.2. 6.63.2. 6.63.4, 8.8.4, 8.25.3. 8.82.1,
cum contemptu putare, to consider with contempt, 3.83.1. 3.4.1.