κτίσις
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
[ῐ], εως, ἡ, (κτίζω)
A founding, settling, Th.6.5; ἀποικιῶν Isoc. 12.190, cf. Plb.9.1.4 (pl.), etc.
2 loosely, = πρᾶξις, κούφα κ. an easy achievement, Pi.O.13.83.
3 creation, κτίσις κόσμου = creation of the world Ep.Rom. 1.20; ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως = from the beginning of the creation Ev.Marc.10.6, 13.19, etc.
II created thing, creature, LXX Ju.9.12, Ev.Marc.16.15, Ep.Rom.8.19, etc.: in plural, LXX To.8.5.
III authority created or authority ordained, 1 Ep.Pet.2.13.
German (Pape)
[Seite 1520] ἡ, Anbauung, Ansiedlung, Gründung, bes. πόλεων, Pol. 10, 24, 3; ὁ περὶ τὰς ἀποικίας καὶ κτίσεις καὶ συγγενείας τρόπος τῆς ἱστορίας 9, 1, 4, öfter; ὁ περὶ τὴν κτίσιν τῶν ἀποικιῶν πόλεμος Isocr. 12, 190; Strab. oft. – Das Schaffen, τοῦ κόσμου, N.T.; übh. Bewerkstelligen, Machen, Sp.; das Unternehmen, Pind. Ol. 13, 83.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fondation (de colonies, de villes);
NT: la Création.
Étymologie: κτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κτίσις -εως, ἡ [κτίζω] het stichten, stichting (van een stad):; μετὰ Συρακουσῶν κτίσιν na de stichting van Syracuse Thuc. 6.5.3; uitbr. handeling:. κοῦφα κτίσις een gemakkelijke handeling Pind. O. 13.83. christ. schepping;; ἀπὸ κτίσεως κόσμου vanaf de schepping van de wereld NT Rom. 1.20.; ἀπὸ δὲ ἀρχῆς κτίσεως bij het begin van de schepping NT Marc. 10.6; schepsel:. οὐκ ἔστιν κτίσις ἀφανὴς geen schepsel blijft verborgen NT Hebr. 4.13. instelling, gezag:. ὑποτάγητε πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν κύριον onderwerpt u aan elk menselijk gezag omwille van de Heer NT 1 Pet. 2.13.
Russian (Dvoretsky)
κτίσις: εως (τῐ) ἡ
1 основание, основывание, создание, создавание (ἀποικιῶν Isocr.; πόλεων Polyb.; Ῥώμης Plut.; ἀπὸ κτίσεως κόσμου NT);
2 действие, мероприятие Pind.;
3 творение, тварь (λατρεύειν τῇ κτίσει παρὰ τὸν κτίσαντα NT);
4 власть, начальство (ὑποτάσσειν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει NT).
English (Slater)
κτῐσις creation τελεῖ δὲ θεῶν δύναμις καὶ τὰν παρ' ὅρκον καὶ παρὰ ἐλπίδα κούφαν κτίσιν (byz.: κτῆσιν. codd.) (O. 13.83)
English (Strong)
from κτίζω; original formation (properly, the act; by implication, the thing, literally or figuratively): building, creation, creature, ordinance.
English (Thayer)
κτίσεως, ἡ (κτίζω), in Greek writings the act of founding, establishing, building, etc.; in the N.T. (Vulg. everywhere creatura (yet creatio))
1. the act of creating, creation: τοῦ κόσμου, κτίσμα, creation i. e. thing created (cf. Winer's Grammar, 32); used a. of individual things and beings, a creature, a creation: חֲדָשָׁה בִּרִיָה (cf. Schöttgen, Horae Hebr 1:328,704 f)), καινή κτίσις is used of a man regenerated through Christ, the sum or aggregate of created things: ἀρχή, 3; (ἡ κτίσις τῶν ἀνθρώπων, Teaching of the Twelve etc.
c. 16 [ET])); ὅλῃ ἡ κτίσις, πᾶσα ἡ κτίσις, Lightfoot on Col. as below)), πᾶσα κτίσις, σωτήρ πάσης κτίσεως, Acta Thomae, p. 19 edition Thilo (sec. 10, p. 198, Tdf. edition) (see πᾶς, I:1c.); ἀπ' ἀρχῆς κτίσεως, οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, not of this order of created things, some particular kind or class of created things or beings: thus of the human race, πάσῃ τῇ κτίσει, ἐν πάσῃ (adds τῇ) κτίσει τῇ ὑπό τόν οὐρανοῦ, among men of every race, nature), πᾶσα ἡ κτίσις, an institution, ordinance: Pindar, others.))
Greek Monotonic
κτίσις: [ῐ], -εως, ἡ (κτίζω)·
1. ίδρυση, θεμελίωση, ἀποικιῶν, σε Ισοκρ. κ.λπ.
2. όχι ακριβώς = πρᾶξις, πράξη, ενέργεια,σε Πίνδ.
3. η Κτίση, η δημιουργία του σύμπαντος, στον ίδ.
II. 1. αυτό που έχει δημιουργηθεί, δημιούργημα, πλάσμα, στο ίδ.
2. δημιουργημένη αρχή ή ορισμένη, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κτίσις: ῐ, εως, ἡ, (κτίζω) ἵδρυσις, θεμελίωσις, ἀποικιῶν Ἰσοκρ. 272Ε· πόλεων Πολύβ. 9. 1, 4, κτλ. 2) οὐχὶ ἀκριβῶς, = πρᾶξις, ἔργον, Πινδ. Ο. 13. 118. 3) τὸ ποιεῖν τι, δημιουργία· κυρίως ἡ δημιουργία τοῦ κόσμου, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 20. ΙΙ. ὅ,τι ἐδημιουργήθη, τὸ σύμπαν, ἡ φύσις, ὁ κόσμος, Εὐαγγ. κ.Μάρκ. ι΄, 6, ιγ΄, 19, κτλ. 2) πρᾶγμα δημιουργηθέν, δημιούργημα, αὐτόθι ις΄, 15, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 19, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Ἑβδ. (Τωβὶτ Η΄, 5) ΙΙΙ. ἀρχὴ ἢ διάταξις, ὑποτάγητε οὖν πάσῃ ἀνθρωπίνῃ κτίσει διὰ τὸν Κύριον, «ὑποτάγητε τοῖς κοσμικοῖς ἄρχουσιν, ὡς ὁ Κύριος διέταξεν» Οἰκουμέν. ἐν Καιν. Διαθ. ὑπὸ Φαρμακίδου τ. 6, σ. 265, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 13.
Middle Liddell
κτῐ́σις, εως κτίζω
I. a founding, foundation, ἀποικιῶν Isocr., etc.
2. loosely, = πρᾶξις, a doing, an act, Pind.
3. a creating, the creation of the universe, NTest.
II. that which was created, the creation, NTest.
2. an authority created or ordained, NTest.
Chinese
原文音譯:kt⋯sij 克提西士
詞類次數:名詞(19)
原文字根:創造 相當於: (בָּרָא) (יׄוצֵר / יָצַר)
字義溯源:原始的構成,創造,受造之物,受造,被造,萬物,制度;源自(κτίζω)*=創造)。參讀 (κτίζω)同源字
出現次數:總共(19);可(3);羅(7);林後(1);加(1);西(2);來(2);彼前(1);彼後(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 受造之物(7) 羅1:25; 羅8:19; 羅8:20; 羅8:21; 羅8:22; 羅8:39; 來9:11;
2) 創造(6) 可10:6; 羅1:20; 林後5:17; 加6:15; 彼後3:4; 啓3:14;
3) 受造的(3) 可16:15; 西1:15; 西1:23;
4) 制度(1) 彼前2:13;
5) 被造的(1) 來4:13;
6) 萬物(1) 可13:19
English (Woodhouse)
act of founding, establishment of a colony, founding
Lexicon Thucydideum
aedificatio, building, construction, 6.5.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 1.18.1, ubi nunc where now κτῆσιν leg. read]
Translations
creation
Arabic: اِبْتِكَار, خَلْق; Armenian: ստեղծագործում, ստեղծագործություն, ստեղծում; Asturian: creación; Belarusian: тварэнне; Bulgarian: създаване, сътворение; Catalan: creació; Cebuano: buhat; Chinese Mandarin: 創作/创作, 創造/创造; Czech: tvoření, vytvoření, vytváření, tvorba, kreace; Danish: skabelse; Dutch: creatie, schepping; Esperanto: kreado; Finnish: luominen; French: création; Galician: creación; German: Kreation, Schöpfung, Erstellung, Schaffung, Schaffen, Erschaffung, Erschaffen, Kreierung, Kreieren; Greek: δημιουργία; Ancient Greek: δημιουργία, κτίσις; Haitian Creole: kreyasyon; Hebrew: יְצִירָה; Hungarian: alkotás, teremtés; Ilocano: parsua; Indonesian: penciptaan; Italian: creazione; Japanese: 創造, 創作; Kapampangan: pamaglalang; Korean: 창조(創造), 창작(創作); Lithuanian: kūryba; Macedonian: создавање, творба; Malay: penciptaan; Maori: hanganga, waihanganga, whaihanganga; Norman: créâtion; Old English: ġesceaft; Persian: آفَرینِش; Plautdietsch: Schepfunk; Polish: tworzenie, kreacja; Portuguese: criação; Romanian: creare; Russian: создание, созидание, творение, сотворение; Serbo-Croatian Roman: stvaranje, tvaranje; Slovak: stvorenie, vytvorenie, tvorba, kreácia; Slovene: ustvarjanje, stvarjenje; Swahili: uumbaji; Swedish: skapande; Tagalog: likha; Tajik: офариниш; Turkish: yaratma, yaratış; Ukrainian: творення, творі́ння, створення